Υγεία

Koρονοϊός: Η μόλυνση από τον ιό αυξάνει τις πιθανότητες κατάθλιψης, σύμφωνα με νέα μελέτη

Οι άνθρωποι που διαγνώστηκαν με COVID-19 είναι πιο πιθανό να συνεχίσουν να υποφέρουν από κατάθλιψη και άγχος, σύμφωνα με μια νέα μελέτη. Τα άτομα που εμφάνισαν κορονοϊό έχουν 60% υψηλότερο κίνδυνο διάγνωσης προβλημάτων ψυχικής υγείας σε σχέση με εκείνους που δεν μολύνθηκαν από τον ιό, σε ορίζοντα ενός έτους. Τα ποσοστά κατάθλιψης, διαταραχών ύπνου και χρήσης ουσιών αυξάνονται επίσης στην κατηγορορία των ανθρώπων που διαγνώστηκαν με COVID-19.

Αμερικανοί ερευνητές εξέτασαν δεδομένα για 153.848 άτομα που είχαν βιώσει κορωνοϊό και τα συνέκριναν με περισσότερα από 560.000 χωρίς ιστορικό COVID-19 και με μια ακόμη μεγάλη ομάδα ελέγχου πριν από την πανδημία.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η COVID-19 συσχετίστηκε με αυξημένο κίνδυνο προβλημάτων ψυχικής υγείας, συμπεριλαμβανομένου του άγχους, της κατάθλιψης, της χρήσης ουσιών και των προβλημάτων ύπνου, έως και ένα χρόνο μετά τη μόλυνση. Οι ειδικοί είπαν ότι η έρευνα υποστηρίζει προηγούμενα ευρήματα, αλλά έχει μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα, καθώς τα άτομα βρέθηκαν στο μικροσκόπιο για 12 μήνες.

Τα ποσοστά άγχους ήταν 35% υψηλότερα μεταξύ εκείνων που είχαν COVID-19 και 39% υψηλότερα για την κατάθλιψη. Οι άνθρωποι είχαν επίσης 55% περισσότερες πιθανότητες να χρησιμοποιήσουν αντικαταθλιπτικά. Η ύπαρξη COVID σήμαινε μια μικρή αύξηση (2,4%) σε όσους υποφέρουν από διαταραχές ύπνου και μια μικρή, αλλά μετρήσιμη αύξηση (0,4%) στα προβλήματα χρήσης ουσιών.

Οι κίνδυνοι ήταν υψηλότεροι σε άτομα που εισήχθησαν στο νοσοκομείο, αλλά ήταν εμφανείς και σε όσους δέχθηκαν θεραπεία στο σπίτι. Ο Δρ Άντριαν Τζέιμς, πρόεδρος του Βασιλικού Κολλεγίου Ψυχιάτρων, δήλωσε: «Πολλοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν μια δύσκολη μάχη για να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους».

 

«Η θεραπεία είναι ζωτικής σημασίας αλλά πολύπλοκη καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν προβλήματα ψυχικής υγείας μετά τη μόλυνση δεν αναζητούν βοήθεια».

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από το Υπουργείο Υποθέσεων Βετεράνων των ΗΠΑ και δημοσίευσαν τη δουλειά τους στο British Medical Journal. Οι περισσότεροι από αυτούς που συμμετείχαν στη μελέτη ήταν άνδρες με μέση ηλικία τα 63.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ