Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, συγκεκριμένα το 413/412 π.Χ., οι Σπαρτιάτες, για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τους Αθηναίους στη θάλασσα, πήραν χρήματα από τον βασιλιά των Περσών Δαρείο και ανέλαβαν την υποχρέωση, όταν λήξει ο πόλεμος, να εγκαταλείψουν τις φρουρές και τα πλοία που διατηρούσαν στα μικρασιατικά παράλια για στρατιωτικούς λόγους.
Το 404 π.Χ., όταν τελείωσε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, πέθανε και ο βασιλιάς της Περσίας Δαρείος Β’. Η σύζυγός του, Παρυσάτιδα, που ήταν έξυπνη και ραδιούργα, αγαπούσε περισσότερο τον μικρότερο γιο της τον Κύρο από τον πρωτότοκο, τον Αρταξέρξη. Ο Κύρος είχε διοριστεί στα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου ηγεμόνας των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας και βοήθησε πολύ τους Σπαρτιάτες στον θρίαμβό τους. Η Παρυσάτιδα, ήθελε να δώσει τη βασιλεία σε αυτόν, αλλά ο Δαρείος Β’ πέθανε πριν προλάβει να ορίσει διάδοχο. Έτσι στον θρόνο ανέβηκε ο Αρταξέρξης Β’, που ονομάστηκε Μνήμων. Ο Κύρος όμως εξακολουθούσε να εποφθαλμιά τον θρόνο, στηριζόμενος στη βοήθεια της μητέρας του, αλλά και στη συνήθεια που επικρατούσε να ανεβαίνει στον θρόνο αυτός που γεννήθηκε όταν βασίλευε ο πατέρας του. Παράλληλα ο Κύρος είχε και την στήριξη των Λακεδαιμονίων.
Ο Αλκιβιάδης, ο οποίος μετά τη νίκη στους Αιγός ποταμούς (404 π.Χ.) δεν αισθανόταν ασφαλής στη Θράκη, πήγε στη Φρυγία, κοντά στον σατράπη Φαρνάβαζο. Με τη διορατικότητα που τον διέκρινε κατάλαβε τις προθέσεις του Κύρου και θέλησε να πάει στα Σούσα κοντά στον Αρταξέρξη, για να εμπλακεί εκ νέου στα γεγονότα. Οι Σπαρτιάτες, που έμαθαν όμως τους σκοπούς του, απαίτησαν από τον Φαρνάβαζο να τον σκοτώσει. Αυτός, αν και συνδεόταν μαζί του με τους δεσμούς της φιλοξενίας, φοβούμενος τους πανίσχυρους Λακεδαιμονίους έστειλε μερικούς άνδρες του να τον σκοτώσουν, οι οποίοι περικύκλωσαν το σπίτι του και τον δολοφόνησαν (404 π.Χ.).
Έλληνες μισθοφόροι στο πλευρό του Κύρου
Ο Αρταξέρξης πληροφορήθηκε από τον σατράπη της Λυδίας Τισσαφέρνη, τα σχέδια του Κύρου και συνέλαβε τον αδελφό του με σκοπό να τον θανατώσει. Με παρέμβαση της μητέρας τους Παρυσάτιδας, τελικά τον απελευθέρωσε και τον άφησε να επιστρέψει στην έδρα του. Ο Κύρος πλέον έθεσε ως άμεση προτεραιότητά του την δολοφονία του Αρταξέρξη και την ανάληψη του βασιλικού αξιώματος. Άρχισε να συγκεντρώνει στρατό, Έλληνες και βαρβάρους, είτε με διάφορα προσχήματα, είτε κρυφά μέσω έμπιστων Ελλήνων στους οποίους έστελνε χρήματα. Οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, εκμεταλλευόμενες την έχθρα ανάμεσα στον Κύρο και τον Τισσαφέρνη, αρνήθηκαν να παραδοθούν στον δεύτερο, που είχε αναλάβει μαζί με τον Φαρνάβαζο την «παραλαβή» τους. Απευθύνθηκαν για βοήθεια στον Κύρο, ο οποίος έσπευσε να ανταποκριθεί.
Μόνο τη Μίλητο πρόλαβε να διατηρήσει ο Τισσαφέρνης υπό την κατοχή του. Και εκεί όμως παρενέβη ο Κύρος, καταλαμβάνοντας την πόλη (402 π.Χ.). Στον σφετεριστή του περσικού θρόνου κατέφυγε ο Σπαρτιάτης Κλέαρχος, που ήταν αρμοστής στο Βυζάντιο και στη συνέχεια στη Σηλυβρία, αλλά λόγω της αυταρχικής συμπεριφοράς του ανακλήθηκε στη Σπάρτη. Ο σπουδαίος αυτός στρατηγός δεν υπάκουσε στην εντολή των Εφόρων, οι οποίοι έστειλαν στρατό εναντίον του. Ο Κύρος συμπάθησε τον Κλέαρχο και του έδωσε χρήματα (10.000 δαρεικούς) για να συγκεντρώσει μισθοφόρους και να διεξαγάγει πόλεμο εναντίον των βαρβαρικών θρακικών φύλων, που ενοχλούσαν τους Έλληνες της περιοχής.
Απώτερος στόχος του Πέρση ήταν να αξιοποιήσει ο ίδιος τους μισθοφόρους εναντίον του Αρταξέρξη. Την ίδια εποχή ο Αρίστιππος, αρχηγός των αριστοκρατικών της (θεσσαλικής) Λάρισας, που είχαν χάσει την εξουσία, παρακάλεσε τον φίλο του Κύρο, να του παραχωρήσει 2.000 μισθοφόρος για τρεις μήνες, προκειμένου να επανέλθει στην εξουσία. Ο Κύρος του έδωσε χρήματα για τη μισθοδοσία 4.000 στρατιωτών για έξι μήνες, ζητώντας όμως να μην συνάψει ειρήνη με τους αντιπάλους του και να κρατήσει τους μισθοφόρους ετοιμοπόλεμους.
Ο Αρίστιππος εγκαταστάθηκε εκ νέου στη Λάρισα το 402/ 401 π.Χ. Ο Κύρος του ζήτησε να υπογράψει ειρήνη στη Θεσσαλία και να του στείλει μισθοφόρους Έλληνες. Ο Αρίστιππος έστειλε στον Κύρο 1.000 οπλίτες με βαρύ οπλισμό και 500 πελταστές με ελαφρύ οπλισμό, με επικεφαλής τον νεαρό Μένωνα από τα Φάρσαλα. Αλλά και ο ίδιος ο Κύρος συγκέντρωνε μισθοφόρους για να επιτεθεί, δήθεν, εναντίον των Πισιδών. Παράλληλα, ζήτησε βοήθεια και από τους Σπαρτιάτες, που ένιωθαν μεγάλη ευγνωμοσύνη απέναντί του για τη βοήθειά του στα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Δεν τους αποκάλυψε όμως τις πραγματικές του προθέσεις. Εκείνοι έδωσαν εντολή στον ναύαρχο Πυθαγόρα ή Σάμιο να πλεύσει με 25-35 πλοία στην Ισσό και να τεθεί στη διάθεση του Κύρου. Στα πλοία αυτά επέβαιναν και 700- 800 μισθοφόροι με αρχηγό τον Χειρίσοφο. Ο Κύρος συγκέντρωσε συνολικά γύρω στους 13.000 Έλληνες μισθοφόρους. Εκτός από όσους αναφέραμε παραπάνω, μισθοφόρους στρατολόγησαν και ο Πρόξενος από τη Βοιωτία και ο Αγίας από την Αρκαδία.
Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι, ο Κύρος έδωσε εντολή να τους οδηγήσουν κοντά στις Σάρδεις. Οι Έλληνες μισθοφόροι άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι θα πολεμούσε εναντίον του Αρταξέρξη και όρμησαν κατά του Κλέαρχου, που διέλυσε τις υποψίες τους. Ο Κύρος τους διαβεβαίωσε ότι κινούνται εναντίον ενός εχθρού στη Συρία και τους έδωσε μεγαλύτερο μισθό. Μόνο όταν έφτασαν στην αριστερή όχθη του Ευφράτη τους ανακοίνωσε την αλήθεια. Οι μισθοφόροι αντέδρασαν, αλλά ο Κύρος με την καλή του διάθεση, τις πράξεις μεγαλοψυχίας και τις γενναίες αμοιβές πέτυχε να τους πείσει να ακολουθήσουν.
Ο στρατός του Αρταξέρξη περίμενε τις δυνάμεις του Κύρου κοντά στη Βαβυλώνα. Ο Ξενοφών αναφέρει ως φήμη που άκουσε ο ίδιος, ότι ο βασιλικός στρατός αριθμούσε 1.200.000 πεζούς, 6.000 ιππείς και 200 δρεπανηφόρα άρματα. Ο Κτησίας, γιατρός της περσικής Αυλής ο οποίος καταγόταν από την Κνίδο, έγραψε ότι ο Αρταξέρξης διέθετε 400.000 άνδρες. Πρόκειται επίσης για υπερβολικό αριθμό, που δεν φαίνεται όμως ότι απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Κάποιοι νεότεροι ιστορικοί γράφουν ότι ο Αρταξέρξης διέθετε 30.000 άνδρες, κάτι που επίσης δεν ισχύει. Ο οργανωτής του στρατού του Αρταξέρξη και υπεύθυνος του σχεδιασμού της επικείμενης μάχης ήταν ο Έλληνας Φαλίνος. Από την άλλη πλευρά ο Κύρος διέθετε κατά τον Ξενοφώντα 100.000 Ασιάτες, 13.000 Έλληνες μισθοφόρους (10.400 οπλίτες και 2.500 ψιλούς, ελαφρά οπλισμένους δηλαδή) και 20 δρεπανηφόρα άρματα. Το πλήθος των Ασιατών πάντως, ήταν σίγουρα μικρότερο.
Η μάχη στα Κούναξα (401 π.Χ.)
Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν κοντά στα Κούναξα, ένα χωριό στην περιοχή της Βαβυλώνας. Όταν αναγγέλθηκε στον Κύρο ότι ο βασιλικός στρατός πλησίαζε έτοιμος για τη μάχη, επικράτησε νευρικότητα μεταξύ των ανδρών του. Οι Έλληνες μισθοφόροι αποτέλεσαν το δεξιό κέρας με δεξιότατο άκρο το τμήμα του Κλέαρχου το οποίο στηρίχτηκε στην όχθη του ποταμού ενισχυμένο με τους Έλληνες ψιλούς και 1.000 Παφλαγόνες ιππείς. Στο κέντρο της παράταξης βρέθηκε ο Κύρος με τα πιο αξιόμαχα ασιατικά στρατεύματα γιατί εκεί ήξερε ότι θα επιτεθεί ο Αρταξέρξης με τους εκλεκτότερους άνδρες του. Το αριστερό τμήμα, αριθμητικά μεγαλύτερο αλλά ποιοτικά υποδεέστερο τέθηκε υπό την ηγεσία του σατράπη των Σάρδεων Αριαίου.
Ο Αρταξέρξης καθυστέρησε την επίθεση του για να ανασυντάξει τις δυνάμεις του. Το δειλινό ξεκίνησε η επίθεσή του. Εναντίον των Ελλήνων βρέθηκε το ιππικό των λευκοθωράκων με αρχηγό τον Τισσαφέρνη που είχε πείρα της ελληνικής τακτικής. Δεξιότερα βάδιζαν άνδρες ελαφρά οπλισμένοι με ασπίδες από κλαδιά λυγαριάς, Αιγύπτιοι οπλίτες με ποδήρεις ασπίδες από ξύλο, άλλοι ιππείς και τοξότες ενώ στο κέντρο βρισκόταν τα πιο επίλεκτα περσικά τμήματα και η έφιππη βασιλική φρουρά υπό τον Αρταξέρξη. Όταν δόθηκε το σύνθημα της επίθεσης οι Έλληνες κινήθηκαν ταχύτατα μπροστά χτυπώντας τις ασπίδες με δόρατα. Οι αντίπαλοι και τα άλογά τους τρόμαξαν από τον θόρυβο και τράπηκαν σε φυγή. Τα δρεπανηφόρα άρματα οδηγούμενα από τα αφηνιασμένα άλογά τους, χωρίς ηνίοχους, κινούνταν ανάμεσα στους αντιπάλους.
Οι Έλληνες βρήκαν τρόπο να τα αποφύγουν και τα άφηναν να τρέχουν άσκοπα. Μόνο ο Τισσαφέρνης κράησε την ψυχραμία του και οδήγησε τους άνδρες του κοντά στον Ευφράτη απέναντι στους Έλληνες πελταστές που δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το εχθρικό ιππικό. Ο Κύρος βλέποντας την επιτυχία των Ελλήνων πίστεψε ότι η μάχη είχε κριθεί υπέρ του και δεχόταν προσκύνημα από τους γύρω του σαν να ήταν ήδη βασιλιάς. Όμως ο Αρταξέρξης βλέποντας ότι δεν του επιτίθεται κανείς, έκανε κυκλωτική κίνηση κατά του Κύρου που επιτέθηκε εναντίον του αδελφού του και τον τραυμάτισε στο στέρνο. Όμως και ο ίδιος ο Κύρος σε λίγο χτυπήθηκε στο πρόσωπο και σκοτώθηκε. Μετά από αυτή την εξέλιξη οι Ασιάτες στρατιώτες του έφυγαν κακήν κακώς προς το στρατόπεδό τους όπου δέχτηκαν επίθεση από τους άνδρες του Αρταξέρξη και το εγκατέλειψαν.
Σύντομα οι Έλληνες έμαθαν ότι οι «βασιλικοί» επικρατούν, όχι όμως και τον θάνατο του Κύρου. Το ίδιο και τα στρατεύματα του Τισσαφέρνη. Οι δύο αντίπαλοι απείχαν περίπου 5 χλμ. Οι Έλληνες με έναν εξαιρετικό ελιγμό έθεσαν τα νώτα τους στον ποταμό για να προστατευθούν. Τα εχθρικά στρατεύματα μετά από εντολή του Αρταξέρξη κινήθηκαν παράλληλα με τους Έλληνες που επιτέθηκαν με σφοδρότητα εναντίον τους, τρέποντας τους Ασιάτες σε φυγή. Ο Αρταξέρξης συγκράτησε τους ιππείς του σε ένα γήλοφο. Και αυτοί όμως όταν κινήθηκαν εναντίον τους οι Έλληνες σκόρπισαν άτακτα. Οι Έλληνες βέβαιοι πλέον ότι δεν κινδυνεύουν, χωρίς να γνωρίζουν ακόμα ότι ο Κύρος είχε σκτοωθεί επέστρεψαν στο στρατόπεδο το οποίο βρήκαν έρημο και λεηλατημένο…
Η παρελκυστική τακτική των Περσών – Οι δολοφονίες των Ελλήνων αξιωματικών
Το επόμενο πρωί απεσταλμένοι του Αριαίου ανακοίνωσαν στους Έλληνες τον θάνατο του Κύρου και μετέφεραν πρόσκλησή του να ξεκινήσουν μαζί για την Ιωνία. Ο Κλέαρχος σε συνεννόηση με τους άλλους επικεφαλής των Ελλήνων πρότεινε στον Αριαίο να ανεβάσουν αυτόν στον θρόνο κάτι που ο Αριαίος δεν δέχτηκε. Την τρίτη μέρα οι Έλληνες ξεκίνησαν πορεία με τον Αριαίο ενώ την επόμενη δέχτηκαν πρεσβεία του Αρταξέρξη που τους οδήγησε σε χωριά που βρήκαν άφθονα τρόφιμα και ποτά. Για 20 περίπου μέρες έμειναν στην ίδια θέση ενώ στη συνέχεια ξεκίνησαν πορεία με τον Τισσαφέρνη και τον Αριαίο.
Οι Έλληνες είχαν να αντιμετωπίσουν το τεράστιο πρόβλημα της επιστροφής στις ακτές του Αιγαίου μέσα από μια άγνωστη και εχθρική χώρα. Ο Αρταξέρξης με απειλές, καλοπιάσματα και αναβολές επιδείνωνε το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονταν οι Έλληνες. Με την παρεκλκυστική τακτική που ακολουθούσε τόσο αυτός όσο και ο Τισσαφέρνης σκόπευαν να παγιδεύσουν τους Έλληνες και να τους αιχμαλωτίσουν. Ένα μήνα μετά τη μάχη στα Κούναξα οι Έλληνες έφτασαν στη Σιττάκη στις όχθες του Τίγρη και την επόμενη πέρασαν τη γέφυρα του ποταμού.
Έπειτα ξεκίνησαν πορεία προς τον βορρά και βρέθηκαν στους παραπόταμους του Τίγρη Φύσκο και Μικρό Ζαπάτα. Όταν έφτασαν στον Μεγάλο Ζαπάτα, παραπόταμο του Τίγρη, κατάλαβαν ότι οι Πέρσες είχαν πολύ περίεργη συμπεριφορά απέναντί τους. Ο Κλέαρχος συναντήθηκε με τον Τισσαφέρνη που του ζήτησε να επανέλθει μια άλλη μέρα με όλους τους αξιωματικούς των μισθοφόρων για να του αποκαλύψει δήθεν κάποιους που τους έλεγαν ότι οι Έλληνες τους επιβουλεύονται.
Όταν ο Κλέαρχος μετέφερε την πρόσκληση στους υπόλοιπους, πολλοί του είπαν να μην την δεχθεί ή τουλάχιστο να μην εκθέσει σε κίνδυνο όλους τους αξιωματικούς. Τελικά τον ακολούθησαν τέσσερις από τους επτά συστρατήγους του, είκοσι Λοχαγοί και 200 στρατιώτες. Οι Στρατηγοί οδηγήθηκαν στο εσωτερικό της σκηνής του Τισσαφέρνη όπου και συνελήφθησαν. Την ίδια στιγμή σφάχτηκαν όλοι οι Λοχαγοί που ήταν έξω από τις σκηνές και πολλοί στρατιώτες.
Οι Πέρσες ιππείς άρχισαν να κυνηγούν και άλλους Έλληνες που βρίσκονταν κοντά και τους έσφαξαν. Όσοι βρίσκονταν στο ελληνικό στρατόπεδο δεν είχαν αντιληφθεί τι γινόταν. Μόνο όταν έφτασε εκεί ένας στρατιώτης με ανοιχτή την κοιλιά κρατώντας τα έντερά του στα χέρια έτρεξαν να οπλιστούν περιμένοντας επίθεση από τους Πέρσες. Όμως δεν έγινε κάτι τέτοιο. Έφτασε εκεί ο Αριαίος που τους είπε ότι ο Κλέαρχος θανατώθηκε γιατί ήταν επίορκος, αλλά ο Πρόξενος και ο Μένων απολάμβαναν τιμές γιατί αποκάλυψαν τη συμπεριφορά του στους Πέρσες, ενώ ο βασιλιάς απαιτεί να του παραδώσουν τα όπλα τους επειδή τους τα έδωσε ο Κύρος που ήταν δούλος του. Οι Έλληνες έψεξαν τον Αριαίο για τη συμπεριφορά του και ζήτησαν την επιστροφή των Στρατηγών. Ο Αριαίος είχε πει ψέματα. Όλοι οι Στρατηγοί είχαν συλληφθεί και ο Κλέαρχος δεν είχε θανατωθεί. Αργότερα οδηγήθηκαν στην Αυλή του Αρταξέρξη όπου και αποκεφαλίστηκαν εκτός από τον Μένωνα που πέθανε στη φυλακή μετά από ένα χρόνο. Ο Ξενοφών παρουσιάζει με γλαφυρό τρόπο την ψυχολογία των Ελλήνων εκείνη τη μέρα:
«Οι Έλληνες περιήλθαν σε αδιέξοδο αναλογιζόμενοι ότι βρίσκονταν στην έδρα του βασιλέως, ότι περικυκλώνονταν από πολλά εχθρικά έθνη και άφιλες πόλεις, ότι κανείς δεν θα τους προμήθευε τρόφιμα, ότι απείχαν από την Ελλάδα περισσότερο από δέκα χιλιάδες στάδια (περισσότερα από 1.800 χιλιόμετρα), ότι δεν είχαν οδηγούς, ότι στο δρόμο της επιστροφής παρεμβάλλονταν αδιάβατοι ποταμοί, ότι τους είχαν προδώσει ακόμα και οι βάρβαροι που είχαν ακολουθήσει τον Κύρο, ότι ήταν μόνοι τους και χωρίς ούτε έναν ιππέα σύμμαχο έτσι ώστε αν νικούσαν να μην μπορούν να επιφέρουν κρίσιμες απώλειες στον εχθρό ενώ σε περίπτωση ήττας κινδύνευαν να χαθούν όλοι. Κάνοντας αυτές τις σκέψεις και αποκαρδιωμένοι, λίγοι από αυτούς δείπνησαν».
Όπως γράφεται εύστοχα όμως στην ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, «… οι Έλληνες είχαν αποθέματα ευψυχίας, άγνωστα ακόμη και στους ίδιους από τα οποία άντλησαν νέες δυνάμεις».
Ο πρώτος που αντέδρασε ήταν ο Ξενοφών (θα αναφερθούμε εκτενώς σ’ αυτόν στο τέλος του άρθρου) που δεν ήταν ούτε αξιωματικός, ούτε στρατιώτης, αλλά συνόδευε στην εκστρατεία τον φίλο του Πρόξενο, έναν από τους Στρατηγούς που έπεσαν στην παγίδα του Τισσαφέρνη. Ενώ ξυπνούσε μετά από ένα σύντομο ύπνο στη διάρκεια του οποίου είδε ένα όνειρο που «ταρακούνησε» τη σκέψη του, συνειδητοποίησε ότι αν δεν έκαναν κάτι άμεσα ήταν χαμένοι. Μίλησε στους Λοχαγούς του Πρόξενου που είχαν απομείνει και στους άλλους Στρατηγούς και Λοχαγούς και πρότεινε να εκλέξουν νέους στις θέσεις όσων είχαν συλληφθεί, κάτι που έγινε. Ο Ξενοφών έγινε διάδοχος του Πρόξενου ενώ ο Χειρίσοφος ανέλαβε την αρχιστρατηγία. Οι νέοι Στρατηγοί και Λοχαγοί ανέλαβαν αμέσως καθήκοντα και προσπάθησαν να ανυψώσουν το ηθικό των στρατιωτών. Τους τόνισαν ότι θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες και τις αδυναμίες τους ενώ καθησύχασαν τους φόβους τους. Τελικά δικαιώθηκαν γιατί όλα τα εμπόδια αντιμετωπίστηκαν με καρτερία, εφευρετικότητα, γενναιότητα και μεγάλη προσπάθεια.
Η Κάθοδος των Μυρίων
Έτσι ξεκίνησε η λεγόμενη Κάθοδος των Μυρίων, μία από τις τολμηρότερες και γενναιότερες στρατιωτικές επιχειρήσεις όλων των εποχών. Οι Έλληνες έκαψαν αμάξια, σκηνές και ό, τι αποτελούσε βάρος και ήταν άχρηστο στις μάχες. Πέρασαν τον Μεγάλο Ζαπάτα και συνέχισαν την πορεία προς τον βορρά κατά μήκος της ανατολικής όχθης του Τίγρη. Αμέσως δέχθηκαν σφοδρές επιθέσεις από σφενδονήτες, τοξότες και ιππείς των Περσών. Έτσι αποφασίστηκε να δημιουργηθούν αντίστοιχα σώματα, έστω και ολιγάριθμα, που όμως έδειξαν αργότερα την αξία τους. Ο Τισσαφέρνης τους παρακολουθούσε, έστελνε στρατεύματα εναντίον τους ή έστηνε ενέδρες. Όμως οι Έλληνες τους αντιμετώπιζαν με λιγότερη ή περισσότερη επιτυχία.
Όταν πλησίασαν στην Καρδουχία (ορεινή περιοχή μεταξύ Αρμενίας και Ασσυρίας) πληροφορήθηκαν από ιθαγενείς ότι αν κινηθούν δυτικά θα οδεύσουν προς τη Λυδία και την Ιωνία διασχίζοντας την άνω Μεσοποταμία, την Αρμενία και τη Μικρή Ασία σε όλο της το μήκος, ενώ αν συνεχίσουν να πορεύονται βόρεια θα φτάσουν γρήγορα σε χώρα που δεν ελέγχουν οι Πέρσες. Γι’ αυτό τον λόγο αλλά και γιατί μετά την Καρδουχία θα είχαν να διανύσουν πολύ μικρότερη απόσταση για να φτάσουν στα παράλια και σε περιοχές όπου κατοικούσαν Έλληνες, οι Στρατηγοί προτίμησαν τη δεύτερη διαδρομή αν και ήξεραν ότι θα έπρεπε να ανέβουν και να κατέβουν πανύψηλα βουνά καλυμμένα από χιόνια και πάγους, μέσα στον χειμώνα, αλλά και θα δέχονταν επιθέσεις από τις πολεμικές φυλές που ζούσαν στις αφιλόξενες αυτές περιοχές.
Πραγματικά, η πορεία των Ελλήνων στην Καρδουχία ήταν το πλέον επίπονο και φονικό τμήμα της Καθόδου των Μυρίων. Οι Καρδούχοι (πρόγονοι των Κούρδων) ,άγριος και πολεμικός λαός χτυπούσαν αδιάκοπα τους ξένους που τόλμησαν να εισχωρήσουν στη χώρα τους. Οι Έλληνες βάδιζαν δύσκολα στα παγωμένα μονοπάτια, πάνω και κάτω από γκρεμούς, «δέρνονταν» από σφοδρούς ανέμους και ήταν εκτεθειμένοι στα βλήματα καλά προφυλαγμένων εχθρών που μάλιστα κυλούσαν και πέτρες εναντίον τους. Τον Δεκέμβριο πέρασαν το ορμητικό ρεύμα του ποταμού Κεντρίτη που αποτελούσε όριο ανάμεσα στην Καρδουχία και την ανατολική Αρμενία, αφού απαγκιστρώθηκαν από τους Καρδούχους που είχαν στα νώτα τους και ξεγέλασαν τα στρατεύματα του σατράπη Ορόντη που τους περίμεναν στην άλλη όχθη. Στις δύο σατραπείες της Αρμενίας δεν αντιμετώπισαν ιδιαίτερες δυσκολίες με τα βασιλικά (περσικά) στρατεύματα, έπρεπε όμως να παλέψουν με την παγωνιά, τις δυσχέρειες των αλλεπάλληλων ορεινών όγκων και την πείνα. Βόρεια από τον ποταμό Φάσι (πρόκειται για τον σημερινό Ριόν της Γεωργίας) περιπλανήθηκαν και άνοιξαν με τα όπλα τους δρόμο πολεμώντας εναντίον των λαών των Φασιανών, των Χαλύβων και των Ταόχων που δεν υπάκουαν στον Πέρση βασιλιά.
Η πρώτη φιλόξενη πόλη για τους Μύριους ήταν η Γυμνιάς, πρωτεύουσα των Σκυθήνων που βρισκόταν νότια της Τραπεζούντας. Ο άρχοντάς της διαβεβαίωσε πως η Γυμνιάς «απείχε της θαλάσσης πέντε ημερών οδόν». Πραγματικά, μετά από πορεία πέντε ημερών οι ηρωικοί Έλληνες αντίκρισαν τον Εύξεινο Πόντο. Η θρυλική φράση «θάλαττα, θάλαττα!» που ακούστηκε από τους άνδρες της εμπροσθοφυλακής δυνατά, τρόμαξε όσους ακολουθούσαν καθώς οι λέξεις δεν ακούγονταν καθαρά και νόμισαν ότι βρέθηκαν απέναντι σε κάποιον εχθρό. Λίγες μέρες αργότερα οι Μύριοι έφτασαν στην Τραπεζούντα, την πρώτη ελληνική πόλη που συνάντησαν στην επίπονη πορεία τους.
Έπειτα, δεν απέφυγαν συγκρούσεις με ελληνικές πόλεις του Πόντου αλλά και διαφωνίες μεταξύ τους. Όταν έφτασαν στον Βόσπορο, ο Λακεδαιμόνιος Ναύαρχος της Προποντίδας δεν ήξερε τι να τους κάνει. Τους πέρασε στο Βυζάντιο και τους κάλεσε, έξω από τα τείχη, δήθεν για να τους δώσει μισθό και τροφή αλλά τους εγκατέλειψε. Οι Μύριοι θα έκαναν επίθεση στο Βυζάντιο αν δεν τους συγκρατούσε ο Ξενοφών. Τον χειμώνα του 400-399 π.Χ. υπηρέτησαν τον Θράκα φύλαρχο Σεύθη και πολέμησαν εναντίον άλλων θρακικών φυλών, εχθρών του Σεύθη. Τότε είχαν μείνει περίπου 6.000 μισθοφόροι, οι οποίοι στη συνέχεια προσκλήθηκαν να ενισχύσουν το μέτωπο που άνοιξαν οι Λακεδαιμόνιοι εναντίον των Περσών στη Μικρά Ασία. Συγκεκριμένα, ενίσχυσαν τον Θίμβρωνα που πολεμούσε εναντίον του Τισσαφέρνη και του Φαρνάβαζου.
Ο απολογισμός της πορείας των Μυρίων
Κατά την πολύμηνη πορεία των Μυρίων οι επιθέσεις των εχθρών, η πείνα, το κρύο και οι ασθένειες προκάλεσαν πολλές απώλειες στις τάξεις τους. Από τους 13.000 που πολέμησαν δίπλα στον Κύρο, στον Πόντο έφτασαν 8.600. 4.400 άνδρες από τους Έλληνες μισθοφόρους χάθηκαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι νέοι, αιρετοί, αξιωματικοί, εξηγούσαν τα σχέδιά τους στους στρατιώτες και άκουγαν τις γνώμες των υφιστάμενων τους. Ακομα και συνελεύσεις συγκροτούνταν, στις οποίες ψηφίζονταν αποφάσεις, τις οποίες σεβόταν και η μειοψηφία. Ο χαρακτηρισμός των Μυρίων ως «μετακινούμενη δημοκρατία» είναι απολύτως ορθός!
Ποιος ήταν ο Ξενοφών;
Ο Ξενοφών γεννήθηκε στην Αθήνα γύρω στο 430 π.Χ. και ήταν γόνος αριστοκρατικής και εύπορης οικογένειας. Ήταν πιστός μαθητής του Σωκράτη που τον επηρέασε βαθύτατα. Βρέθηκε στο πλευρό του φίλου του Πρόξενου, αφού συμβουλεύτηκε το Μαντείο των Δελφών όπως του υπέδειξε ο Σωκράτης. Μετά την αποδέσμευσή του από τους άλλους μισθοφόρους, συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Σπαρτιάτη βασιλιά Αγησίλαο Β’. Μάλιστα πολέμησε εναντίον των Θηβαίων, συμμάχων της Αθήνας (394 π.Χ.) με αποτέλεσμα οι συμπολίτες του να τον τιμωρήσουν με ισόβια εξορία. Ο Αγησίλαος του πρόσφερε ένα κτήμα στον Σκιλλούντα της Ηλείας κοντά την Ολυμπία, όπου έζησε με τη σύζυγό του Φιλησία και τους γιους τους Γρύλλο και Διόδωρο. Το 371 π.Χ. εκδιώχθηκε από εκεί και εγκαταστάθηκε στην Κόρινθο όπου ανέπτυξε καλές σχέσεις με την Αθήνα. Τότε και ο Εύβουλος κατάργησε το ψήφισμα για την εξορία του. Οι δυο γιοι του πήραν μέρος μετά από εντολή του στη μάχη της Μαντίνειας (362 π.Χ.) όπου ο Γρύλλος σκοτώθηκε. Ίσως γύρω στο 365 π.Χ. ο Ξενοφών επέστρεψε στην Αθήνα όπου και πέθανε ίσως στο 355 π.Χ. Άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο. Εκτός από το μνημειώδες «Κύρου Ανάβασις» έγραψε τα «Ελληνικά», τα «Απομνημονεύματα», την «Απολογία Σωκράτους», η γνησιότητα της οποίας αμφισβητήθηκε κ.ά.
Επίλογος
Η παρουσία των Ελλήνων μισθοφόρων στο πλευρό του Κύρου, οι επιτυχίες τους εναντίον των εχθρών αλλά κυρίως η επική κάθοδος των Μυρίων αποτελούν κορυφαίες στιγμές της ελληνικής, αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας. Χιλιάδες ξένοι επιστήμονες έχουν μελετήσει και έχουν γράψει έργα για την Κάθοδο των Μυρίων. Γκουγκλάροντας ενδεικτικά «expedition of the ten thousand» θα βρείτε πάρα πολλές αναφορές. Η μάχη στα Κούναξα, η πορεία των Μυρίων αλλά και η θρυλική (θρυλικό είναι ό, τι για κάποιο, θετικό ή αρνητικό, λόγο λαμβάνει διαστάσεις θρύλου) κραυγή «Thalatta, thalatta» ενέπνευσαν ξένους ζωγράφους όπως βλέπετε στις εικόνες του άρθρου. Και βέβαια, ο Μέγας Αλέξανδρος στηρίχθηκε 70 χρόνια αργότερα σε μεγάλο βαθμό στην πορεία των Μυρίων. Το 1979 ο Γουόλτερ Χιλ σκηνοθέτησε την ταινία «Οι Πολεμιστές» βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Σολ Γιούρικ (1965) ο οποίος στηρίχθηκε στο έργο του Ξενοφώντα «Κύρου Ανάβασις». Ο Χιλ μετέφερε την ιστορία των Μυρίων στη σύγχρονη Αμερική της εποχής του. Αφηγείται τις περιπέτειες μιας συμμορίας που πρέπει να διασχίσει 50 χλμ. από το Μπρονη στο Κόνι Άιλαντ του Μπρούκλιν. Παρά το ότι εκείνη την εποχή προκάλεσε ακόμα και επεισόδια κατά την προβολή της, σήμερα θεωρείται κλασική καλτ ταινία, από την οποία εμπνεύστηκαν ιστορίες δημιουργοί βιντεοπαιχνιδιών και κόμικς. Οι επιτυχίες των Μυρίων επί των Περσών τόνωσαν το ηθικό των Ελλήνων και επιβεβαίωσαν τον Αριστοτέλη που γράφει: «Το γένος των Ελλήνων είναι ελεύθερο και θα μπορούσε να είναι επικεφαλής όλων αν τύχαινε να είναι ενωμένο»…
Πηγές:
«Κύρου Ανάβασις», Ξενοφών ΑΠΑΝΤΑ 6-ΑΠΑΝΤΑ 7, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΚΤΟΣ, 1993
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΤΟΜΟΣ Γ1,ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
«Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΟΡΕΙΑ. Ο ΞΕΝΟΦΩΝ ΚΑΙ Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ», Επιμέλεια Ρόμπιν Λέιν Φοξ, Εκδόσεις Ενάλιος, 2010