Ο Ιωάννης Βουλπιώτης έχει συνδέσει το όνομα του με την εταιρεία Siemens, με την τηλεφωνία στην Ελλάδα, με τις συνεργασίες που είχε με τις κατοχικές και μετά-κατοχικές κυβερνήσεις της χώρας.
Γεννήθηκε στην Ευρυτανία το 1902. Στα εφηβικά του χρόνια είχε καθηγητή τον Δημήτριο Γληνό, μετέπειτα εμβληματικό στέλεχος του ΕΑΜ, που τον αποκαλούσε «παιδί-θαύμα», και με τον οποίο διατήρησαν άριστες σχέσεις αλληλοεκτιμήσεως και συνεργασίας στα χρόνια που ακολούθησαν.
Μετά το Γυμνάσιο, ο Βουλπιώτης έφυγε για τη Γερμανία. Σπούδασε φιλοσοφία και ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχο, αλλά τελικά τον κέρδισε η ηλεκτρονική μηχανολογία. Αφού ολοκλήρωσε το Technische Universität München] και εκπόνησε δύο διδακτορικά, η καριέρα του ξεκίνησε την εκτόξευση της.
Ο Βουλπιώτης προσλήφθηκε στον επιχειρηματικό όμιλο A.E.G.-Siemens-Telefunken. Πριν τα 30 του, είχε ήδη αναλάβει τις διεθνείς σχέσεις της εταιρείας και τη διεύθυνση του ερευνητικού τμήματος, ως πληρεξούσιος διευθυντής από το 1930. Το 1936, σε μια Γερμανία η οποία είχε ήδη σαρωθεί από την απειλή του εθνικοσοσιαλισμού, συνάντησε για πρώτη φορά τον Αδόλφο Χίτλερ, ο οποίος εντυπωσιασμένος από τις γνώσεις του Βουλπιώτη στην τεχνολογία, του ζήτησε να συντάξει μια έκθεση για την αξιοποίηση της τηλεόρασης ως μέσο επιρροής σε άλλες χώρες.
Ο Χίτλερ τον χαίρετησε δια θερμότατης χειραψίας. Χρόνια αργότερα ο καθηγητής Βουλπιώτης περιγράφοντας το περιστατικό στην κόρη του, είχε μια δικαιολογία για τον εαυτό του: «δεν μπορείς να καταλάβεις, για μένα ήταν δουλειά...».
Ο ίδιος ο Καρλ Φρίντριχ Ζίμενς τον εκτιμούσε σε τέτοιο βαθμό, που είχε δώσει τη συναίνεση του, ώστε ο Βουλπιώτης να παντρευτεί την κόρη του, Ανίτα. Ο γάμος έγινε, αλλά δεν «στέριωσε» ποτέ. Θρυλείται πως η ψυχική υγεία της θυγατέρας των Ζίμενς ήταν αρκετά εύθραυστη.
Το 1938, ο Βουλπιώτης εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ανέλαβε τα ηνία ως γενικός πληρεξούσιος της Siemens και της Telefunken. Μέσω της κοινοπραξίας Siemens & Halske και AEG, διαπραγματεύτηκε με την ελληνική κυβέρνηση τη δημιουργία ραδιοφωνικών σταθμών σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Κέρκυρα. Επιπλέον, ίδρυσε την Ανώνυμη Ελληνική Τηλεφωνική Εταιρεία (Α.Ε.Τ.Ε.), που αποτέλεσε τον πρόδρομο του ΟΤΕ, και την Ανώνυμη Ελληνική Ραδιοφωνική Εταιρεία (Α.Ε.Ρ.Ε.), πρόδρομο της ΕΡΤ.
Είχε ελληνική και γερμανική υπηκοότητα, ήταν ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας, που φρόντιζε να διατηρεί ανοικτή γραμμή με την ελληνική κυβέρνηση ανεξαρτήτως ιδεολογικού χρώματος και ενίοτε να προνοεί για κάποιο «δωράκι» τεχνολογίας στις συναλλαγές του με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα. Πολιτικά, δεν έκρυβε πως ήταν εθνικιστής και αντικομμουνιστής. Ακόμα και ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς, που θρυλείται πως δεν τον εμπιστευόταν απόλυτα, ήθελε να διατηρεί καλές σχέσεις μαζί του.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος
Τον Οκτώβριο του 1940, στις παραμονές της Ιταλικής επιθέσεως κατά της Ελλάδος, ταξίδεψε στο Βερολίνο ως απεσταλμένος της Ελληνικής κυβερνήσεως σε μια προσπάθεια να αποτραπούν τα σχέδια του Μπενίτο Μουσολίνι και του Τσιάνο. Ο Βουλπιώτης και ο διπλωμάτης Αλέξης Κύρου απευθύνθηκαν στη Δήμητρα Μεσσάλα, τη σύζυγο του εθνικοσοσιαλιστή καλλιτέχνη Άρνο Μπρέκερ, όμως η διαμεσολάβηση του δεν απέδωσε καρπούς.
Στη συνέχεια, τον Γενάρη του `41, ο Βουλπιώτης φαίνεται πως είχε επαφές με Γερμανούς διπλωμάτες στο σπίτι του, θέλοντας να μεσολαβήσει,ώστε να αποτραπεί η έφοδος του στρατού του Χίτλερ στην Ελλάδα. Το σπίτι του παρακολουθούνταν από πράκτορες του υπουργού Ασφαλείας Κώστα Μανιαδάκη. Τον Απρίλιο του `41, η εισβολή είχε ξεκινήσει. Ο Βουλπιώτης καλούνταν να αναπροσαρμόσει τα σχέδια του και να «επιβιώσει» επαγγελματικά.
Στο ξεκίνημα του πολέμου, ο γενικός πληρεξούσιος της Siemens στην Ελλάδα βρίσκεται κοντά με τον «φιλέλληνα» πρεσβευτή (ως το φθινόπωρο του 1943) του Γ΄ Ράιχ στην Αθήνα, Γκύντερ Αλτενμπουργκ, και με τον ναύαρχο Χανς Βίλχελμ Κανάρις, επικεφαλής της Διεύθυνσης Κατασκοπείας και Αντικατασκοπείας του Γ΄ Ράιχ (προς το τέλος του πολέμου έπεσε σε δυσμένεια και απαγχονίστηκε από τους εναπομείναντες Ναζί με την κατηγορία της προδοσίας).
Η φανατικά γερμανόφιλη δημοσιογράφος Σίτσα Καραϊσκάκη (είχε διατελέσει και προσωπική βοηθός του Γιόζεφ Γκέμπελς) και επικεφαλής της γερμανικής προπαγάνδας στην Ελλάδα, ήταν επίσης στο περιβάλλον των στενών επαφών του Βουλπιώτη. Η Καραϊσκάκη μεταπολεμικά καταδικάστηκε εις θάνατον για προπαγάνδα υπέρ των κατακτητών, διέφυγε, όμως, στη Γερμανία και τελικώς αμνηστεύθηκε.
Ο Βουλπιώτης, ο οποίος κατά την τρίτη δοσιλογική κυβέρνηση της κατοχής (Γ.Ράλλη) εθεωρείτο πλέον «υπερ-πρωθυπουργός, ήταν ο ισχυρότερος Ελληνόφωνος παράγων της Κατοχής. Στο πολυτελέστατο διαμέρισμά του επί της Βασιλίσσης Σοφίας, απέναντι από τη γερμανική πρεσβεία και την τεράστια σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό στο μπαλκόνι της, φιλοξενούσε αξιωματούχους και διπλωμάτες του Γ’ Ράιχ. Ο Δ. Κούκουνας γράφει:
«Είχε τέτοια ισχύ, ώστε ένα απλό τηλεφώνημά του σε γερμανική υπηρεσία ήταν αρκετό, για να αρθεί ένα μέτρο των κατοχικών Αρχών ή για να απελευθερωθεί ένας κρατούμενος». Και συνεχίζει παρακάτω: «Χάρη σε παρεμβάσεις του Βουλπιώτη επιτεύχθηκε η διάσωση διαφόρων επωνύμων ή μη προσώπων που βρίσκονταν στα χέρια των κατακτητών ή διώκονταν, μεταξύ των οποίων του Γεωργίου Παπανδρέου, του στελέχους του Ζέρβα Δ. Αντωνόπουλου- Μπέη, του γιου του Αχ. Κύρου, του Ναύαρχου Τσάτσου και άλλων».
Ήταν επίσης ο άνθρωπος που επινόησε τα τάγματα ασφαλείας
Πατώντας πάνω στη γνωστή δικαιολογία πολλών Ελλήνων συνεργατών με τις δυνάμεις Κατοχής, για την απειλή «κομμουνιστικού κινδύνου» και την αποφυγή της, ο Βουλπιώτης βρήκε τη λύση στο πρόβλημα, και έμεινε αμετανόητος ως προς αυτή.
Από το blog της Ισαβέλλας Παλάσκα, κόρης του Βουλπιώτη από τη δεύτερη σύζυγο του, την Έλεν Ευγενίδη, καταγράφουμε τα παρακάτω, όπως τα αφηγήθηκε στον ιστορικό Δημοσθέη Κούκουνα:
«ΝΑΙ, ΕΓΩ ΕΙΧΑ ΤΗΝ ΙΔΕΑ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΕΠΙ ΚΑΤΟΧΗΣ ΤΑ ΤΑΓΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ!»
«Αυτή ήταν η φράση που επί λέξει μού είπε ο Γιάννης Βουλπιώτης, όταν τον πρωτογνώρισα πριν σαράντα και πλέον χρόνια. Μια ευθεία απάντηση σ' ένα σαφές ερώτημα, σ' ένα από τα πρώτα που του έθεσα, όταν τον συνάντησα για πρώτη φορά».
«Αλλά, αγαπητέ μου, η ιδέα για τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας στηριζόταν αποκλειστικά και μόνο στην προστασία του αστικού καθεστώτος, δηλαδή στη μη κομμουνιστικοποίηση της Ελλάδος όταν κάποια στιγμή θα απελευθερωνόταν από τους κατακτητές. Πράγματι έγιναν παρεκτροπές και ακόμη θα έλεγα εγκληματικές πράξεις. Τέτοια όμως έγιναν και από την άλλη πλευρά, μάλιστα κατά κόρον, με τις δολοφονίες αθώων πολιτών.
Θελήσαμε, με τη συνεργασία εγνωσμένου κύρου πολιτικών ανδρών, όπως οι Πάγκαλος, Σοφούλης, Γονατάς και πολλοί άλλοι, ιδίως δε ο αείμνηστος πολιτικός Ιωάννης Ράλλης, να διασώσουμε την Ελλάδα. Και την διασώσαμε, διότι οι κομμουνιστές όταν ήρθε η ώρα της Απελευθερώσεως δίστασαν να καταλάβουν την πρωτεύουσα ενώπιον του αντιπάλου δέους, δηλαδή των Ταγμάτων Ασφαλείας. Υπό την έννοια αυτή, εκ του αποτελέσματος, δικαιωθήκαμε όσοι είχαμε αυτή την ιδέα και αυτή την πεποίθηση. Ποιος μπορεί να έχει αντίρρηση ότι με τα Τάγματα Ασφαλείας δεν διασώσαμε το αστικό καθεστώς και δεν αφήσαμε την Ελλάδα να γίνει στάχτη; Αυτή είναι η αλήθεια...»
Στο τέλος του πολέμου
Όπως κάθε επιχειρηματίας που πάσχιζε να θωρακίσει τα συμφέροντα του και να επιβιώσει υπαρξιακά και επιχειρηματικά, όταν η Αντίσταση άρχισε να σημειώνει νίκες, και όταν διαφαινόταν πως οι Σύμμαχοι μπορούσαν να σβήσουν τον εφιάλτη του Γ' Ραιχ από την Ευρώπη, ο Βουλπιώτης έδειχνε διάθεση να περάσει στην αντίπερα όχθη.
Είχε δοσοληψίες με τον ΕΔΕΣ (Εθνικό Δημοκρατικό Ελληνικό Σύνδεσμο), και μεταξύ αυτών, αναφέρεται πως είχε προσλάβει ως ιδιαιτέρα γραμματέα του στην ΑΕΡΕ τη σύζυγο του ιδρυτή της οργάνωσης Ναπολέοντα Ζέρβα. Στις 11 Νοεμβρίου 1945, ο «Ριζοσπάστης» μεταφέρει ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα Άγγλου πράκτορα, που λέει τα εξής:«Τώρα που ο Βουλπιώτης βλέπει πώς θα νικήσουν οι Σύμμαχοι, άρχισε τις ερωτοτροπίες με διάφορες οργανώσεις της αντίστασης… Σύμφωνα με όσα λέει ο Βαλασσάκης, βρίσκεται σε στενή επαφή με τον ΕΔΕΣ της Αθήνας και μάλιστα τον χρηματοδοτεί».
Όταν απελευθερώνεται η Ελλάδα, ο Βουλπιώτης θα τύχει κι εκείνος μιας προκλητικά ευνοϊκής μεταχείρισης από τα μετακατοχικά δικαστήρια:
Το κατηγορητήριο: «Ο Βουλπιώτης παραπέμπεται ίνα δικασθεί ότι ενίσχυσε την πολεμικήν προσπάθεια του εχθρού και εξήρεν το έργον αυτού διά του ραδιοφώνου ενσπείρων την ηττοπάθειαν μεταξύ του ελληνικού λαού. Κατέδωκεν έλληνας πολίτας και αξιωματικούς εις τον εχθρόν, εκμεταλλευόμενος δε την γερμανομάθειάν του και την θέσιν του συνήψε μετά της γερμανικής εταιρείας Τελεφούνκεν εις την οποίαν παρέδωκεν όλους τους ελληνικούς ραδιοσταθμούς» («Τα Νέα», 22.2.1946).
Τελικά, ο Βουλπιώτης αθωώθηκε τελεσίδικα από όλα τα δικαστήρια των δοσιλόγων, καθώς δεκάδες μάρτυρες υπεράσπισης έσπευσαν να καταθέσουν ότι ο Βουλπιώτης τούς έσωσε από το απόσπασμα. «Και όχι μάρτυρες τυχαίοι, αλλά προσωπικότητες με αποδεδειγμένη αντιστασιακή δράση», σύμφωνα με σχετικά κείμενα του ιστορικού. Κούκουνα. Βρίσκει καταφύγιο στην Γερμανία, και στις αρχές του 1950 είναι και πάλι στην Ελλάδα
Το σκάνδαλο Siemens
Μετά το τέλος του Εμφυλίου, ο Βουλπιώτης έκανε αυτό που ξέρει καλύτερα. Δουλειά κι άλλη δουλειά.
Το 1952, και ενώ η ελληνική οικονομία αναζητούσε εκείνους τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να ανοίξουν εμπορικές σχέσεις με άλλες υπερδυνάμεις της αγοράς, ακόμα και με εκείνες που φορούσαν τον αγκυλωτό σταυρό πριν λίγα χρόνια. Η κυβέρνηση του Ελληνικού Συναγερμού, η οποία είχε ως πρωθυπουργό τον στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο και ως νο2, τον υπουργό Συντονισμού, Σπύρο Μαρκεζίνη, αναζητούσε λύσεις ως προς τον εκσυγχρονισμό του ΟΤΕ και των τηλεπικοινωνιακών υποδομών της χώρας.
Σαν «κεραυνός εν αιθρία» έπεφτε στην πολιτική ζωή της χώρας, η παραίτηση του Μαρκεζίνη. Οι φήμες περί «ύποπτων» ταξιδιών στη Γερμανία, δεν άργησαν να εμφανιστούν σε δημοσιεύματα της εποχής.
Το «σχίσμα» στην κυβέρνηση του Παπάγου έγινε ακόμα μεγαλύτερο, με τις παραιτήσεις του υπουργού Οικονομικών, Κωνσταντίνου Παπαγιάννη, του υφυπουργού Αποκατάστασης Νήσων, και συνολικά 22 βουλευτών, οι οποιόι ακολούθησαν τον Μαρκεζίνη στο κόμμα των Προοδευτικών, το οποίο ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 1955. Τι είχε συμβεί;
Σύμφωνα με το βιβλίο «Μια Λοξή Ματιά στην Ιστορία» του Διονύση Ελευθεράτου, ο Μαρκεζίνης φαίνεται πως συνεργαζόταν με τον Ιωάννη Βουλπιώτη, ως «ενδιάμεσο» με την κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας, και κυρίως, με τον υπουργό Οικονομικών, Λούντβιχ Έρχαρντ, ώστε να ανατεθούν οι τεχνολογικές αναβαθμίσεις των ελληνικών τηλεπικοινωνιών στις εταιρείες Siemens και Telefunken.
Συγκεκριμένα, ο ίδιος ο Παπάγος, σε ομιλία του στη βουλή, είχε αποκαλύψει ότι το Δεκέμβριο του 1953, ο Μαρκεζίνης είχε στείλει στη Γερμανία τον Βουλπιώτη για να βρει πιστώσεις. Έκτοτε, ο άνθρωπος της Siemens-Telefunken όπως ο ίδιος έγραφε στον Παπάγο, ενεργούσε ως άτυπος απεσταλμένος του υπουργείου Συντονισμού σε γερμανικό έδαφος.
Τελικά;
Ο Ελευθεράτος καταγράφει όλο το θρίλερ των διαπραγματεύσεων με τη Siemens, τη τρίετία 1953-55, τις «καλές προθέσεις» ώστε οι συζητήσεις, να γίνουν με όρους διεθνούς διαγωνισμού, τη διακριτική παρακολούθηση των Αμερικάνων στο ελληνό-δυτικογερμανικό σίριαλ, τη συμφωνία «δια την προμήθειαν τηλεπικοινωνιακού υλικού αξίας μέχρι 12.500.000 δολαρίων», την παραίτηση του υπουργού Δημοσίων Έργων, Κωνσταντίνου Καραμανλή (Ιούλιος 1955), με τη δικαιολογία ότι δεν μπορούσε να συμπράξει στη σύμβαση.
Πίσω από αυτό το σίριαλ, υπήρχε πάλι η παρουσία του Βουλπιώτη, o οποίος φαίνεται πως πίεζε διαρκώς στις διαπραγματεύσεις του με το ελληνικό δημόσιο, για αναπροσαρμογή των όρων της σύμβασης. Ζητούσε 30 εκατομμύρια δραχμές μεταξύ άλλων, για να φέρει Δυτικογερμανούς ειδικούς στον ΟΤΕ.
Όμως η κυβέρνηση Παπάγου, παρά το γεγονός ότι και η υγεία του πρωθυπουργού ήταν ιδιαιτέρως επιβαρυμένη, δεν είχε πει την τελευταία της λέξη. Με άμεσες κινήσεις το γραφείο του πρωθυπουργού από κοινού με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Παναγιώτη Κανελλόπουλο, μεθόδευσε το «πάγωμα» της παραίτησης Καραμανλή. Σε μια ολομέλεια της Βουλής, στις 4 Αυγούστου 1955, έσκασε η βόμβα. Μέσα από επιστολές του Βουλπιώτη προς τον Παπάγο, έγινε γνωστό πως ο υφυπουργός Συγκοινωνιών Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου, του είχε ζητήσει μίζα 100.000 δολαρίων, προκειμένου να συναινέσει στην υπογραφή της σύμβασης.
Οι εξελίξεις, ενώ η «οσμή σκανδάλου» κάλυπτε την πολιτική ζωή της χώρας, έτρεξαν με ρυθμό πολυβόλου. Η Siemens έπαυσε τον Βουλπιώτη από αντιπρόσωπο της στην Ελλάδα, και διόρισε στη θέση του, το δίδυμο των Σβαρτς - Τσάπφ. Η εταιρεία ανέφερε ρητά πως δεν γνώριζε για το περιεχόμενο των επιστολών Βουλπιώτη - Παπακωνσταντίνου. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, ο Βουλπιώτης παραπέμπφθηκε σε δίκη, με κατηγορίες περί συκοφαντικής δυσφήμισης. Στην τελευταία πράξη αυτού του πολιτικού θρίλερ, βασικός μάρτυρας κατηγορίας εναντίον του Βουλπιώτη ήταν ο Υπουργός Συγκοινωνιών Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Τελικά ο Βουλπιώτης καταδικάστηκε και φυλακίστηκε για μικρό χρονικό διάστημα. Όμως μετά την αποφυλάκισή του υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Πήγε στην Ιταλία απ’ όπου επέστρεψε το 1965 στη χώρα μας. Δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά όμως με επιχειρήσεις και πολιτική. Ο Ιωάννης Βουλπιώτης πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1999 μετά από απανωτά εγκεφαλικά επεισόδια.
Η Ισαβέλλα Παλάσκα, κόρη του Ιωάννη Βουλπιώτη, σε σημείωμα για τον πατέρα της, μέσα από το βιβλίο «Άγγελος ή Δαίμονας: Ο Αμφιλεγόμενος Πατέρας μου» που έγραψε για τη ζωή του:
«Ο Αµφιλεγόµενος Πατέρας µου... Ναι, υπήρχε ένας Έλληνας που είχε την άνεση να είναι συνομιλητής του Χίτλερ, να ανοίγει φιλοσοφικές συζητήσεις με τον περίφημο ναύαρχο φον Κανάρη, να είναι ο αγαπητός της οικογένειας Ζίμενς, φίλος με διάφορους Γερμανούς αριστοκράτες και διπλωμάτες, καθώς και με αξιωματούχους του ναζιστικού καθεστώτος.
Ταυτόχρονα να είναι συνομιλητής με τους στρατηγούς Μεταξά και Πλαστήρα ή να μοιράζει τις ώρες του με τον Μανιαδάκη και τον πατέρα Δημήτριο (Μπάλφουρ). Να είναι στα χρόνια της Κατοχής φίλος του Πάγκαλου και του Γονατά, του Ζέρβα, του Δημήτρη Γληνού και του Σοφιανόπουλου. Να τα έχει καλά με τους Γερμανούς, να προσπαθεί με επιμονή να δημιουργηθούν στην Ελλάδα τα Τάγματα Ασφαλείας και ταυτόχρονα να σώζει κομουνιστές και Εβραίους. Αυτός ήταν ο πατέρας μου κι εδώ σε αυτό το βιβλίο έγραψα μερικές από τις περιπέτειές του, πολιτικές, επιχειρηματικές και -γιατί όχι;- κάποιες ερωτικές...
«Το απόγευμα, μετά τη συνάντησή του με τον Μεταξά, κάθισε αναπαυτικά στο σαλόνι του σπιτιού του και βυθίστηκε σε σκέψεις. Ποια ήταν τελικά τα ακριβή του σχέδια για το τι θα έκανε στην Ελλάδα;... Αναρωτήθηκε τι ακριβώς ήθελε και τι περίμενε από τον εαυτό του να πετύχει... Ενδιαφερόταν για δημόσια προβολή; Όχι, ποσώς. Προτιμούσε τους χαμηλούς τόνους και το παρασκήνιο. Ενδιαφερόταν για ανάμειξη στην πολιτική; Καθόλου... Γιατί ήθελε λοιπόν να θέσει υπό τον απόλυτο έλεγχό του στην Ελλάδα τις τηλεπικοινωνίες και το νέο μέσο της ραδιοφωνίας; Για να διαθέτει δύναμη και επιρροή».