Καθώς η επιστημονική κοινότητα συνεχίζει να μάχεται ενάντια στον κορωνοϊό, νεότερα δεδομένα έρχονται να αναδείξουν τη σχέση του με τις καρδιαγγειακές συννοσηρότητες και την παχυσαρκία και πως οι δύο αυτές οι χρόνιες καταταστάσεις συνεπάγονται αυξημένο κίνδυνο θανάτου.
Συγκεκριμένα, οι ασθενείς με καρδιαγγειακές συννοσηρότητες ή παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο να εμφανίσουν επιπλοκές κατά τη διάρκεια της νοσηλείας και είναι πιο πιθανό να πεθάνουν από τη νόσο COVID-19, βάσει μετα-ανάλυσης του Πανεπιστημίου Magna Graecia στο Καταντζάρο της Ιταλίας.
Στη νέα μελέτη -που διεξήχθη υπό την καθοδήγηση της Jolanda Sabatino και η οποία δημοσιεύεται στο PLOS ONΕ- οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από 21 δημοσιευμένες μελέτες παρατήρησης για 77.317 ασθενείς που νοσηλεύτηκαν με COVID-19 στην Ασία, την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τη στιγμή κατά την οποία διακομίστηκαν στο νοσοκομείο, το 12,89% των ασθενών είχε καρδιαγγειακές συννοσηρότητες, το 36,08% υπέρταση και 19,45% διαβήτη. Επίσης, σε ποσοστό 10,74% ήταν καπνιστές. Και το 41,41% ήταν γυναίκες.
Στη διάρκεια της νοσηλείας παρουσίασε καρδιαγγειακές επιπλοκές ποσοστό 14,09% των ασθενών με COVID-19. Οι πιο συνήθεις επιπλοκές ήταν αρρυθμίες ή αίσθημα παλμών.
Κατά την ανάλυση των δεδομένων, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι προϋπάρχουσες καρδιοαγγειακές συννοσηρότες ή παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου ήταν σημαντικοί δείκτες πρόγνωσης καρδιαγγειακών επιπλοκών. Το ίδιο δεν ίσχυε για την ηλικία και το φύλο.
Η ηλικία και οι προϋπάρχουσες καρδιαγγειακές συννοσηρότητες ή άλλοι παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου αποτελούν από κοινού σημαντικοί δείκτες πρόγνωσης θανάτου του πάσχοντος, κατά τους Ιταλούς επιστήμονες.
Έτερη μελέτη του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Λονδίνου (UCL) έρχεται να καταδείξει την ίδια στιγμή τον αυξημένο κίνδυνο νοσηλείας για τη νόσο COVID-19 που διατρέχουν υπέρβαρα άτομα -ακόμη και περιπτώσεις ενδιάμεσης βαρύτητας παχυσαρκίας.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από εθνική βάση για 330.000 κατοίκους του Ηνωμένου Βασιλείου, τα οποία είχαν αντληθεί μεταξύ 2006 και 2010 και περιλάμβαναν τον δείκτη μάζας σώματος, την αναλογία μέσης-ισχίων, στοιχεία σχετικά με την ηλικία, την εθνικότητα, την κατανάλωση αλκοόλ, το κάπνισμα και τις σωματικές δραστηριότητες.
Παράλληλα είχαν στη διάθεσή τους περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με καρδιαγγειακά νοσήματα, διαβήτη, υπέρταση, καθώς και δείγμα αίματος που περιείχε βιοδείκτες νοσημάτων, τα επίπεδα της χοληστερόλης και της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης.
Ακολούθως προχώρησαν σε διασταύρωση με το μητρώο νοσηλειών για COVID-19 την περίοδο μεταξύ 16 Μαρτίου 2020 και 26 Απριλίου 2020 (κατά τη διάρκεια της περιόδου εκείνης οι έλεγχοι στη Βρετανία γίνονταν μόνο στο νοσοκομείο και σε όσους παρουσίαζαν συμπτώματα, συνεπώς η μελέτη αφορά σε περιπτώσεις νοσηλείας με σοβαρή νόσο COVID-19).
Οι ερευνητές εντόπισαν 640 άτομα (0,2%) από το δείγμα της βάσης δεδομένων τα οποία είχαν εισαχθεί στο νοσοκομείο και διαπίστωσαν συσχέτιση μεταξύ της νοσηλείας και του δείκτη μάζας σώματος (δείκτης μεταξύ 25-30 σημαίνει ότι το άτομο είναι υπέρβαρο, 30 και άνω παχύσαρκο).
Συγκεκριμένα, διαπίστωσαν ότι άτομα με δείκτη μάζας σώματος πάνω από 25 είχαν 40% υψηλότερο κίνδυνο νοσηλείας αφότου έλαβαν παράλληλα υπόψη την ηλικία και το φύλο -δύο ανεξάρτητους παράγοντες κινδύνου για τη νόσο COVID-19.
Για εκείνους που ανήκαν στην κατηγορία των παχύσαρκων ο κίνδυνος ήταν ακόμη μεγαλύτερος φθάνοντας το 70% και άνω. Και για τις περιπτώσεις νοσηρής παχυσαρκίας (δείκτης μάζας σώματος άνω του 35) οι πιθανότητες νοσηλείας υπερδιπλασιάζονταν.
Ο επικεφαλής της έρευνας καθηγητής Mark Hamer κρούει σήμα κινδύνου για τα ευρήματα των στατιστικών μοντέλων για αυξημένο κίνδυνο σοβαρής μορφής νόσου COVID-19 και παχυσαρκίας, δεδομένου, όπως επισημαίνει, ότι τα δύο τρίτα του πληθυσμού στη Δύση είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι.
Η σχετική έρευνα διενεργήθηκε σε συνεργασία με τα Πανεπιστήμια του Σαουθάμπτον και του Εδιμβούργου.