Ιστορία

Γιατί δόθηκαν μόνο τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο;

Η Ελλάδα ήταν μία από τις χώρες που πολέμησε σκληρά εναντίον των δυνάμεων του Άξονα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι απώλειές της σε ανθρώπινο δυναμικό, αλλά και σε υποδομές ήταν τεράστιες. Οι επιτυχίες της εναντίον των Ιταλών, η καθυστέρηση προέλασης των Γερμανών, αλλά και η Εθνική Αντίσταση θα έπρεπε να ληφθούν σοβαρά υπόψη από τους νικητές Συμμάχους στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων το 1946 και να ικανοποιηθούν περισσότερα από τα ελληνικά αιτήματα. Ποιοι ήταν οι παράγοντες που συντέλεσαν στο να μην γίνει κάτι τέτοιο και να δοθούν μόνο τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα; Ας ξεκινήσουμε πρώτα με μια σύντομη αναφορά στις τεράστιες απώλειες της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι απώλειες της Ελλάδας σε ανθρώπους και υποδομές στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο

Ξεκινώντας από τις ανθρώπινες απώλειες, η Ελλάδα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θρήνησε 475.000 ανθρώπους, το 6,5% δηλαδή του πληθυσμού της (7.335.000) προπολεμικά. Από τα 2.005.000 ζώα εργασίας προπολεμικά, έχασε τα 855.000 (ποσοστό 42,6%). Από τα 24.840.000 πρόβατα, πουλερικά και χοίρους απώλεσε τα 12.305.000 (49,5%). Το ¼ των δασών της καταστράφηκε. Από τα 19.180 τ.χλμ. δασών έμειναν περίπου 14.000 τ.χλμ. Στη χώρα μας προπολεμικά υπήρχαν 17.200 οχήματα (επιβατικά, φορτηγά και λεωφορεία). Τα 11.300 από αυτά καταστράφηκαν στη διάρκεια του Β’ Π.Π. Καταστράφηκε επίσης το 93,5% του σιδηροδρομικού τροχαίου υλικού (ατμομηχανές, βαγόνια κ.λπ.), συγκεκριμένα 6.080 από 6.502 σιδηροδρομικά οχήματα.

Οι οδικές γέφυρες μήκους άνω των 6 μέτρων καταστράφηκαν σε ποσοστό 90%, ενώ από τις σιδηροδρομικές γέφυρες μήκους άνω των 10 μέτρων δεν «επιβίωσε» καμία (96/96 καταστράφηκαν). Από το 1.730.000 οικοδομές καταστράφηκαν οι 401.000 (ποσοστό 23,2%) και 1.000.000 άνθρωποι έμειναν άστεγοι! Τέλος 434 από τα 583 ελληνικά εμπορικά πλοία (ποσοστό 74,5%) επίσης καταστράφηκαν. Τα στοιχεία προέρχονται από την έκδοση «Αι θυσίαι της Ελλάδος στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», του Υφυπουργείου Ανοικοδομήσεως, Αθήναι 1946. Και σαν να μην έφταναν τα παραπάνω υπήρξε και σημαντική μείωση στην εξόρυξη ορυκτών και μεταλλευμάτων. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε το χρώμιο. Αυτό οφείλεται στο ότι το μετάλλευμά του ήταν απαραίτητο στη γερμανική πολεμική βιομηχανία.

Από το 1941 ως το 1944 περίπου 145.000 τόνοι μεταλλεύματος χρωμίου στάλθηκαν από την Ελλάδα στην Γερμανία. Χωρίς αυτούς οι Γερμανοί θα αντιμετώπιζαν τεράστια προβλήματα, καθώς τα δικά τους αποθέματα εξαντλήθηκαν από το 1942. Και η αγροτική παραγωγή όμως μειώθηκε δραματικά. Η ετήσια παραγωγή καπνού, από 54.455 τόνους το 1940 μειώθηκε σε 8.884 το 1944. Μάλιστα, η Βουλγαρία προσάρτησε τις περιοχές που παρήγαγαν σε καιρό ειρήνης το 53% ολόκληρης της ελληνικής συγκομιδής.

Σε καθαρά οικονομικά μεγέθη, η απώλεια του εθνικού πλούτου κατά τον Β’ Π.Π. εκτιμήθηκε σε 17.871 εκ. δολάρια. Ο υπερπληθωρισμός προκάλεσε ολοκληρωτική οικονομική καταστροφή. Τον Ιούλιο του 1944 οι καταναλωτικές τιμές αυξήθηκαν 858.272 φορές από τις αξίες του Οκτωβρίου του 1940. Μια οκά (1.282 γραμμάρια) ψωμιού κατά την απελευθέρωση κόστιζε 34.000.000.000 δραχμές.

Η Διάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι και οι ελληνικές διεκδικήσεις (1946)

Την άνοιξη του 1946 ανέλαβε την εξουσία η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Τσαλδάρη. Ο πρωθυπουργός και υπουργός εξωτερικών διακήρυξε ότι η Ελλάδα επιδίωκε την προσάρτηση της Βορείου Ηπείρου και των Δωδεκανήσων, τη «βελτίωση» των συνόρων με τη Βουλγαρία έτσι ώστε να είναι ασφαλέστερα για τη χώρα μας που είχε δεχτεί επανειλημμένες βουλγαρικές επιθέσεις, καθώς και τη σύναψη συμφωνίας με τη Βρετανία για την Κύπρο. Διακήρυξε ακόμα ότι η Ελλάδα ήθελε να έχει καλές σχέσεις και με τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά και ότι λόγω της θέσης της στη Μεσόγειο, έπρεπε να είναι στο πλευρό των ναυτικών δυνάμεων, δηλαδή των Η.Π.Α. και της Μ. Βρετανίας.

Οι εθνικές διεκδικήσεις χρονολογούνταν από τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και συγκινούσαν βαθιά την κοινή γνώμη στη χώρα μας. Από την πλευρά των Συμμάχων δε, υπήρξαν σαφέστατες διαβεβαιώσεις για ικανοποίηση των ελληνικών αιτημάτων. Χαρακτηριστικά είναι όσα είπε ο, τότε υπουργός Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας Ίντεν στον Γεώργιο Β’ στις 18/12/1942: «Απορώ διατί ανησυχείτε! Αφού είναι γνωστόν ότι η Βόρ. Ήπειρος είναι ιδική σας, ότι η κυριαρχία σας εις τα Δωδεκάνησα θα είναι αναγνωρισμένη στο τέλος του πολέμου και ότι θα γίνει υπέρ υμών (της Ελλάδας δηλαδή) η ευρύτερα δυνατή διαρρύθμισις των ελληνοβουλγαρικών συνόρων» (Παναγιώτης Πιπινέλης, «Γεώργιος Β’», σελ. 125 – 126).

Ο Γεώργιος επανήλθε υποβάλλοντας στον Τσόρτσιλ ένα υπόμνημα, μόλις πληροφορήθηκε το σχέδιο του Βρετανού πρωθυπουργού για αποβίβαση συμμαχικών στρατευμάτων στην Κέρκυρα. Πρότεινε ακόμα, να ηγηθεί προσωπικά του «Ιερού Λόχου» και να αποβιβαστεί στη Βόρειο Ήπειρο. Από την πλευρά του, το Κ.Κ.Ε. υποστήριζε αρχικά την προσάρτηση της Βορείου Ηπείρου και την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων. Αργότερα όμως άλλαξε γνώμη, διακηρύσσοντας ότι επιθυμεί τη διατήρηση των υφισταμένων συνόρων. Αντίθετο επίσης ήταν το Κ.Κ.Ε. και ως προς τη διεκδίκηση βουλγαρικών εδαφών. Έθεσε όμως θέμα διεκδίκησης της Ανατολικής Θράκης και ζήτημα ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Τα άλλα πολιτικά κόμματα θεωρούσαν ότι το Κ.Κ.Ε. με αυτό τον τρόπο προσπαθούσε να δημιουργήσει προβλήματα στις σχέσεις της χώρας μας με τη Βρετανία και την Τουρκία.

Διπλωματικές επαφές της ελληνικής πλευράς για προώθηση των διεκδικήσεών της

Η ελληνική κυβέρνηση ξεκίνησε μια διπλωματική εκστρατεία για την ενημέρωση των Συμμάχων σχετικά με τις διεκδικήσεις της. Στις 17 Απριλίου 1946 ο Έλληνας πρεσβευτής στην Ουάσινγκτον Κίμων Διαμαντόπουλος παρουσίασε τις ελληνικές θέσεις στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Αφού τόνισε ότι η χώρα μας θα συνέχιζε να αποτελεί το προπύργιο των δυτικών δημοκρατιών στην Ανατολική Μεσόγειο ζήτησε να δοθούν στην Ελλάδα βουλγαρικά εδάφη, καθώς η Βουλγαρία είχε επιτεθεί στη χώρα μας ως μέλος του Άξονα, καθώς και εδάφη της Αλβανίας (Β. Ήπειρο), την οποία είχε απελευθερώσει (για τρίτη φορά σε λιγότερα από 30 χρόνια…) ο Ελληνικός Στρατός το 1940 – 1941.

Για τη διεκδίκηση της Βορείου Ηπείρου η Ελλάδα χρησιμοποίησε κυρίως εθνολογικά στοιχεία, με την παρουσία Ελλήνων στην περιοχή, ενώ για τη διεκδίκηση βουλγαρικών εδαφών, σε υπόμνημά της στις 22/4/1946 ανέφερε ότι η αναδιάρθρωση των ελληνοβουλγαρικών συνόρων είχε δύο στόχους: να προσφέρει μια ισχυρότερη αμυντική γραμμή στην Ελλάδα και να δημιουργήσει ένα αίσθημα ασφάλειας στους συνοριακούς πληθυσμούς, που δεινοπάθησαν από τους Βούλγαρους κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Καθώς η Αθήνα επικαλέστηκε στρατηγικούς λόγους, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ παρέπεμψε το θέμα στο Υπουργείο Στρατιωτικών.

Το Μεικτό Επιτελείο των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων (Joint Chiefs of Staff – JCS) επισήμανε ότι η Βόρεια Ήπειρος είχε μεγάλη οικονομική σημασία για την Αλβανία, που ήταν μια φτωχή χώρα, ενώ η Ελλάδα μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει μόνη της πιθανή αλβανική επίθεση. Η απώλεια της Βορείου Ηπείρου θα στερούσε από την Αλβανία τις μοναδικές φυσικές της θέσεις άμυνας εναντίον μιας επίθεσης από τον νότο, ενώ θα της επέβαλε στενότερη οικονομική και στρατιωτική συνεργασία με τη Γιουγκοσλαβία, που ίσως την απορροφούσε. Τέλος υπήρχε ο κίνδυνος αντάρτικου από τους Αλβανούς, που θα έθετε σε κίνδυνο την ειρήνη στα Βαλκάνια. Για το θέμα των ελληνοβουλγαρικών συνόρων οι Αμερικανοί τόνισαν ότι η Ελλάδα επιθυμούσε να διπλασιάσει το εύρος των εδαφών της ανάμεσα στη Βουλγαρία και το Αιγαίο Πέλαγος. Στην περιοχή αυτή κατοικούσαν περίπου 400.000 άτομα, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Πομάκοι, Μωαμεθανοί ή τουρκογενείς. Η ένταξη των περιοχών αυτών στην Ελλάδα θα βελτίωνε σαφώς τις αμυντικές της δυνατότητες, όμως πιθανότατα, σύμφωνα πάντα με τους Αμερικανούς, θα προκαλούσε βίαιες αντιδράσεις και ανταρτικές επιδρομές που θα διατάρασσαν την ειρήνη στα Βαλκάνια.

Κι ενώ οι Αμερικανοί γραφειοκράτες παρουσίαζαν διάφορες δικαιολογίες για να μην δοθούν στην Ελλάδα όσα ζητούσε, η Αμερικάνικη πρεσβεία στην Αθήνα τους ενημέρωνε ότι το πατριωτικό συναίσθημα στη χώρα μας ήταν ιδιαίτερα ισχυρό και οι Έλληνες ανέμεναν ιδιαίτερα την παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου. Τόνιζαν δε οι εδώ διπλωμάτες, ότι πιθανή άρνηση των Συμμάχων στις ελληνικές διεκδικήσεις, ίσως έστρεφε τη χώρα μας προς το ανατολικό μπλοκ.

Στις 25 Απριλίου 1946 συνήλθε στο Παρίσι το Συμβούλιο των υπουργών Εξωτερικών των συμμαχικών κρατών. Από την ελληνική πλευρά συμμετείχε ο υφυπουργός Εξωτερικών Φίλιππος Δραγούμης, ο οποίος σε συνάντησή του με τον Αμερικάνο ΥΠΕΞ Byrnes τόνισε ότι η Ελλάδα διατύπωσε εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος της Αλβανίας και της Βουλγαρίας για λόγους ασφαλείας και ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα υπέγραφε Συνθήκη Ειρήνης που δεν θα πρόσφερε στη χώρα ανάλογες εγγυήσεις. Ο Byrnes δεν πήρε ξεκάθαρη θέση, είπε μόνο ότι οι ελληνικές θέσεις θα αντιμετωπίζονταν με προσοχή, αλλά εξέφρασε αμφιβολίες για το αν η ασφάλεια της Ελλάδας ή οποίας άλλης χώρας σε αυτό το μέρος του κόσμου θα μπορούσε να επιτευχθεί με εδαφικές αναδιαρθρώσεις.

Τόνισε πάντως ότι τα μέλη του Συμβουλίου συμφώνησαν καταρχήν ότι τα Δωδεκάνησα πρέπει να δοθούν στην Ελλάδα, αλλά η Ε.Σ.Σ.Δ. είχε αρνηθεί οριστική συμφωνία στο θέμα αυτό. Στις 8 Μαΐου 1946 οι υπουργοί Εξωτερικών των Μεγάλων Δυνάμεων συμφώνησαν ότι τα σύνορα της Βουλγαρίας θα παραμείνουν εκεί που βρίσκονταν την 1/1/1941. Η Αθήνα θορυβήθηκε και έστειλε (10 Μαΐου 1946) όμοιες επιστολές στους υπουργούς Εξωτερικών των Η.Π.Α. Byrnes και της Μ. Βρετανίας Bevin όπου ζητούσε την βοήθειά τους για ικανοποίηση των ελληνικών αιτημάτων. Εκείνη την εποχή υπήρχαν μάλιστα πληροφορίες ότι η Αλβανία θα ενωνόταν σε ομοσπονδία με τη Γιουγκοσλαβία, η οποία προωθούσε την ιδέα μίας «Βαλκανικής Ομοσπονδίας». Παρά τις ελληνικές προσπάθειες στην πρώτη συνεδρίαση του Συμβουλίου των Υπουργών Εξωτερικών κανένα από τα ελληνικά αιτήματα δεν ικανοποιήθηκε.

Τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα – Οικονομική ενίσχυση της χώρας μας πριν τη Διάσκεψη των Παρισίων

Κατά τη δεύτερη συνεδρίαση του Συμβουλίου των υπουργών Εξωτερικών, στις 27 Ιουνίου 1946 παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα τα Δωδεκάνησα αφού συναίνεσε και ο Σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών Μολότοφ (το πραγματικό ονοματεπώνυμο του οποίου ήταν Βιατσεσλάβ Σκριάμπιν). Η έκπληξη των άλλων υπουργών ήταν τεράστια (δείτε σχετικό άρθρο μας στις 11/3/2023). Ο Μολότοφ όμως, δεν παρέλειψε την ίδια μέρα να καταλογίσει στην ελληνική κυβέρνηση διαφθορά, επιθετικές τάσεις και απροειδοποίητες επιθέσεις κατά της Βουλγαρίας, της Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας…

Η είδηση για την απόδοση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό στην κυβέρνηση, τη Βουλή και τον Τύπο. Μάλιστα, ο πρωθυπουργός Κ. Τσαλδάρης, εξέφρασε την ευγνωμοσύνη ολόκληρου του ελληνικού λαού προς το Συμβούλιο των υπουργών Εξωτερικών. Αντίθετα, ο λαός δεν έδειχνε ανάλογο ενθουσιασμό, καθώς θεωρούσε τα Δωδεκάνησα ελληνικά, κάτι βέβαια σωστό και την απόκτησή τους δικαιωματική και αυτονόητη. Η Τουρκία έδειξε ικανοποιημένη από την παραχώρηση των Δωδεκανήσων, αν και έμμεσα διεκδίκησε το Καστελλόριζο και τη Σύμη. Οι Τούρκοι άλλωστε έπνεαν μένεα εναντίον των Ιταλών που είχαν καταλάβει τα Δωδεκάνησα από την οθωμανική Αυτοκρατορία.

Πριν την έναρξη της Διάσκεψης της Ειρήνης, ο Κ. Τσαλδάρης δεν έγινε δεκτός στην Ουάσιγκτον και πήγε στο Παρίσι, όπου συναντήθηκε ανεπίσημα με τους Byrnes και Bevin και στη συνέχεια πήγε στο Λονδίνο για λεπτομερείς συνομιλίες με τη βρετανική κυβέρνηση. Ο Τσαλδάρης ήθελε να προβάλει τις ελληνικές διεκδικήσεις και να ζητήσει χρήματα για την ανασυγκρότηση της Ελλάδας.

Στις 3 Ιουλίου 1946, ο Τσαλδάρης υπέβαλε ένα υπόμνημα στους Byrnes και Bevin με κύριο αίτημα να δοθούν χρήματα στην Ελλάδα για την ανασυγκρότηση της χώρας. Το συνολικό ποσό που ζήτησε ήταν 6 δισεκατομμύρια δολάρια, κάτι που θεωρήθηκε υπερβολικό. Επίσης, ο Τσαλδάρης έθεσε και τις εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας, προσθέτοντας και κάποιες απέναντι στη Γιουγκοσλαβία, μετά την υπογραφή Συνθήκης αμοιβαίας υποστήριξης μεταξύ Τίτο και Χότζα. Οι Byrnes και Bevin δεν ενθάρρυναν τον Τσαλδάρη. Όσο για τα οικονομικά η Ουάσινγκτον ήταν επιφυλακτική με την ελληνική κυβέρνηση, καθώς δεν είχε δείξει καμία ικανότητα στην αποτελεσματική διαχείριση των σχετικών κονδυλίων.

Τελικά, μετά από σύσταση του αναπληρωτή του Byrnes, Ντιν Άτσεσον, η Ελλάδα έστειλε το καλοκαίρι του 1946 αντιπροσωπεία για σύναψη δανείων στις Η.Π.Α. Η ελληνική αποστολή απαρτιζόταν από τους Σοφοκλή Βενιζέλο (επικεφαλής) και μέλη τον Μιχαήλ Αιλιανό (υφυπουργός Συντονισμού) και τους βουλευτές Κωνσταντίνο Καραμανλή και Αναστάσιο Μπακάλμπαση. Η αποστολή συνάντησε τον Τρούμαν, τον Άτσεσον και εκπροσώπους της Export – Import Bank με σκοπό να εξασφαλίσει κάποιο δάνειο. Αυτό δεν έγινε εφικτό. Το μόνο που έγινε ήταν η παροχή βοήθειας από την UNRRA (Οργανισμός Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως των Ηνωμένων Εθνών) που έφτασε τα 358 εκ. δολάρια ως το τέλος του 1946.

Η Διάσκεψη των Παρισίων – Η διάψευση των ελληνικών προσδοκιών

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η Διάσκεψη της Ειρήνης συνήλθε στο Παρίσι από τις 29 Ιουλίου ως τις 11 Οκτωβρίου 1946. Η Ελλάδα ζήτησε αποζημίωση 700 εκ. δολαρίων από τη Βουλγαρία για τις καταστροφές που είχε υποστεί κατά τη βουλγαρική κατοχή. Επίσης ο Κ. Τσαλδάρης ζήτησε την προσάρτηση της Βορείου Ηπείρου και την αναδιάρθρωση των ελληνοβουλγαρικών συνόρων. Στις 10 Αυγούστου ο Σοβιετικός αντιπρόσωπος Αντρέι Βισίνσκι υπερασπίστηκε την Αλβανία και τη Βουλγαρία, ενώ στις 14 Αυγούστου ο Βούλγαρος αντιπρόσωπος Κούλισεφ, όχι μόνο χαρακτήρισε τις ελληνικές διεκδικήσεις αβάσιμες, αλλά και ζήτησε διέξοδο στο Αιγαίο για τη Βουλγαρία μέσω της Δυτικής Θράκης! Τις εξωφρενικές βουλγαρικές απαιτήσεις υποστήριξαν η Γιουγκοσλαβία και ο υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας Ντμίτρι Μανουίλσκι, ο οποίος κατηγόρησε την Ελλάδα για ιμπεριαλιστική πολιτική! Την επόμενη μέρα όμως, ο Byrnes χαρακτήρισε άδικη τη στάση των Ανατολικών, υπενθύμισε τη γενναία αντίσταση των Ελλήνων απέναντι στις δυνάμεις του Άξονα και δήλωσε τέλος ότι οι Η.Π.Α. και Ε.Σ.Σ.Δ. δεν έπρεπε να ξεχνούν την οφειλή τους στον ελληνικό λαό.

Στις 7 Αυγούστου 1946 η Ε.Σ.Σ.Δ. ζήτησε να τεθεί η υπεράσπιση των Στενών (Δαρδανελίων) υπό την ευθύνη όλων των χωρών της Μαύρης Θάλασσας. Αυτό σήμαινε ότι η Ε.Σ.Σ.Δ. θα εγκαθιστούσε βάσεις σε τουρκικό έδαφος και ίσως στο μέλλον προσπαθούσε να κυριαρχήσει στην Τουρκία.

Η απαίτηση αυτή της Ε.Σ.Σ.Δ. προκάλεσε τεράστιες ανησυχίες στη Δύση και ερμηνεύτηκε ως αρχή μιας προσπάθειας να αποκτήσει η Μόσχα την υπέροχη στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι Η.Π.Α. αντέδρασαν και έστειλαν στην Μεσόγειο το αεροπλανοφόρο «Franklin D. Roosevelt», το οποίο μάλιστα, μαζί με τα συνοδευτικά του πλοία επισκέφτηκε τον Πειραιά στις 5 Σεπτεμβρίου 1946. Οι Η.Π.Α. ανέλαβαν πλέον πρωτεύοντα ρόλο στις διαπραγματεύσεις με την Ε.Σ.Σ.Δ. στην Ανατολική Μεσόγειο, κάτι που χαροποίησε ιδιαίτερα την ελληνική κυβέρνηση. Ωστόσο, οι επιθέσεις της Ε.Σ.Σ.Δ. εναντίον της Ελλάδας συνεχίστηκαν.

Στις 24 Αυγούστου 1946 ο Ουκρανός υπουργός Εξωτερικών προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. κατηγορώντας την Ελλάδα ότι αποτελούσε κίνδυνο για την ειρήνη και την ασφάλεια στα Βαλκάνια και ότι καταδίωκε, με τη βοήθεια των Βρετανών, τις μειονότητες στη Μακεδονία και τη Θράκη, ότι επέτρεπε στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις να δημιουργούν επεισόδια στα ελληνοαλβανικά σύνορα και δολοπλοκούσε για να «αρπάξει» τη Βόρειο Ήπειρο από την Αλβανία. Η προσφυγή αυτή υποκινήθηκε από την Ε.Σ.Σ.Δ. και η συζήτησή της άρχισε στις 4 Σεπτεμβρίου 1946, τρεις μέρες μετά το ελληνικό δημοψήφισμα, με το οποίο επανήλθε ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ στον θρόνο με ποσοστό 69%. Τότε ο Έλληνας αντιπρόσωπος Βασίλειος Δενδραμής αντεπιτέθηκε καταγγέλλοντας ότι η Γιουγκοσλαβία, η Βουλγαρία και η Αλβανία βοηθούν τους αντάρτες του Κ.Κ.Ε. στη Βόρεια Ελλάδα. Με την ελληνική θέση συντάχθηκαν και οι Η.Π.Α. που ζήτησαν να εξεταστεί η κατάσταση στα βόρεια ελληνικά σύνορα από το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., όμως οι Σοβιετικοί έθεσαν βέτο.

Οι Σοβιετικοί σκλήρυναν τη στάση τους, όμως η ελληνική κυβέρνηση επέμεινε στις διεκδικήσεις της. Στις 30 Αυγούστου 1946 ο Δενδραμής ζήτησε από τη Διάσκεψη να συμπεριλάβει στην ημερήσια διάταξη της επόμενης μέρας και τη λύση του βορειοηπειρωτικού. Σοβιετικοί και Γιουγκοσλάβοι αντέδρασαν, όμως οι Byrnes και Bevin επέμειναν ότι η Ελλάδα είχε το δικαίωμα να εκθέσει την υπόθεσή της. Η Διάσκεψη αποδέχτηκε την ελληνική πρόταση με ψήφους 12-7. Φάνηκε όμως ξεκάθαρα ότι οι Η.Π.Α. ήταν πρόθυμες να στηρίξουν την Ελλάδα σε θέματα διαδικασίας, όχι ουσίας. Στις 11 Οκτωβρίου 1946 ο Αμερικανός αντιπρόσωπος Jefferson Caffery τόνισε ότι οι Η.Π.Α. δεν μπορούσαν να στηρίξουν τις ελληνικές διεκδικήσεις στο θέμα των συνόρων με τη Βουλγαρία. Ωστόσο, η Ελλάδα αποφάσισε να θέσει τις διεκδικήσεις της στο Συμβούλιο των υπουργών Εξωτερικών.

Ο Κ. Τσαλδάρης απευθύνθηκε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ το οποίο τον συμβούλευσε να μην κάνει κάτι τέτοιο. Η ελληνική κυβέρνηση όμως αγνόησε την αμερικανική σύσταση και έθεσε στο Συμβούλιο υπουργών Εξωτερικών της Νέας Υόρκης τις ελληνικές διεκδικήσεις. Ο Βρετανός Bevin πρότεινε κάποιες μικρές αλλαγές, υπέρ της Ελλάδας, στα σύνορα με τη Βουλγαρία, μικρότερες όμως απ’ όσες ζητούσε η Ελλάδα. Όμως σύντομα ανακάλεσε, καθώς ο Byrnes αρνήθηκε να τις στηρίξει και ο Μολότοφ, έστω και να τις συζητήσει. Το μόνο που δέχτηκε το Συμβούλιο ήταν η καταβολή αποζημιώσεων στην Ελλάδα (105 εκ. δολάρια από την Ιταλία και 45 εκ. από την Ελλάδα), ενώ τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα θα παρέμεναν στο καθεστώς της 1/1/1941 (απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 1941). Αντίθετα το ζήτημα των νότιων συνόρων της Αλβανίας παρακάμφθηκε και εκκρεμεί μέχρι σήμερα.

Οι σφοδρές αντιδράσεις των Ελλήνων μετά τις αποφάσεις των Συμμάχων

Μετά τις αποφάσεις των Συμμάχων με τις οποίες παραχωρούνταν στην Ελλάδα μόνο τα Δωδεκάνησα, η χώρα μας αισθάνθηκε, και δικαιολογημένα, αδικημένη και απογοητευμένη. Ο ελληνικός λαός δεν μπορούσε να πιστέψει ότι οι αρχές της διεθνούς ηθικής και της δικαιοσύνης έχασαν όλη την αξία τους και ότι ένας πιστός σύμμαχος, η συμβολή του οποίου στις κρίσιμες ώρες του Β’ Π.Π. είχε αναγνωριστεί επίσημα, δεν θα ανταμειβόταν. Και μάλιστα, η Βουλγαρία, βασικός σύμμαχος των ναζί επιβραβευόταν για τη στάση της κατά τη διάρκεια του Β’ Π.Π., καθώς επικυρωνόταν η προσάρτηση σ’ αυτή της νότιας Δαβρουτσάς που είχε αποσπάσει από τη Ρουμανία το 1940 με τη συνθήκη της Κραϊόβας, με τη συναίνεση του Στάλιν και του Χίτλερ. Αλώβητη έμεινε και η Αλβανία που συμμετείχε ενεργά στην ιταλική επίθεση ενάντια στην Ελλάδα…

Επίλογος

Η Ελλάδα, όπως είδαμε στην αρχή του άρθρου πλήρωσε βαρύτατο τίμημα στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και δεν ανταμείφθηκε μετά το τέλος του, πάρα μόνο με την, αυτονόητη, παραχώρηση των Δωδεκανήσων. Απ’ όσα αναφέραμε, είναι φανερό ότι η Βουλγαρία και η Αλβανία διατήρησαν τις υπό διεκδίκηση περιοχές χάρη στη στήριξη του Στάλιν. Οι Η.Π.Α. και η Βρετανία ήταν πρόθυμες να μην επιτρέψουν τη γεωγραφική επέκταση της σοβιετικής επιρροής και των συμμάχων της, αλλά δεν είχαν καμία πρόθεση να διακυβεύσουν τις σχέσεις τους με τη Μόσχα ικανοποιώντας τα ελληνικά αιτήματα. Ίσως και οι χειρισμοί της τότε ελληνικής κυβέρνησης να μην ήταν οι πλέον ενδεδειγμένοι. Το βέβαιο είναι ότι η Ελλάδα, αν και βρέθηκε στη σωστή πλευρά της ιστορίας, δεν έλαβε όσα ανταλλάγματα άξιζε με βάση την προσφορά της. Καλό είναι οι νυν κυβερνήτες, αλλά και όσοι κυβερνήσουν τη χώρα στο μέλλον, να λάβουν σοβαρά υπόψη τους όσα έγιναν το 1946 και να αντιληφθούν ότι ο ρόλος του «χρήσιμου κορόιδου» δεν αρμόζει στην Ελλάδα…

Πηγές: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», Τ. ΙΣΤ., ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ

Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1833-1949», Εκδόσεις Σάκκουλα, 2014

Ακολουθήστε το Πενταπόσταγμα στο Google news Google News

ΔΗΜΟΦΙΛΗ