Μεταξύ των πολλών ευεργετικών της ιδιοτήτων, η βιταμίνη D σχετίστηκε εσχάτως με μικρότερο κίνδυνο εκδήλωσης αυτοάνοσων νοσημάτων. Ευσταθεί ωστόσο μια τέτοια σύνδεση; Τη δική του απάντηση δίνει με άρθρο του ο Δρ Robert H. Shmerling, πρώην κλινικός επικεφαλής του Τμήματος Ρευματολογίας στο κέντρο Beth Israel Deaconess Medical Center (BIDMC) και μέλος σήμερα του αντίστοιχου τμήματος στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ.
Σύμφωνα με την επίμαχη έρευνα που δημοσιεύτηκε στο BMJ, καθώς και το ygeiamou.gr, η οποία άντλησε δεδομένα περισσότερων από 25.000 μεσηλίκων σχετικά με τα αποτελέσματα που είχε η καθημερινή λήψη 2.000 διεθνών μονάδων (IU) βιταμίνης D -μεγαλύτερη δόση από τη συνιστώμενη ημερήσια-, 1.000 mg ω-3 λιπαρών οξέων και τα αντίστοιχα ψευδοφάρμακά τους (placebo) στην εμφάνιση αυτοάνοσων νοσημάτων πέντε χρόνια μετά, τα συμπληρώματα της βιταμίνης μείωσαν κατά 22% τις πιθανότητες αυτοάνοσων νοσημάτων. Για ποιο λόγο λοιπόν υπάρχει αμφιβολία ως προς την αποτελεσματικότητα της βιταμίνης D;
Η απάντηση βρίσκεται στις αδυναμίες της μελέτης τις οποίες εξηγεί στο άρθρο του ο καθηγητής, σύμφωνα με τον οποίο:
- Η αποτελεσματικότητα ήταν σημαντικά μικρότερη. Η μείωση κατά 22% προκύπτει από τα 123 περιστατικά αυτοάνοσης νόσου για την ομάδα της βιταμίνης D έναντι 155 από την ομάδα του εικονικού φαρμάκου. Όπως όμως εξηγεί ο καθηγητής, τα περιστατικά ουσιαστικά μειώθηκαν από 12 στα 9,5 ανά 1.000 άτομα.
- Δεν μελετήθηκαν μεμονωμένα τα νοσήματα. Η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η ρευματική πολυμυαλγία και η ψωρίαση ήταν οι συχνότερες νόσοι, ωστόσο για καμία δεν παρατηρήθηκε αξιόπιστη πρόληψη χάρη στα συμπληρώματα βιταμίνης D. Το οποιοδήποτε όφελος προέκυψε αθροιστικά.
- Η ηλικία του δείγματος ήταν προβληματική. Στη μελέτη συμμετείχαν αποκλειστικά μεσήλικες με διάμεση ηλικία τα 67 έτη, «βγάζοντας» έτσι από το κάδρο του κινδύνου αυτοάνοσα νοσήματα που εκδηλώνονται κατά την πρώιμη ενήλικη ζωή όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος και η ρευματοειδής αρθρίτιδα.
- Είναι πιθανότατη η διαφυγή περισταστικών. Η έρευνα βασίστηκε στις υποκειμενικές αναφορές των συμμετεχόντων και τα περιστατικά αυτοάνοσων παθήσεων περιορίστηκαν σε όσα είχαν διαγνωστεί στην πορεία ιατρικώς. Συνεπώς, οι περιπτώσεις ατόμων που εκδήλωσαν αυτόάνοση νόσο αλλά δεν είχαν απευθυνθεί σε ειδικό έως την ολοκλήρωση της μέλετης δεν καταμετρήθηκαν.
Κάποια ακόμα συμπεράσματα της έρευνας ήταν ότι τα ω-3 λιπαρά οξέα δεν πέτυχαν μείωση του κινδύνου για αυτοάνοση νόσο, ενώ οι ανεπιθύμητες ενέργειες ήταν ελάχιστες και κοινές για τις ομάδες της βιταμίνης και του εικονικού φαρμάκου.
Οφέλη από τη βιταμίνη D στην υγεία: Αλήθεια ή μύθος
Σύμφωνα με τον Δρ Shmerling, βάση της μελέτης αποτέλεσαν επιστημονικά αποδεδειγμένες ιδιότητες της βιταμίνης D, όπως η δυνατότητα αλληλεπίδρασης με τα ανοσοκύτταρα και η επίδραση σε γονίδια που ρυθμίζουν τη φλεγμονή, οι οποίες επιφέρουν μεταβολές στην αναοσοαπόκριση. Διερευνήθηκε λοιπόν αν θα μπορούσαν ενδεχομένως να συμβάλουν και στις περιπτώσεις των αυτοάνοσων νοσημάτων, κατά τα οποία το ανοσοποιητικό σύστημα στρέφεται εναντίον του ίδιου του οργανισμού.
Εντούτοις, σημειώνει ο καθηγητής, η βιταμίνη D δεν αποτελεί πανάκεια για όλες τις ασθένεις, συμπληρώνει όμως πως δεν ακυρώνεται η θετική της επίδραση για τον άνθρωπο. Μπορεί η πρόσληψή της να προφυλάσσει ελάχιστα τον μέσο άνθρωπο, να αποδεικνύεται όμως σημαντική για άτομα με ισχυρό οικογενειακό ιστορικό αυτοάνοσων παθήσεων.
«Αυτή τη στιγμή έχουμε στη διάθεσή μας το τελευταίο κεφάλαιο στην ιστορία της βιταμίνης D. Μπορεί μελλοντικές έρευνες να αποκαλύψουν ότι αλλαγές στη δοσολογία ή τη σύνθεση της βιταμίνης να συντελέσει σε μεγαλύτερα οφέλη. Το πιο σημαντικό ίσως, είναι η προκείμενη μελέτη όπως και αυτές που θα ακολουθήσουν να επιτρέπουν την καλύτερη κατανόηση του ρόλου της βιταμίνης D στην ανάπτυξη αυτοάνοσων νοσημάτων», καταλήγει ο Δρ Shmerling.