Ο Καθηγητής Άντονι Φάουτσι που μέχρι πρότινος ήταν διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Αλλεργικών και Λοιμωδών Νοσημάτων των ΗΠΑ, εξελέγη από την Ακαδημία Αθηνών κατά τη συνεδρίαση της Ολομέλειας της 27ης Απριλίου 2023 ως ξένος εταίρος στην επιστήμη της «Ιατρικής» στην Α’ Τάξη των Θετικών Επιστημών.
Ο Δρ. Φάουτσι γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1940, αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Cornell το 1966 και στη συνέχεια εκπαιδεύτηκε στην εσωτερική παθολογία και τα λοιμώδη νοσήματα στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Cornell. To 1968, ξεκίνησε την επιστημονική του πορεία στα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας ως συνεργάτης στο Εργαστήριο Κλινικής Έρευνας του Εθνικού Ινστιτούτου Αλλεργίας και Λοιμωδών Νοσημάτων ενώ το 1974 προήχθη σε επικεφαλής του Τμήματος Κλινικής Φυσιολογίας του Εργαστηρίου Κλινικής Έρευνας.
Το 1980 διορίστηκε επικεφαλής του Εργαστηρίου Αναρρύθμισης και το 1984 ανέλαβε διευθυντής του Ινστιτούτου, θέση την οποία διατήρησε έως τον Δεκέμβριο του 2022.
Ο «στρατηγός» εξι προεδρων
Παρόλο που η συντριπτική πλειοψηφία των Αμερικανών τον εμπιστεύεται, ο Τραμπ τον αντιμετώπιζε ως τη Νο1 απειλή για την ανανέωση της θητείας του στον Λευκό Οίκο. Για τον Φάουτσι που από το πόστο του έχει δει έξι πλανητάρχες να απέρχονται, το μότο είναι ένα και επαναλαμβανόμενο: «Αν έλεγα στον κάθε πρόεδρο αυτά που ήθελε να ακούσει, θα ήταν σαν να πυροβολώ τα πόδια μου».
Επιστήμονας με περγαμηνές, τιμητικά βραβεία και κύρος, από τότε που ξεκίνησε να συμβουλεύει για θέματα δημόσιας υγείας τον πρόεδρο Ρόναλντ Ρέιγκαν κέρδισε με το σπαθί του τον σεβασμό όλων όσοι τον διαδέχτηκαν στον Λευκό Οίκο. Εξάλλου, εδώ και τέσσερις δεκαετίες βρέθηκε στην πρώτη γραμμή της εθνικής καταπολέμησης μιας μακράς απειλητικής παρέλασης, ή καλύτερα εφόδου, διάφορων ιογενών επιδημιών.
Ανταποκρίθηκε με ζήλο ως ειδικός σε ιούς και στο ανοσοποιητικό σύστημα στην αντιμετώπιση σοβαρών, θανατηφόρων ασθενειών όπως οι HIV/ AIDS, SARS, MERS, γρίπη των πτηνών, γρίπη των χοίρων, Ζίκα και Εμπολα. Ηταν πάντα παρών όπου εκδηλώνονταν αυτές για να σώζει ζωές, συγκεντρώνοντας σχετικούς επαίνους στα μέσα ενημέρωσης, αλλά αξιώθηκε και την αδιαμφισβήτητη αναγνώριση της διεθνούς ιατρικής κοινότητας.
Δικαίως συγκαταλεγόταν επί 20ετία στους 10 πιο γνωστούς επιστήμονες ανάμεσα σε 3 εκατομμύρια συγγραφείς όλων των κλάδων παγκοσμίως που δημοσίευσαν άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά. Ειδικότερα για την πρωτοβουλία του στην πρωτοποριακή έρευνα για την πρόληψη και τη θεραπεία του ιού HIV σε παγκόσμια κλίμακα.
Λίγοι ίσως θυμούνται ότι τον Οκτώβριο του 1988, κατά τη διάρκεια του προεκλογικού ντιμπέιτ για την προεδρία μεταξύ Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου και του Μάικλ Δουκάκη, ο πρώτος ξάφνιασε δημοσιογράφους, ακροατήριο και τηλεθεατές.
Οταν ρωτήθηκε ποιοι ήταν οι σύγχρονοι ήρωές του, ο Μπους απάντησε: «Σκέφτομαι τον δρα Φάουτσι. Ισως δεν έχετε ακούσει ποτέ γι’ αυτόν. Είναι ένας πολύ καλός ερευνητής, ένας κορυφαίος γιατρός στα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας που εργάζεται σκληρά ερευνώντας συστηματικά τη νόσο του AIDS». Ηταν η εποχή όπου ο Φάουτσι ήταν ήδη καταξιωμένος επαγγελματικά, αλλά και ένας ευαίσθητος άνθρωπος που συμμεριζόταν τον ανθρώπινο πόνο.
Για την ίαση του τελευταίου μεταμορφώθηκε από συμβατικό επιστήμονα εργαστηρίου με λαμπρές προοπτικές σε ακτιβιστή της δημόσιας υγείας όπου έτυχε να εργάζεται για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Αλλωστε, αφότου πρωτοασχολήθηκε με πολιτικούς της Ουάσινγκτον, κράτησε διακριτές αποστάσεις από αυτούς.
Ο αγωνας κατα του AIDS
Ηταν επιστήμονας αφιερωμένος στο κοινό καλό, όχι δημοσιοσχεσίτης που φοβόταν μη γίνει η στραβή και καταλήξει σκόνη του πλυντηρίου. Είχε αφουγκραστεί τον απειλητικό συναγερμό που σήμανε η εκδήλωση του AIDS. Ανησυχούσε, αλλά κυρίως νοιαζόταν.
Οι παραδοσιακά πατερναλιστές καθηγητές του και οι μάλλον αφελείς συνάδελφοί του απορούσαν γιατί εγκατέλειπε την τροχιά μιας σπουδαίας καριέρας για να μελετήσει μια χούφτα ομοφυλόφιλους με αυτή την περίεργη ασθένεια. Τους έγραψε κανονικά και αφοσιώθηκε στην έρευνά του για να λυγίσει ένα άκαμπτο και αδιάφορο υγειονομικό σύστημα. Ανέλαβε ενεργή δράση για την προσέγγιση των πασχόντων. Πήγε σε γκέι κλαμπ και σάουνες.
Εφτασε ως το Σαν Φρανσίσκο, στη συνυφασμένη με την γκέι κουλτούρα συνοικία Κάστρο, όπου συζήτησε τετ α τετ με τους εκπροσώπους της ομοφυλοφιλικής κοινότητας τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι ταλαιπωρημένοι ασθενείς. Κέρδισε την εμπιστοσύνη τους και τους έπεισε για την ανάγκη να συμμετάσχουν σε κλινικές δοκιμές, καθώς δεν υπήρχαν άλλες δυνατότητες να έχουν πρόσβαση στα πειραματικά φάρμακα.
Οταν ξεκίνησαν διαμαρτυρίες έξω από το γραφείο του στη Βηθεσδά του Μέριλαντ, ενώ όλη η πανεπιστημιούπολη των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας βοούσε από το σύνθημα «άντε πηδήξου Φάουτσι», δεν έμεινε άπραγος. Ζήτησε από την Αστυνομία και το FBI να μη συλλάβουν κανέναν, κατέβηκε στο προαύλιο, ανακατεύτηκε με τους διαδηλωτές και στάθηκε κάτω από τα ροζ και μαύρα πανό των οργισμένων γκέι ακτιβιστών του act up που έγραφαν «Ξυπνήστε» και «Σταματήστε να μας σκοτώνετε». Μπήκε κατά κάποιον τρόπο στη θέση τους και προσχώρησε στο στρατόπεδο των δίκαιων αιτημάτων των παραμελημένων αρρώστων.
Εκείνα τα χρονιά, αρχές της δεκαετίας του ’90, ένας νεαρός ακτιβιστής ονόματι Tony Maliaris, ελληνικής καταγωγής από το Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας, σκάρωσε ένα ραπ τραγούδι με τίτλο «Καταιγίδα στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας». Στους στίχους περιλαμβανόταν: «Δεν ξέρω τι σκέφτεται ο Φάουτσι, αλλά αυτή δεν είναι Δανιμαρκία και κάτι βρωμάει».
Ο Αντώνης Μαλλιάρης πέθανε στα 34 του χρόνια, τον Μάρτιο του 1995, από επιπλοκές του θανατηφόρα ανελέητου, τότε, AIDS, μόλις δέκα μήνες πριν ξεκινήσει η τριπλή φαρμακευτική αγωγή της ασθένειας. Για την παρασκευή του θεραπευτικού αντιρετροϊκού κοκτέιλ αμέριστη ήταν η συμβολή της έρευνας του Φάουτσι, ενός παιδιού της γειτονιάς από το Μπρούκλιν, ενός αδύνατου βραχύσωμου μελαχρινού αγοριού με πράσινα μυωπικά μάτια που δίνει την εντύπωση του αισιόδοξου, αλλά, όπως ομολογεί, ακόμη και στην πιο βαθιά απελπισία του θα τα δώσει όλα γιατί πρέπει να το σταματήσει.
Το έπραξε μαχητικά στα σκοτεινά χρόνια μιας ολόκληρης δεκαετίας όταν οι περισσότεροι ασθενείς του πέθαιναν με διαλυμένο το ανοσοποιητικό τους σύστημα. Εδωσε αγώνα σε σκληρότερο τέμπο από εκείνο του Stay Alive, πάλεψε σε αντίξοες συνθήκες για να τους προσφέρει ανακούφιση και ελπίδα. Δεν έσωσε τότε κανέναν. Αλλά τελικά νίκησε.
Γιατί ποτέ δεν πίστεψε στο ρητό που θέλει τους γιατρούς να έχουν το πλεονέκτημα, ο ήλιος να φωτίζει τις επιτυχίες τους και το χώμα να σκεπάζει τις αποτυχίες τους. Ηθελε διαφάνεια σε όλα. Και αυτό το έκανε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Είτε συμβούλευε διπλωματικά υπέρ της χρηματοδότησης της δημόσιας υγείας τον Ρέιγκαν και τους -πατέρα και γιο- Μπους, είτε πιο σταράτα το ζητούσε από τον Μπιλ Κλίντον και τον Ομπάμα.
Για τον Φάουτσι ήταν απαράδεκτο να πεθαίνουν οι φτωχότεροι στον πλανήτη επειδή δεν μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά την αγορά φαρμάκων που πωλούνταν μόνο στον πλούσιο κόσμο.
Η προφητική δημοσίευση
Ο Φάουτσι έχει εκπαιδευτεί μια ολόκληρη ζωή στη διαχείριση και την αντιμετώπιση επιδημιών. Παλιών, αναζωπυρωμένων, νέων, αδιάφορο. Στις 10 Ιανουαρίου 2017, δέκα ημέρες προτού ο Τραμπ ορκιστεί πρόεδρος, παρουσίασε μια μελέτη του στο Πανεπιστήμιο της Τζορτζτάουν με τίτλο «Η προετοιμασία της επόμενης κυβέρνησης για πανδημία». Πού να ’ξερε, όμως, με ποιον πρόεδρο και τι θλιβερές ανεπάρκειες θα έμπλεκε, όταν ο προβλέψιμος εφιάλτης και το χάος που τον ακολουθούσαν θα γίνονταν απρόσμενα πραγματικότητα;
Ο Φάουτσι ήταν πάντα ένας άνθρωπος ισορροπημένος και προσγειωμένος, με ασυνήθιστη πειθαρχία και εξαντλητική εργατικότητα. Ακόμα και σήμερα δουλεύει 16 ώρες την ημέρα. Οσο και να ανησυχούν για την υπερδραστηριότητά του η σύζυγός του, η νοσηλεύτρια και βιοηθικός Κριστίν Γκρέιντι, και οι τρεις κόρες τους Τζένιφερ, Μέγκαν και Αλισον, αυτός δεν χαλάει με τίποτα την καθημερινή του ρουτίνα.
Ο γιός του «Doc»
Γεννημένος την παραμονή των Χριστουγέννων του 1940 στο Μπένσοχερστ, μεγάλωσε στην καρδιά της Μικρής Ιταλίας του Μπρούκλιν. Ο πατέρας του Στέφεν ήταν ιδιοκτήτης φαρμακείου, γνωστός στους πελάτες ως «Doc», στη γειτονιά του Ντάικερ Χάιτς. Εκεί εργαζόταν και η μητέρα του Ευγενία. Και οι δύο γονείς του είχαν γεννηθεί στη Νέα Υόρκη, παντρεύτηκαν στα 18 τους και είχαν καταγωγή από την Ιταλία.
Οι παππούδες του μικρού Τόνι έφτασαν μετανάστες στην Αμερική στα τέλη του 19ου αιώνα, ξεκινώντας από τη Σιάκα, τις αρχαιοελληνικές Θέρμες του Σελινούντα στη Σικελία, αλλά και από τη Νάπολη. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο καθολικό δημόσιο σχολείο δομινικανών καλογριών της γειτονιάς του. Γυμνάσιο ξεκίνησε στο Regis, ένα χωρίς δίδακτρα μικρό, αυστηρό και ανταγωνιστικό σχολείο ιησουιτών στην Upper East Side του Μανχάταν.
Για να πάει ως εκεί έπαιρνε δύο λεωφορεία και άλλαζε τρεις συρμούς του μετρό και τούμπαλιν για να επιστρέψει σπίτι. Χρόνια αργότερα, υπολόγιζε ότι σπαταλούσε 70 ημέρες τον χρόνο μόνο σε διαδρομές πηγαινέλα. Η οικογένεια είχε ήδη μετακομίσει σε διαμέρισμα πάνω από το φαρμακείο και ο μικρός γιος δούλευε ως ντελιβεράς, κάνοντας κατ’ οίκον παραδόσεις φαρμάκων μαζί με την κατά τρία χρόνια μεγαλύτερη αδελφή του.
Στα ανέμελα εφηβικά του χρόνια ήταν κολλημένος με τον αθλητισμό. Εκανε ποδήλατο για φιγούρα και καμάκι στα κορίτσια της γειτονιάς και έπαιζε μπέιζμπολ ως οπαδός των Yankees του Μπρονξ, την εποχή που όλη η συνοικία του ήταν φαν των Dodgers, που τότε είχαν έδρα το Ebbets Field στο Μπρούκλιν προτού μετακομίσουν στο Λος Αντζελες. Το μεγάλο του ατού όμως ήταν η δεξιότητα στο μπάσκετ. Αρχηγός της γυμνασιακής ομάδας, με ύψος 1,69 μ. -τότε για να παίξει κανείς δεν χρειαζόταν να είναι δίμετρος- και με τη φανέλα με το νούμερο 4 διακρινόταν για την ευελιξία, την ταχύτητα και την ευστοχία του.
Εξαιρετικός μαθητής με καλές επιδόσεις σε ανθρωπιστικά και κλασικά μαθήματα -Φιλοσοφία, Λογική, Ψυχολογία, Αρχαία και Λατινικά-, προοριζόταν για θεωρητικές σπουδές στο Χάρβαρντ ή στο Κολούμπια. Κανείς δεν φανταζόταν ότι θα σπούδαζε Ιατρική. Τελικά πήγε στο Ιατρικό Κολέγιο του Πανεπιστημίου Κορνέλ. Από πείσμα.
Τα καλοκαίρια εργαζόταν σε οικοδομές. Σε ένα μεσημεριανό διάλειμμα από κάτι μερεμέτια στη βιβλιοθήκη του συγκεκριμένου πανεπιστημίου στο Μανχάταν πήρε το σάντουίτς του, κατέβηκε από τις σκαλωσιές και με τα ρούχα της δουλειάς έριξε μια ματιά στις άδειες αίθουσες του κτιρίου της σχολής. Μόλις πέρασε την πόρτα, ένας φύλακας του είπε να φύγει αμέσως γιατί τα λεκιασμένα από μπογιές και ασβέστη παπούτσια του λέρωναν το πάτωμα. Τον κοίταξε και με ποζάτη περηφάνια ανάμεικτη με αυτοπεποίθηση του είπε: «Εμένα που με βλέπεις έτσι λέτσο, από του χρόνου θα σπουδάζω εδώ».
Ο υπάλληλος φρουρός έβαλε τα γέλια λέγοντας: «Ναι, κι εγώ του χρόνου θα είμαι αρχηγός της Αστυνομίας». Πράγματι την επόμενη χρονιά βρέθηκε ανάμεσα σε 79 φοιτητές και μόλις 2 φοιτήτριες ως πρωτοετής της σχολής. Στη διάρκεια των σπουδών του και καθώς φούντωνε ο πόλεμος στο Βιετνάμ, στάθηκε τυχερός. Στρατολογήθηκε για θητεία στην Υπηρεσία Δημόσιας Υγείας των Ενόπλων Δυνάμεων και έτσι γλίτωσε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ινδοκίνα.
Κατέληξε στα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας, τα οποία στη συνέχεια καθιερώθηκαν ως τα κύρια κέντρα της χώρας για τη βιοϊατρική έρευνα, ειδικεύτηκε στην Ανοσολογία και πέρασε εκεί πέντε δεκαετίες, ανοίγοντας νέους δρόμους στην έρευνα.