Ο εμβολιασμός έναντι της Covid-19 προστατεύει τον άνθρωπο καλύτερα από τις μεταλλάξεις του κορωνοϊού συγκριτικά με τη φυσική νόσηση, δείχνει μια νέα μελέτη του Πανεπιστημίου Στάνφορντ που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Cell.
Τα αντισώματα που παράγει ο ανθρώπινος οργανισμός μετά τον εμβολιασμό έναντι της Covid-19 είναι πιο κατάλληλα να αναγνωρίζουν τα νέα στελέχη του κορωνοϊού απ' ότι τα αντισώματα που παράγονται συνέπεια της φυσικής λοίμωξης, υποστηρίζουν οι Αμερικανοί ερευνητές.
Και εξηγούν ότι τα βλαστικά κέντρα - περιοχές των λεμφαδένων - όπου επιλέγονται και ενισχύονται από το ανοσοποιητικό σύστημα τα αντισώματα παραμένουν σε υψηλή παραγωγική ετοιμότητα για αρκετές εβδομάδες μετά τον εμβολιασμό. Ενώ, η δομή και η κυτταρική σύστασητων βλαστικών κέντρων είναι σημαντικά διαταραγμένη στα άτομα που νόσησαν βαριά από Covid-19.
«Ο εμβολιασμός δημιουργεί μια σειρά αντισωμάτων ικανών να ανταποκρίνονται στα ιικά αντιγόνα πέρα από την αρχική έκθεση στον ιό. Αυτό το μεγαλύτερο εύρος αντισωμάτων υποδηλώνει ότι ο εμβολιασμός είναι πιθανό να είναι πιο προστατευτικός έναντι των παραλλαγών του ιού από την ανοσία που δημιουργήθηκε από την προηγούμενη μόλυνση», εξηγεί ο Σκοτ Μπόιντ, αναπληρωτής καθηγητής Παθολογίας στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ.
Ο ρόλος του «αποτυπώματος»
Η νέα μελέτη δείχνει επίσης για πρώτη φορά ότι η ανοσολογική απόκριση ενός ανθρώπου στα στελέχη του ιού επηρεάζεται έντονα από την παραλλαγή που προκάλεσε την αρχική λοίμωξη και κινητοποίησε το ανοσοποιητικό σύστημα να αμυνθεί και να παράγει αντισώματα.
Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται «αποτύπωμα» και μοιάζει με αυτό που παρατηρείται στα στελέχη του ιού της γρίπης που ποικίλουν από χειμώνα σε χειμώνα, και δημιουργεί ένα μοναδικό ανοσιακό περιβάλλον για κάθε άνθρωπο. Το ιστορικό έκθεσης σε πολλούς διαφορετικούς ιούς της γρίπης είτε ενδυναμώνει είτε αποδυναμώνει την αντίδραση του οργανισμού σε νέα στελέχη της γρίπης. Η κατανόηση του «αποτυπώματος» αναφορικά με την ανοσία και τον κορωνοϊό SARS-CoV-2 και τα στελέχη του ενδεχομένως να μπορέσει στο μέλλον να βοηθήσει στην κατάρτιση αποτελεσματικότερων εμβολιαστικών στρατηγικών.
Τι έδειξε η μελέτη
Για την παρούσα μελέτη οι ερευνητές συνέκριναν τα επίπεδα και τα είδη των αντισωμάτων στον SARS-CoV-2 σε δείγμα ατόμων που είχαν πάρει μέλος στην κλινική δοκιμή του εμβολίου των Pfizer/BioNTech και αυτών που είχαν νοσήσει από Covid-19 τους πρώτους μήνες της πανδημίας. Οι συμμετέχοντες αυτοί είχαν εντοπιστεί πριν την ευρεία διασπορά του κορωνοϊού στις ΗΠΑ και ήταν πιθανότερο να έχουν κολλήσει κάποιο από τα πρώτα στελέχη του ιού, όπως αυτό που εντοπίστηκε στην Ουχάν.
«Όταν συγκρίναμε τις αντισωματικές αποκρίσεις στην λοίμωξη με αυτές του εμβολιασμού, παρατηρήσαμε ότι τα μολυσμένα άτομα παρήγαγαν διάφορα επίπεδα αντισωμάτων, που έπεφταν με σταθερό ρυθμό μετά την λοίμωξη. Αντίθετα, η ανταπόκριση στον εμβολιασμό ήταν πολύ ομοιόμορφη. Όλοι οι συμμετέχοντες είχαν καλή ανταπόκριση, υψηλά επίπεδα αντισωμάτων τα οποία και αυτά μειώνονταν με την πάροδο του χρόνου», εξηγεί στο άρθρο η Καθαρίνα Ρολτγκεν, συγγραφέας της μελέτης.
Πλεονεκτούν τα mRNA εμβόλια
Το mRNA εμβόλιο παρήγαγε τα υψηλότερα επίπεδα αντισωμάτων όταν έγινε σύγκριση του με τα άλλα διαθέσιμα εμβόλια έναντι του κορωνοϊού, όπως αυτά που βασίστηκαν σε αδενοϊούς (AstraZeneca, Sputnik V) και αδρανοποιημένους ιούς (Sinopharm). Φυσικά όλα τα εμβόλια παρήγαγαν αντισώματα που στην πλειοψηφία τους στόχευαν την πρωτεΐνη ακίδα του κορωνοϊού που εντοπίστηκε στην Ουχάν και άλλα προσδένονταν σε πρωτεΐνες εννέα άλλων ιικών στελεχών, περιλαμβανομένων της Δέλτα που προκάλεσε μαζικό κύμα νοσηλειών και θανάτων το 2021. Τα ανεμβολίαστα άτομα που είχαν μολυνθεί από το αρχικό στέλεχος της Ουχάν είχαν μικρότερο εύρος αντισωμάτων, λιγότερα εκ των οποίων μπορούσαν να προσδεθούν στις πρωτεΐνες της ακίδας των παραλλαγών του κορωνοϊού.
«Τα στοιχεία δείχνουν ότι η λοίμωξη από ένα συγκεκριμένο στέλεχο του κορωνοϊού προκαλεί αντισωματική απόκριση στοχευμένη σε αντιγόνα αυτού του στελέχους και δεν έχει τόσο μεγάλο εύρος πρόσδεσης σε διαφορετικά στελέχη, όπως η επαγόμενη από το εμβόλια αντισωματική απόκριση», εξηγεί ο Δρ Μπόιντ.
Όταν οι ερευνητές εξέτασαν τους λεμφαδένες εμβολιασμένων και νοσησάντων ατόμων,παρατήρησαν ότι τα βλαστικά κέντρα σε αυτούς που εμβολιάστηκαν είχαν μετατραπεί σε ισχυρά εργοστάσια παραγωγής αντισωμάτων για οκτώ εβδομάδες μετά τον εμβολιασμό. Αντίθετα, τα βλαστικά κέντρα των λεμφαδένων των ατόμων με σοβαρή Covid-19 δεν είχαν σχηματιστεί καλά και δεν είχαν βασικούς τύπους κυττάρων του ανοσοποιητικού, γεγονός που υποδηλώνει έκπτωση της ικανότητάς τους να παράγουν αντισώματα που καταπολεμούν τη λοίμωξη.
Οι επιστήμονες μελέτησαν επίσης εμβολιασμένους και μη εμβολιασμένους ανθρώπους που μολύνθηκαν με τις παραλλαγές Άλφα ή Δέλτα. Διαπίστωσαν ότι τα μη εμβολιασμένα άτομα που είχαν μολυνθεί με Άλφα ή Δέλτα δημιούργησαν αντισώματα που ήταν εξειδικευμένα στη σύνδεση με την ιική πρωτεΐνη ακίδα των συγκεκριμένων μεταλλάξεων. Τα άτομα που είχαν εμβολιαστεί προηγουμένως και στη συνέχεια μολύνθηκαν με Άλφα ή Δέλτα δημιούργησαν μια ομάδα αντισωμάτων που αναγνώρισαν την πρωτεΐνη ακίδα του στελέχους της Ουχάν, πάνω στο οποίο είχε αναπτυχθεί το εμβόλιο, καθώς και σε αυτά άλλων παραλλαγών, συμπεριλαμβανομένων των Άλφα και Δέλτα.
«Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι τα εμβολιασμένα άτομα συγκριτικά με τους νοσήσαντες είναι καλύτερα προετοιμασμένα να αντιμετωπίσουν επακόλουθες λοιμώξεις από νέες παραλλαγές του κορωνοϊού», σημειώνει ο Δρ Μπόιντ.
Παραμένει ωστόσο ασαφές αν οι αναμνηστικές δόσεις των εμβολίων που θα προσαρμοσμένες στις νέες παραλλαγές θα είναι επίσης αποτελεσματικές στην πρόκληση ανοσολογικών απαντήσεων σε μελλοντικές παραλλαγές. «Εάν προκύψει μια παραλλαγή που είναι σημαντικά διαφορετική από το στέλεχος της Ουχάν που χρησιμοποιήθηκε για την παρασκευή των υπαρχόντων εμβολίων - και από τις παραλλαγές που κυκλοφορούν τώρα όπως η Omicron - μπορεί να είναι χρήσιμη για την ενίσχυση του ανοσοποιητικού συστήματος με νέες πληροφορίες».
Σε κάθε περίπτωση, τα διαθέσιμα εμβόλια παράγουν ευρεία προστασία έναντι της σοβαρής νόσου που προκαλεί κυρίως το στέλεχος Δέλτα αυτή την περίοδο.