Συνεντεύξεις
Ενημερώθηκε στις:

Καθηγητής Αθανασόπουλος στο ΠΕΝΤΑΠΟΣΤΑΓΜΑ για την άλωση: Η Πόλη θα μπορούσε υπό διαφορετικές συνθήκες να σωθεί εκείνη τη χρονική στιγμή

Συνέντευξη στον Μάνο Χατζηγιάννη 

"Το Βυζάντιο δεν κατόρθωσε ποτέ (ή καλύτερα δεν θέλησε ποτέ) να εκμεταλλευτεί τη θρησκευτική πίστη του προς όφελος του Κράτους" αναφέρει με αφορμή την σημερινή "μαύρη επέτειο" στην αποκλειστική του συνέντευξη στο ΠΕΝΤΑΠΟΣΤΑΓΜΑ, ο ιστορικός Μάριος Αθανασόπουλος, Δρ. Βυζαντινής και Νεότερης Ιστορίας μέλος ΕΔΙΠ στο πανεπιστήμιο Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

Αναλύει τις υπάρχουσες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες της εποχής, την στάση της Δύσης, παραθέτει ιστορικές αναφορές, σχολιάζει την συμπεριφορά κατακτητών και κατακτημένων, συγκρίνει την οθωμανική κατάκτηση με τις δυτικές, αναφέρεται στα αποτελέσματα της άλωσης και στην πρακτική των Οθωμανών έναντι των κατακτημένων λαών, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις δίνει μια τεκμηριωμένη εικόνα αντίθετη με αυτήν, που έχει ο μέσος Έλληνας. 

Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη: 

 

-Κύριε καθηγητά η άλωση της Πόλης ήταν μια υπόθεση προδιαγεγραμμένη, δεδομένης της ισορροπίας δυνάμεων της εποχής ή μπορούσε να είχε αποφευχθεί;  

 

Έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις για το θέμα, συχνά αλληλοσυγκρουόμενες. Είναι γεγονός πως οι συγκυρίες τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, δεν ήταν καθόλου υπέρ του Βυζαντίου. Οικονομικά, το βυζαντινό κράτος είχε καταρρεύσει· η άλωση του 1204 το είχε διαλύσει πλήρως και το είχε καταστήσει στην ουσία μία πόλη-κράτος, η οποία ποτέ δεν συνήλθε από εκείνο το χτύπημα.

Η βυζαντινή κοινωνία είχε πλέον εμπεδώσει πως δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας, γι’ αυτό και είχε επικρατήσει η λογική της αυτοσυντήρησης, εις βάρος ασφαλώς του κοινού καλού και της άμυνας κατά των ποικιλώνυμων εχθρών που έζωναν το κράτος. Πολιτικά, οι συχνότατοι εμφύλιοι (κατά τους οποίους μάλιστα οι αντιμαχόμενοι προσκαλούσαν Τούρκους, Βουλγάρους, Σέρβους και άλλους λαούς για ενίσχυσή τους με εξωφρενικές παραχωρήσεις προς αυτούς), ο εσωτερικός διχασμός μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών (που αρχικά ξεκίνησε ως θρησκευτική διαμάχη, αλλά εν τέλει κατέληξε μία σοβαρή υπαρξιακή διακύβευση για το μέλλον του τόπου) και η αδιαφορία που επέδειξαν πολλοί από τους βασιλείς της δυναστείας των Παλαιολόγων να αναδιοργανώσουν και να ανανεώσουν το κράτος που –σύμφωνα με την κρατούσα πολιτική κοσμοθεωρία των Βυζαντινών– τους είχε εμπιστευθεί ο ίδιος ο Θεός, συνετέλεσαν, ώστε τις παραμονές της Αλώσεως κανείς να μην πιστεύει ότι θα κατάφερναν να επιβιώσουν.

Η Δύση, παρότι την κατηγορούμε πως δεν συνέδραμε αποφασιστικά για τη σωτηρία της Πόλης, κατατρυχόταν από έναν εξοντωτικό και μακροχρόνιο πόλεμο εκείνη την εποχή μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας («Εκατονταετής πόλεμος») που συμπτωματικά έληξε την ίδια χρονιά που κατακτήθηκε η Κωνσταντινούπολη (1453). Πλήρως αποδυναμωμένη ήταν επίσης και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, εξαιτίας μεγάλων αναταράξεων στους κόλπους της, που είχαν οδηγήσει στο λεγόμενο «Μεγάλο Σχίσμα» και στην ύπαρξη δύο ή και τριών παπών ταυτόχρονα, οι οποίοι ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλον.

Επιπλέον, θα πρέπει να σημειώσω και τούτο: το Βυζάντιο, παρά τις περί του αντιθέτου απόψεις, υπήρξε ίσως η μοναδική «αυτοκρατορία» στην ανθρώπινη ιστορία που είχε ειλικρινά φιλειρηνικές διαθέσεις για τους γείτονές του και για τούτο απέφευγε τους κατακτητικούς πόλεμους· οι Βυζαντινοί, ως συνεχιστές του ρωμαϊκού κράτους, υπερασπίστηκαν με πάθος τα σύνορα που κληρονόμησαν, αλλά ουδέποτε προσπάθησαν να επεκταθούν πέραν αυτών, ακόμα και όταν τους δόθηκε η ευκαιρία (για παράδειγμα, ακόμα και σε περιόδους μεγάλης στρατιωτικής ακμής, ποτέ δεν πέρασαν τον Δούναβη για να επεκταθούν βορειότερα, ούτε εκμεταλλεύτηκαν τη μεγαλειώδη νίκη τους επί των Περσών για να τους κατακτήσουν ολοκληρωτικά).

Κι όλ’ αυτά, επειδή το Βυζάντιο δεν κατόρθωσε ποτέ (ή καλύτερα δεν θέλησε ποτέ) να εκμεταλλευτεί τη θρησκευτική πίστη του προς όφελος του Κράτους· τη στιγμή που οι δύο βασικότεροι αντίπαλοί του έθεταν τη θρησκεία τους στην υπηρεσία των πολιτικο-στρατιωτικών επιδιώξεών τους (οι δυτικοί χριστιανοί με τις Σταυροφορίες και οι μουσουλμανικοί λαοί της Ανατολής με τη τζιχάντ), το Βυζάντιο δεν μπήκε καν στον κόπο να «εφεύρει» μια αντίστοιχη ιδεολογία, επενδεδυμένη με τον απαραίτητο θρησκευτικό μανδύα («ιερός πόλεμος»), θεωρώντας την ως απάδουσα των χριστιανικών ηθών που πρέσβευε (ο γάλλος ιστορικός Φερνάν Μπρωντέλ σημειώνει επιγραμματικά για το θέμα την εξής εντυπωσιακή φράση: «απουσία εποικοδομητικού μίσους»).

Το γεγονός αυτό εμπόδισε την κινητοποίηση μεγαλύτερων αριθμών εθελοντών για την υπεράσπιση των συνόρων του βυζαντινού κράτους και εξανάγκασε τη διοίκηση να στραφεί στην από κάθε άποψη ασύμφορη λύση των μισθοφόρων. Ο Νικηφόρος Φωκάς για παράδειγμα, ένας στρατιωτικός βασιλιάς που είχε αντιληφθεί από πολύ νωρίς τον κίνδυνο, είχε προτείνει στην Εκκλησία την αγιοποίηση όσων στρατιωτικών έπεφταν στα πεδία των μαχών. Με αυτόν τρόπο πίστευε πως θα ενίσχυε το ηθικό του στρατού του, ο οποίος θα μαχόταν με περισσότερη ορμή και πίστη στην τελική νίκη. Η Εκκλησία, μόλις έλαβε γνώση του αιτήματος αυτού, το απέρριψε μετά βδελυγμίας, σημειώνοντας πόσο αυτό απείχε από τις βασικότερες διδασκαλίες του Χριστού!

Μοιραία λοιπόν υπέκυψε στον κατά πολύ ισχυρότερο αντίπαλο. Βέβαια, το βυζαντινό κράτος είχε βρεθεί αντίστοιχα σε δεινή θέση αρκετές φορές στο παρελθόν, καταφέρνοντας να «ανανήψει»: οι επιδρομές των βαρβαρικών λαών στο Βυζάντιο τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του, η σωτηρία της Κωνσταντινούπολης τη στιγμή που ο Ηράκλειος αντιμετώπιζε τους Πέρσες στα βάθη της Ανατολής, η ανασύσταση του κράτους μετά την ανάκτηση της Πόλης το 1261, η σωτηρία της βυζαντινής πρωτεύουσας από την πολιορκία του Βαγιαζήτ και στη συνέχεια η συντριβή του από τον Ταμερλάνο τη στιγμή που ήταν έτοιμος να την κατασπαράξει, είναι μερικά μόνο τέτοια παραδείγματα.

Επιστρέφοντας λοιπόν στο αρχικό ερώτημά σας, φρονώ πως ναι, η Πόλη θα μπορούσε υπό διαφορετικές συνθήκες να σωθεί εκείνη τη χρονική στιγμή, αλλά κι αν αυτό συνέβαινε, το τέλος της ήταν πλέον προδιαγεγραμμένο. Θύμιζε –για να μιλήσω με πιο «επίκαιρα» επιχειρήματα– έναν γέροντα, που βρισκόταν στην εντατική πάσχοντας από πολλά υποκείμενα νοσήματα, τον οποίο έπληξε εν τέλει ο κορονοϊός και τον αποτελείωσε…  

 

-Για τον ελληνισμό ποιες ήταν οι βραχυχρόνιες και ποιες οι μακροχρόνιες επιπτώσεις;  

Το γεγονός της Άλωσης υπήρξε πραγματικά συγκλονιστικό για όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Σέρβου ηγεμόνα Γεώργιου Μπράνκοβιτς, ο οποίος –σύμφωνα με τις σερβικές πηγές– μόλις  πληροφορήθηκε την είδηση, κλείστηκε στο ιδιαίτερο δωμάτιό του αρνούμενος να επικοινωνήσει με οποιονδήποτε για τρεις ημέρες! Πολύ περισσότερο βέβαια συγκλονίστηκε ο ελληνισμός, ο οποίος υπέστη ένα ισχυρό σοκ μόλις έγινε γνωστή η άλωση της Κωνσταντινούπολης.

Σε πρώτο επίπεδο τα πάντα νέκρωσαν και οι ελληνικοί πληθυσμοί έμειναν αμήχανοι για αρκετόν καιρό. Η επικράτηση των αλλοθρήσκων μουσουλμάνων στα μάτια πολλών, σήμαινε και την επικράτηση του Μωάμεθ επί του Χριστού. Έτσι εντάθηκαν οι μεταστροφές στο Ισλάμ που είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, κυρίως από πλούσιους γαιοκτήμονες που στο «ισοζύγιο αξιών» τους, τα πλούτη βάραιναν περισσότερο από την πίστη. Εντούτοις, η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνισμού δέχθηκε καρτερικά τα νέα δεδομένα.

Παρότι οι χριστιανικοί πληθυσμοί του οθωμανικού κράτους κατέπεσαν στο καθεστώς του ραγιά (του φόρου υποτελή στον σουλτάνο δηλαδή) και υφίσταντο καθημερινά εξευτελισμούς και δεινά που είναι δύσκολο ακόμα και να φανταστεί κανείς σήμερα, διατήρησαν την πίστη τους, διατήρησαν την εθνική τους υπόσταση, και ύστερα από μια σύντομη περίοδο ενδοσκόπησης, επέστρεψαν δυναμικά στην ιστορία, με βασικό στήριγμα την ορθόδοξη πίστη τους, την οποία είχε αναλάβει να υπερασπίζεται ο Πατριάρχης του Γένους στην Κωνσταντινούπολη. Η μακροχρόνια συγκατοίκηση με τους Οθωμανούς Τούρκους και οι αλληλεπιδράσεις που οπωσδήποτε έλαβαν χώρα, διαμόρφωσαν έναν νέο χαρακτήρα στους ελληνικούς πληθυσμούς, που θύμιζαν περισσότερο ανατολίτες. Η παροιμιώδης ανατολίτικη ραθυμία έγινε πλέον κτήμα και πολλών Ελλήνων, ενώ η αίσθηση ότι το κράτος (το «ντοβλέτι») είναι εχθρικό και επομένως θα πρέπει διαρκώς να προσπαθούμε να το «γελάσουμε», μας συνοδεύει ως τις μέρες μας.

Η αποχή δε από βιομηχανικές δραστηριότητες (οι Οθωμανοί ήταν εκ πεποιθήσεως «αλλεργικοί» σε οποιεσδήποτε αλλαγές), οδήγησε πολλούς Έλληνες να προτιμήσουν τον πλουτισμό μέσω του εμπορίου και της ναυτιλίας, τομείς για τους οποίους οι ίδιοι οι Οθωμανοί ήταν αδιάφοροι. Επιπλέον, η απομάκρυνση από τις πάσης φύσεως εξελίξεις (οικονομικές, πολιτικές, επιστημονικές κ.ά.) που έλαβαν χώρα στη δυτική Ευρώπη κατά τη μακρά περίοδο της δουλείας, οδήγησαν σε μια ευεξήγητη (μέχρι ενός σημείου βέβαια) δουλοπρέπεια και αίσθηση κατωτερότητας έναντι του «ξένου». Η περιγραφή θυμίζει αρκετά τον πρωταγωνιστή του θεάτρου σκιών, του συμπαθούς κατά τ’ άλλα Καραγκιόζη, ο οποίος παρουσιάζεται με όλα τα προηγούμενα χαρακτηριστικά.

 

-Για τη Δύση τι συνέπειες είχε η πτώση της Κωνσταντινούπολης;  

Οι δυτικοί λαοί, με το άκουσμα της πτώσης της Βασιλεύουσας, διχάστηκαν· πολλοί απ’ αυτούς, με φαρισαϊκό πνεύμα, «είδαν» στο γεγονός αυτό τη θεϊκή τιμωρία εξαιτίας της «αιρετικής» επιμονής των χριστιανών της Ανατολής. Το γεγονός αυτό συνοψίζεται στη συγκλονιστική φράση ενός δυτικού ανθρωπιστή, ο οποίος μεταξύ άλλων, έγραψε τα εξής: «Haeresis castigata-Troia vindicata», δηλαδή «Η αίρεση τιμωρήθηκε-Η Τροία εκδικήθηκε». Αποτελεί κοινό τόπο η επισήμανση ότι ο πάπας είχε συναρτήσει την όποια βοήθεια προς τη χειμαζόμενη Κωνσταντινούπολη με την υποταγή ουσιαστικά της Ορθοδοξίας στην παπική εξουσία.

Υπήρξαν ωστόσο και πολλοί δυτικοί ηγεμόνες, οι οποίοι διαχώρισαν τη θέση τους και απέδωσαν την Άλωση στην ολιγωρία που επέδειξε ο πάπας. Ο βασιλιάς της Αραγωνίας Αλφόνσος Ε’ για παράδειγμα, υποδείκνυε ως μοναδικό υπαίτιο γι’ αυτή τη συμφορά τον ηγέτη της δυτικής χριστιανοσύνης, εκφράζοντας τη δική του απορία αλλά και πολλών άλλων δυτικών ηγεμόνων, γιατί δεν συνέδραμε την Κωνσταντινούπολη εκείνη τη δύσκολη στιγμή. Μάλιστα δήλωνε ξεκάθαρα πως ακόμα και τότε, υπήρχε χρόνος για μια σταυροφορία που θα αντιμετώπιζε αποφασιστικά τους Οθωμανούς. Σε αντίθετη περίπτωση, θεωρούσε πως το θέμα θα εξελισσόταν σε ένα κατάφωρο σκάνδαλο με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον πάπα. Η συνέχεια είναι γνωστή: αναιμικές προσπάθειες της δυτικής χριστιανοσύνης να αναχαιτίσει την προελαύνουσα οθωμανική δύναμη και αποτυχία τους.

-Γιατί οι Τούρκοι δεν συνέχισαν τον επεκτατισμό τους στην ηπειρωτική Ευρώπη;  

Η κατακτητική ορμή των Οθωμανών «διήνοιξε τους οφθαλμούς» και στη Δύση, η οποία στη συνέχεια δεν άργησε να αντιληφθεί το προφανές· ότι δηλαδή μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης είχε έρθει η δική της σειρά. Ο εχθρός έφτασε μέχρι τα πρόθυρα της Βιέννης και την πολιόρκησε δύο φορές (το 1529 και το 1682), γεγονός που ανάγκασε τη Δύση να δει με μια άλλη ματιά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και τη δουλεία των «αιρετικών» Ελλήνων (ο μετέπειτα πάπας Πίος Β’ θα σημειώσει σε μια του επιστολή για την Πόλη: «φημισμένη πόλη, κεφαλή της Ανατολής, κορυφή της Ελλάδος, έδρα της αυτοκρατορίας και του μεγάλου Πατριάρχη» και ακολούθως θα εκφράσει την οδύνη του για τις βεβηλώσεις των ναών που έλαβαν χώρα κατά την Άλωση και τον αποτροπιασμό του για την τύχη που είχαν τα λείψανα των αγίων).

Μόλις το 1571 οι Δυτικοί θα συνασπιστούν αποτελεσματικά και θα αντιμετωπίσουν για πρώτη φορά επιτυχώς τους Οθωμανούς με τη ναυμαχία της Ναυπάκτου. Βέβαια, η άλωση της Κωνσταντινούπολης επιτάχυνε και τις μεγάλες ανακαλύψεις του 15ου αιώνα, καθώς οι δρόμοι προς την Ανατολή έκλεισαν για τους δυτικούς εμπόρους ή κατέστησαν οικονομικά ασύμφοροι. Το γεγονός ανάγκασε τους λαούς της Ευρώπης να αναζητήσουν νέους δρόμους προς την Ανατολή είτε περιπλέοντας την Αφρική είτε πλέοντας δυτικότερα και ανακαλύπτοντας μια νέα ήπειρο το 1492, την Αμερική. Οι οικονομικές ισορροπίες από εκείνη τη στιγμή στην Ευρώπη άλλαξαν· οι ιταλικές πόλεις παρήκμασαν (Βενετία, Φλωρεντία κ.ά.) και νέες, αποικιοκρατικές δυνάμεις ήρθαν στο προσκήνιο (Ισπανία, Πορτογαλία, Αγγλία κ.λπ.).                  

 

-Μπορεί να συγκριθεί η άλωση της Πόλης με την Ιερουσαλήμ και τις χρόνιες αντιμαχίες Σταυροφόρων-Ισλάμ;  

Υπάρχουν πολλές αλώσεις πόλεων που θα μπορούσε κανείς να αντιπαραβάλει σε εκείνη της Κωνσταντινούπολης. Μια απ’ αυτές ήταν οπωσδήποτε και αυτή των Ιεροσολύμων από τους δυτικούς σταυροφόρους. Οι ωμότητες που περιγράφονται από διάφορους ιστορικούς της Δύσης, δεν αφήνουν περιθώριο παρερμηνειών. Ωστόσο τα Ιεροσόλυμα –εν συγκρίσει με την Κωνσταντινούπολη– ήταν ό,τι είναι σήμερα η Αθήνα και μια μεγάλη και ιστορική επαρχιακή πόλη της Ελλάδας. Τα μεγέθη δεν είναι δηλαδή συγκρίσιμα. Συγκρίσιμη είναι μόνο η αντιμετώπιση των νικητών προς τους ηττημένους, αλλά αυτό νομίζω ότι είναι κοινός τόπος σε όλες τις κατακτήσεις πόλεων εκείνη την εποχή, ανεξαρτήτως θρησκευτικής πίστης, εθνικότητας κ.λπ.

Η φράση «ουαί τοις ηττημένοις» που έχει ειπωθεί από τα ρωμαϊκά κιόλας χρόνια, συνοδεύει την ανθρωπότητα μέχρι και σήμερα.    

 

-Ποια είναι τελικά η τεκμηριωμένη αλήθεια για τον τρόπο με τον οποίο οι κατακτητές Τούρκοι έδρασαν μετά την ιστορική εκείνη κατάκτηση της «Βασιλεύουσας»;

Οι Οθωμανοί Τούρκοι (και πριν απ’ αυτούς οι Άραβες), παρά την περί του αντιθέτου άποψη πολλών συμπατριωτών μας, υπήρξαν ιδιαίτερα ευφυείς όσον αφορά τον τρόπο διοίκησης του αχανούς κράτους που δημιούργησαν με τη δύναμη των όπλων. Σε αυτό συνέβαλε αποφασιστικά και η θρησκευτική τους πίστη.

Το Κοράνιο επιτάσσει σεβασμό στις θρησκείες της Βίβλου (εβραϊκή και χριστιανική) και οι θρησκευτικές παραδόσεις των μουσουλμάνων επισημαίνουν πως πριν ξεκινήσει η πολιορκία μιας πόλης, θα πρέπει να προτείνεται στους κατοίκους της η παράδοση, με δέλεαρ τη συνέχιση της πάσης φύσεως καθημερινότητάς τους (θρησκευτικής, πολιτικής, κοινωνικής κ.λπ.). Μόνο εφόσον αντισταθεί μια πόλη, έχει δικαίωμα ο πολιορκών να την καταστρέψει και να της φερθεί κατά βούληση. Αρχικά βέβαια ξεχύθηκαν με το ξίφος για να συντρίψουν τους «απίστους» και να προβούν στο ιερό τους καθήκον («τζιχάντ»).

Σταδιακά όμως αντιλήφθηκαν (για πρακτικούς κυρίως λόγους) πως θα έπρεπε να βάλουν τα σπαθιά στο θηκάρι· εάν σφαγίαζαν όσους τους αντιστέκονταν και εξισλάμιζαν όσους είχαν αδύναμο χαρακτήρα, ποιος θα πλήρωνε τους φόρους για να υφίσταται το κράτος τους; Ποιος θα εκτελούσε χρέη δούλου για λογαριασμό τους; Έτσι επέλεξαν μια πιο ήπια πρακτική, μια πρακτική «ανοχής» προς τους χριστιανικούς πληθυσμούς που κατακτούσαν, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο τα συμφέροντά τους.

Με αυτόν τον ευφυή τρόπο οι Οθωμανοί κατέκτησαν πολλές πόλεις, χωρίς να σπαταλήσουν πολύτιμο γι’ αυτούς μουσουλμανικό αίμα, επιτρέποντας στους υποτελείς τους να διατηρήσουν τις θρησκευτικές τους αρχές και κάποια περιουσιακά στοιχεία.

Ουσιαστικά, σε μια πόλη που παραδινόταν, οι αλλαγές ήταν σχετικά μικρές· πέραν της αλλαγής στη διοίκηση και της απόσπασης των σημαντικότερων ναών για λογαριασμό των νέων κυριάρχων, σχεδόν τίποτε άλλο δεν διατάρασσε την ησυχία των ραγιάδων. Στη δε Κωνσταντινούπολη, από την πρώτη στιγμή επέλεξαν νέο πατριάρχη, στον οποίο μάλιστα, πέραν των συνήθων εκκλησιαστικών προνομίων, ανέθεσαν και πολιτικά, διοικητικά και δικαστικά, καθιστώντας τον «μιλλέτ μπασί» των χριστιανών («κεφαλή του Γένους»).

Εμείς βέβαια έχουμε διαφορετική γνώμη για όλα αυτά, και εν μέρει καλώς την έχουμε, γιατί δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η οθωμανική αυτοκρατορία υπήρξε ένα αχανές κράτος, το οποίο διαχρονικά έπασχε από συντονισμό στη διοίκησή του. Ο εκάστοτε σουλτάνος αγνοούσε συνήθως τι συνέβαινε στις επαρχίες του κράτους του, και μόνο εάν ξεσπούσε μια επανάσταση ενδιαφερόταν γι’ αυτές. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η ομαλή μεταφορά και συγκέντρωση των φόρων από τους ραγιάδες. Η παροιμία που χρησιμοποιεί σε κάποια από τις διδασκαλίες του ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός για τους Τούρκους, είναι χαρακτηριστική: «Τούρκον είδες; Άσπρα [χρήματα] θέλει. Κι άλλον είδες; Κι άλλα θέλει»!

Ένας οθωμανός τοπάρχης, αποτελούσε την πηγή της δικαιοσύνης στην περιοχή ευθύνης του και είχε τη δυνατότητα να συμπεριφέρεται με τον χειρότερο τρόπο στους υπόδουλους χριστιανούς, πότε αφαιρώντας έναν ναό απ’ αυτούς, πότε εκτελώντας όποιον τολμούσε να αντισταθεί στην εξουσία του, πότε κλείνοντας με αυθαίρετο τρόπο ένα σχολείο που λειτουργούσε (βλ. «κρυφό σχολειό»).

Οι Δυτικοί αντίθετα, από «ιεραποστολικό» ζήλο, σε όποιες ελληνικές περιοχές έλαβαν την εξουσία, καλλιέργησαν εξαρχής σχέσεις μίσους με τους υπόδουλους, καθώς προσπάθησαν διά της βίας να εκλατινίσουν τους ορθόδοξους πληθυσμούς, εκδιώκοντας τον ανώτερο κλήρο. Μπορεί οι ελευθερίες που απολάμβαναν οι Έλληνες στις βενετοκρατούμενες περιοχές για παράδειγμα να ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερες από εκείνες των Ελλήνων στις τουρκοκρατούμενες, ωστόσο το θρησκευτικό στοιχείο εκείνη την εποχή υπερίσχυε του εθνικού και κάθε άλλου, με αποτέλεσμα η τελική σύγκριση να ευνοεί την τουρκική κατάκτηση από τη δυτική.

Επειδή ίσως η απάντησή μου να ξενίσει ορισμένους, θα ήθελα να διευκρινίσω και κάτι επιπλέον. Η σχετικά ήπια αντιμετώπιση των υπόδουλων πληθυσμών εφόσον δεν αντιδρούσαν στην εξουσία των Οθωμανών και κατέβαλλαν εγκαίρως τους φόρους τους, δεν αναιρεί τον έμφυτο πόθο των ραγιάδων για ελευθερία και τις δεκάδες επαναστάσεις που οργάνωσαν για να αποτινάξουν τον ζυγό των Τούρκων από πάνω τους, καθώς και τη δράση ενόπλων σωμάτων που διεκδικούσαν την ελευθερία για τους ίδιους και τους ομοεθνείς τους («κλέφτες»).

Πολλοί μάλιστα συνάδελφοι ιστορικοί, στο πλαίσιο της «νέας ιστορίας», αποφεύγουν να μιλούν για «τουρκοκρατία», επιλέγοντας τον πιο «πολιτικά ορθό» όρο «οθωμανική περίοδος». Κάτι τέτοιο κατά τη γνώμη μου είναι εκτός από επιστημονικά λανθασμένο, και επικίνδυνο, καθώς δικαιώνει τη μονίμως αναθεωρητική Τουρκία, την οποία βλέπουμε να καταπατά βάναυσα τα δικαιώματα των αδελφών μας Κυπρίων και να αναζητά διαρκώς και με επιθετικό τρόπο την αναθεώρηση των υφιστάμενων συνόρων προς όφελός της.

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ