Με αφορμή την πληροφορία για το τουρκικό πλοίο ηλεκτρονικού πολέμου TCG UFUK που κατέγραφε την ελληνογαλλική άσκηση, το ΠΕΝΤΑΠΟΣΤΑΓΜΑ απευθύνθηκε όπως είχε κάνει και προ μηνών μετά τις πρώτες πληροφορίες για το εν λόγω πλοίο, στον πλέον ειδικό επί τέτοιων θεμάτων Υποναύαρχο ε.α. Δημήτρη Τσαϊλά*, ο οποίος και εξηγεί αναλυτικά:
Παρακολουθώντας, αναγνωρίζοντας και αποφασίζοντας
Πριν περίπου ένα χρόνο, ερωτώμενος για τη πρόσκτηση του Ufuk Corvette (A-591), του πλοίου συλλογής πληροφοριών και ηλεκτρονικού πολέμου από την πλευρά της Τουρκίας, είχα αναφέρει ότι εγείρει σημαντικές ανησυχίες σχετικά με τον καλύτερο τρόπο χαρακτηρισμού επιθέσεων και άλλων ειδών απειλών στον κυβερνοχώρο. Αυτή η ανησυχία φάνηκε να παίρνει σάρκα και οστά κατά την τελευταία άσκηση, αφού το Ufuk παρακολουθούσε την κοινή ελληνογαλλική στρατιωτική άσκηση «ARGO-22» που έλαβε χώρα στο κεντρικό Αιγαίο μεταξύ 24 Σεπτεμβρίου και 1ης Οκτωβρίου.
Με την ενεργοποίηση του πλοίου ηλεκτρονικού πολέμου, οι συντάκτες της τουρκικής στρατηγικής πλέον έχουν τη δυνατότητα να ενεργοποιούνται από τις δυνατότητες πληροφόρησης και υποστήριξης αποφάσεων της τεχνητής νοημοσύνης, της μηχανικής αντίληψης και των προηγμένων συστημάτων αισθητήρων, των οποίων το πλεονέκτημα πληροφοριών και αποφάσεων στην ταχύτητα συνάφειας προορίζεται να είναι το αποτέλεσμα.
Οι σωστές και επίκαιρες αποφάσεις, καθώς και η ιδέα ότι ένας διοικητής έχει επίγνωση του όλου σχεδιασμού στο πεδίο μάχης είναι το ζητούμενο κάθε αντιπάλου, αφού θα άρει την ομίχλη του πολέμου μέσω της ενσωμάτωσης νέων τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών.
Όπως φαίνεται, τέτοιες αλλαγές έρχονται ως απάντηση σε νέες απειλές. Ωστόσο, το όραμα για ένα σύγχρονο προηγμένο σύστημα διοίκησης είναι μια ακόμη ενέργεια ενός μακροχρόνιου ονείρου που σχετίζεται με την ενορχήστρωση των στρατιωτικών αποφάσεων παρά κάτι εντελώς πρωτότυπο. Σε τέτοια οράματα, δεν πρέπει να συγχέουμε την τεχνολογική ικανότητα με την ικανότητα διοίκησης και ελέγχου.
Υπό το φως της πρόσφατης παρακολούθησης της ελληνογαλλικής ασκήσεως αξίζει να διερευνήσουμε τη ρητορική που υποστηρίζει η Άγκυρα σε αυτά τα επαναλαμβανόμενα οράματα τεχνολογικής ενεργοποιημένης διοίκησης με το πλοίο ηλεκτρονικού πολέμου και τη χρήση των Drones. Επιπλέον, θα πρέπει να εξετάσουμε τις πρακτικές επιπτώσεις των τεχνολογικών εμποδίων που αντιμετωπίζουν οι τρέχουσες προσπάθειες, καθώς και τους πιθανούς κινδύνους που σχετίζονται με τις υποσχέσεις για ταχύτερες και καλύτερες αποφάσεις.
Οι ημέτερες δυνάμεις εκτιμάται ότι παρακολούθησαν τις τουρκικές κινήσεις και έλαβαν μέτρα παραπληροφόρησης και απόκρυψης πληροφοριών. Δεν πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι νέες τεχνολογίες που σχετίζονται με τη διοίκηση θα φωτίσουν ξαφνικά το πεδίο της μάχης για τους διοικητές που θα οδηγήσουν σε ταχύτατα εκτελούμενες καλύτερες αποφάσεις ή θα οδηγήσουν αναγκαστικά σε αναμενόμενα θετικά στρατιωτικά αποτελέσματα.
Είναι σημαντικό να εξετάζουμε τη ρητορική και τα αποτελέσματα αυτών των προηγούμενων έργων σε συζητήσεις για τα πλεονεκτήματα και τις δυνατότητες μελλοντικών τεχνολογικά προηγμένων συστημάτων διοίκησης.
Οπότε τα ελικόπτερα ROMEO, τα εκσυγχρονισμένα αεροσκάφη P-3 ORION και τα μη επανδρωμένα ελικόπτερα Alpha 900 για το Πολεμικό Ναυτικό είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και πρέπει να δοθεί προτεραιότητα και να επισπευσθεί η ενεργοποίησή τους.
Στο μέλλον με την απόκτηση των νέων φρεγατών Belhara και των κορβετών σε συνεργασία με τα αεροσκάφη Rafale αποκτάμε μια καλύτερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τα δίκτυα επιβιώνουν υπό απειλή ηλεκτρονικού πολέμου. Αυτά τα δίκτυα βασίζονται στη ταχύτητα για τη συλλογή, αποθήκευση και ανάλυση πληροφοριών από διαφορετικές πηγές, ενοποιώντας τις με πύλες μεταξύ των χρηστών.
Αυτό το είδος “δικτυοκεντρικού πολέμου”, επιτρέπει τη συγχώνευση δεδομένων με τη τεχνητή νοημοσύνη, μειώνοντας ταυτόχρονα τους πλεονασμούς και ελαχιστοποιώντας τα σημεία πρόσβασης που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ευπάθειες στο κυβερνοχώρο, μετατρέποντας το Πολεμικό Ναυτικό σε αδιαμφισβήτητη θαλασσοκράτειρα δύναμη του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
*Ο Δημήτριος Τσαϊλάς είναι απόστρατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Είναι επιστημονικός συνεργάτης και ερευνητής του Institute for National and International Security (INIS) και του Think Tank, Strategy International. Δίδαξε επί σειρά ετών στις έδρες Επιχειρησιακής Σχεδιάσεως καθώς και της Στρατηγικής και Ασφάλειας, σε ανώτερους Αξιωματικούς στην Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου