Το φάρμακο σιλδεναφίλη (γνωστότερο με τις εμπορικές ονομασίες «Viagra» και «Revatio») σχετίζεται με σημαντική μείωση του κινδύνου εμφάνισης της νόσου Αλτσχάιμερ, δείχνει αμερικανική μελέτη, αν και οι ερευνητές επισημαίνουν ότι για την επιβεβαίωση των ευρημάτων απαιτούνται περαιτέρω δοκιμές.
Το φάρμακο για τη στυτική δυσλειτουργίας θα μπορούσε έτσι να αποτελέσει μια νέα θεραπευτική επιλογή εναντίον αυτής της ανίατης νευροεκφυλιστικής πάθησης, η οποία αποτελεί την κυριότερη αιτία άνοιας στους ηλικιωμένους παγκοσμίως, πλήττοντας εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρ Φεϊσιόνγκ Τσενγκ του Ινστιτούτου Γονιδιωματικής Ιατρικής της Κλινικής Κλίβελαντ στο Οχάιο, αναφέρουν στο Nature Aging ότι αρχικά συνδύασαν γενετικά και άλλα βιολογικά στοιχεία για να προσδιορίσουν τις βιολογικές «υπογραφές» της νόσου Αλτσχάιμερ.
Στη συνέχεια ανέλυσαν πάνω από 1.600 εγκεκριμένα φάρμακα για να βρουν εκείνα που φαίνεται να ταιριάζουν καλύτερα με το βιολογικό-πρωτεϊνικό «προφίλ» της νόσου. Κατέληξαν να δώσουν μια από τις υψηλότερες βαθμολογίες στη σιλδεναφίλη, κάτι που σημαίνει ότι το εν λόγω φάρμακο φαίνεται να έχει δυνατότητες να επιδράσει θετικά στη νόσο.
Σε ένα επόμενο βήμα, οι επιστήμονες ανέλυσαν ιατρικά και ασφαλιστικά αρχεία για περισσότερους από επτά εκατομμύρια ανθρώπους, και διαπίστωσαν ότι η χορήγηση σιλδεναφίλης σχετίζεται με μείωση κατά 69% στον κίνδυνο διάγνωσης Αλτσχάιμερ σε βάθος εξαετίας.
Η σιλδεναφίλη βρέθηκε να συνδέεται με 55% μικρότερο κίνδυνο Αλτσχάιμερ σε σχέση με το αντι-υπερτασικό φάρμακο losartan (λοζαρτάνη) και κατά 63% σε σχέση με το αντιδιαβητικό μετφορμίνη (και τα δύο αυτά φάρμακα δοκιμάζονται ήδη και κατά της νόσου Αλτσχάιμερ).
Όπως είπε ο Τσενγκ, «βρήκαμε ότι η χρήση σιλδεναφίλης μείωσε την πιθανότητα Αλτσχάιμερ τόσο στα άτομα με στεφανιαία νόσο, υπέρταση και διαβήτη τύπου 2, που όλες είναι συννοσηρότητες οι οποίες σχετίζονται με το Αλτσχάιμερ, όσο και στα άτομα χωρίς τέτοιες παθήσεις».
Η συσσώρευση των πρωτεϊνών βήτα αμυλοειδές και Ταυ στον εγκέφαλο οδηγεί στη δημιουργία παθολογικών πλακών και νευροϊνιδιακών σωρών, δύο χαρακτηριστικών «υπογραφών» της νόσου Αλτσχάιμερ. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι η αλληλεπίδραση μεταξύ του βήτα αμυλοειδούς και της πρωτεΐνης ταυ συμβάλλει στη νευροεκφύλιση του εγκεφάλου περισσότερο από ό,τι καθένας ξεχωριστά από αυτούς τους δύο παράγοντες. Η σιλδεναφίλη, όπως έχει δείξει η έρευνα σε ζώα, στοχεύει ακριβώς σε αυτή την αλληλεπίδραση σε μοριακό επίπεδο.
Οι ερευνητές επεσήμαναν την ανάγκη να πραγματοποιηθούν τυχαιοποιημένες και ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο) κλινικές μελέτες και στα δύο φύλα, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η αποτελεσματικότητα του φαρμάκου κατά της νόσου Αλτσχάιμερ.
Όπως ανέφερε ο δρ Τσενγκ, επειδή τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν προς το παρόν μόνο μια συσχέτιση ανάμεσα στη χρήση σιλδεναφίλης και στην μειωμένη πιθανότητα Αλτσχάιμερ, σχεδιάζεται μια τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή φάσης 2 για να ελέγξει τη σχέση αιτίου-αποτελέσματος και να επιβεβαιώσει τα κλινικά οφέλη του εν λόγω φαρμάκου στους ασθενείς με Αλτσχάιμερ.
Επίσης εξετάζεται η δυνατότητα το φάρμακο να αξιοποιηθεί και σε άλλες νευροεκφυλιστικές παθήσεις όπως η νόσος του Πάρκινσον και η μυατροφική πλευρική σκλήρυνση.