Η αναπνοή επηρεάζει τον τρόπο αποθήκευσης και σταθεροποίησης της μνήμης και ο ρυθμός της ενισχύει την κρίση και τη μνήμη, δημιουργώντας ηλεκτρική δραστηριότητα στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Όλα αυτά, όμως, εξαρτώνται από τον τρόπο εισπνοής και αν η λειτουργία της αναπνοής γίνεται μέσω της μύτης ή του στόματος.
Σύμφωνα με έρευνα επιστημόνων στο Ινστιτούτο Karolinska στη Στοκχόλμη της Σουηδίας, η αναπνοή μέσω της μύτης, αντί του στόματος, βελτιώνει την οσφρητική μνήμη.
Η ερευνητική ομάδα έδειξε ότι κάποιος θυμάται καλύτερα αυτό που μυρίζει όταν αναπνέει από τη μύτη, δηλαδή όταν η μνήμη σταθεροποιείται -μια διαδικασία που λαμβάνει χώρα μεταξύ της μάθησης και της ανάκτησης της μνήμης.
Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι οι οσφρητικοί υποδοχείς του εγκεφάλου μπορούν να συλλέξουν όχι μόνο τη μυρωδιά αλλά και τις μικρές διακυμάνσεις της ροής του αέρα, με διαφορετικά μέρη του εγκεφάλου να ενεργοποιούνται κατά την εισπνοή και την εκπνοή.
Επιστήμονες του Northwestern Medicine έχουν ανακαλύψει, επίσης για πρώτη φορά, ότι ο ρυθμός αναπνοής δημιουργεί ηλεκτρική δραστηριότητα στον ανθρώπινο εγκέφαλο που ενισχύει την συναισθηματική κρίση και την ανάκληση της μνήμης, αρκεί η αναπνοή να γίνεται από τη μύτη.
Στη μελέτη, τα άτομα ήταν σε θέση να εντοπίσουν ένα φοβισμένο πρόσωπο πιο γρήγορα όταν το έβλεπαν κατά τη διάρκεια της εισπνοής, απ’ ότι κατά την εκπνοή. Τα άτομα ήταν επίσης πιο πιθανό να θυμούνται ένα αντικείμενο που όταν τo κοιτούσαν ανέπνεαν από τη μύτη. Η επίδραση αυτή έπαυε όταν η αναπνοή γινόταν από το στόμα.
Η τεράστια συνεισφορά της ρινικής αναπνοής έχει καταδειχθεί ποικιλοτρόπως από μεγάλο αριθμό μελετών.