Μεταξύ όσων έχουν μακρά COVID-19, το 15% συνεχίζουν να έχουν ένα ή περισσότερα επίμονα συμπτώματα για τουλάχιστον 12 μήνες.
Πιο συχνά συμπτώματα είναι τα αναπνευστικά προβλήματα (3,7%), η επίμονη κόπωση (3,2%), οι μυϊκοί πόνοι, οι εναλλαγές ψυχικής διάθεσης και οι γνωστικές διαταραχές (2,2%). Η μελέτη επιβεβαίωσε ότι ο κίνδυνος μακράς COVID-19 είναι μεγαλύτερος στους ανθρώπους που χρειάστηκε να νοσηλευθούν λόγω του κορονοϊού και ιδίως σε όσους για ένα διάστημα εισήχθησαν σε μονάδα εντατικής θεραπείας.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη Δρ. Σάρα Γουλφ Χάνσον του Ινστιτούτου Μετρήσεων και Αξιολόγησης της Υγείας του Πανεπιστημίου Ουάσινγκτον στο Σιάτλ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό JAMA (Journal of American Medical Association), ανέλυσαν στοιχεία για περίπου 1,2 εκατομμύρια άτομα 4 έως 66 ετών από 22 χώρες, που είχαν εμφανίσει συμπτωματική COVID-19 μέσα στη διετία 2020-21.
Διαπιστώθηκε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό μακράς COVID-19, με συμπτώματα επί τουλάχιστον τρεις μήνες μετά την αρχική λοίμωξη, έχουν εμφανίσει οι γυναίκες άνω των 20 ετών (10,6%, δηλαδή μία στις δέκα), έναντι περίπου των μισών ανδρών ίδιας ηλικίας (5,4%) και πολύ λιγότερων παιδιών, εφήβων και νέων έως 20 ετών (2,8%).
Η εκτιμώμενη μέση διάρκεια των συμπτωμάτων της μακράς COVID-19 ήταν εννέα μήνες για όσους είχαν νοσηλευθεί κατά την οξεία λοίμωξη και τέσσερις μήνες για όσους δεν είχαν χρειαστεί εισαγωγή σε νοσοκομείο.