Οι αρνητικές εξελίξεις λόγω της υπογραφής της Ανακωχής των Μουδανιών και την απώλεια της Ανατολικής Θράκης αύξησαν την πίεση στην Επαναστατική Επιτροπή που έψαχνε πλέον εξιλαστήρια θύματα. Ετσι, παρά τις αρχικές περί του αντιθέτου δημόσιες διαβεβαιώσεις της τόσο στο εσωτερικό όσο και προς τον άγγλο πρεσβευτή, η Επαναστατική Επιτροπή παρέπεμψε στις 31 Οκτωβρίου / 13 Νοεμβρίου 1922 (παλαιό και νέο ημερολόγιο) σε δίκη επί εσχάτη προδοσία, μέρος της πολιτικής ηγεσίας μετά την εκλογική νίκη των αντιβενιζελικών τον Νοέμβριο του 1920. Κατηγορούμενοι ήταν οι Δημήτριος Γούναρης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Νικόλαος Θεοτόκης, Γεώργιος Μπαλτατζής, Νικόλαος Στράτος, ο τελευταίος αρχιστράτηγος της Στρατιάς Μικράς Ασίας Γεώργιος Χατζανέστης, και οι Μιχαήλ Γούδας και Ξενοφών Στρατηγός. Καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν οι έξι πρώτοι, έτσι η Ιστορία απαθανάτισε την αιματοβαμμένη αυτή δίκη με την εύγλωττη ονομασία «Δίκη των Εξι».
Του Ιωάννη Δασκαρόλη
Η τιμωρία των ηγετών είχε θεωρηθεί επιβεβλημένη εξαιτίας τόσο της πίεσης πολλών ακραίων αξιωματικών με επικεφαλής τον Πάγκαλο, όσο και της οργής τμήματος της κοινής γνώμης αλλά κυρίως των προσφύγων, οι οποίοι θεωρούσαν τους αντιβενιζελικούς αποκλειστικούς υπεύθυνους για την καταστροφή τους. Ο Γονατάς στα απομνημονεύματά του παραδέχθηκε ότι η εκτέλεση έγινε για να πειθαρχήσει ο Στρατός και να αποφευχθούν γενικότερα έκτροπα στα οποία απειλούσαν να προβούν αξιωματικοί που επηρεάζονταν από τον Πάγκαλο. Επίσης μια πιθανή καταδίκη των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων στη λαϊκή συνείδηση μεταβίβαζε και τις στρατιωτικές ευθύνες που είχαν πολλοί αξιωματικοί του Στρατού από αυτούς που οργάνωσαν τη δίκη, ενώ διέσωζε και τη στρατιωτική τους σταδιοδρομία στο μέλλον. Αλλά η δίκη είχε και σαφή πολιτική στόχευση: να τρομοκρατήσει και να απενεργοποιήσει τον αντιβενιζελισμό μέσω του αποκεφαλισμού της πολιτικής του ηγεσίας.
Η δίκη ήταν στην ουσία της ένας ενδικοφανής φόνος, καθώς η διαδικασία της εξελίχθηκε σε παρωδία. Η καταπάτηση των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων ήταν προφανής καθώς δεν δικάστηκαν από τους φυσικούς τους δικαστές αλλά από Εκτακτο Στρατοδικείο, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 91 του τότε Συντάγματος που οι διατάξεις του δεν είχαν ανασταλεί από την Επανάσταση, απαγορευόταν η σύσταση και η λειτουργία Εκτακτων Στρατοδικείων. Οι κατηγορούμενοι δεν είχαν πρόσβαση σε κρατικά έγγραφα ή ακόμη και στα προσωπικά τους αρχεία και οι περισσότεροι συνέταξαν τις απολογίες τους από στήθους. Η υπεράσπιση είχε δικαίωμα να καλέσει μόνο 13 μάρτυρες – όσοι και οι μάρτυρες κατηγορίας -, ενώ οι κατηγορούμενοι δεν θα είχαν δικαίωμα έφεσης σε μια δίκη που προοιωνιζόταν – βλέπε δημοσιεύματα μίσους του βενιζελικού Τύπου – την καταδίκη κάποιων εξ αυτών σε θάνατο.
Το αποτέλεσμα ήταν φανερά προαποφασισμένο, κάτι που τεκμαίρεται εύκολα από την καταστρατήγηση του νόμου στην κατάρτιση της σύνθεσης του Στρατοδικείου. Ενώ αρχικώς η επιλογή της σύνθεσης είχε ανατεθεί στον υπουργό Στρατιωτικών Χαραλάμπη, όταν οι επιλογές του θεωρήθηκαν μετριοπαθείς και δεν τις τροποποίησε, η Επαναστατική Επιτροπή με νέα απόφασή της ανέλαβε η ίδια την κατάρτιση του Στρατοδικείου, ορίζοντας αξιωματικούς που υποστήριζαν τη θανάτωση των κατηγορουμένων.
Το κατηγορητήριο
Το κατηγορητήριο, το οποίο αποτελούσαν 15 σημεία, συντάχθηκε από τον πολιτικό αντίπαλο των κατηγορουμένων Γεώργιο Παπανδρέου, σε συνεργασία με τον Πάγκαλο που το υπογράφει ως επικεφαλής της ανακριτικής επιτροπής. Αυτό δεν θύμιζε σε τίποτε δικονομικό έγγραφο με τη συνηθισμένη τυπική νομική ορολογία, αλλά υβρεολόγιο εναντίον πολιτικών αντιπάλων που γράφτηκε εν θερμώ. Σύμφωνα με τον Ζαβιτσιάνο, ήταν ένα επιπόλαιο έγγραφο που έβριθε αντιφάσεων (λ.χ. χαρακτήριζε τον Χατζανέστη ανισόρροπο, αλλά του ζητούσε ευθύνες ως κατηγορουμένου), αλλά και φανερών ανακριβειών όπως η κατηγορία για τη μη κατάληψη της Β. Ηπείρου.
Πρωτοφανές νομικά ήταν το γεγονός ότι το κατηγορητήριο δεν εξατομικεύτηκε ανά κατηγορούμενο για λόγους συντομίας(!) σύμφωνα με τον Επαναστατικό Επίτροπο, με αποτέλεσμα κάποιοι να μη γνωρίζουν επακριβώς τις κατηγορίες που τους αφορούσαν και μοιραία να μην ξέρουν σε ποια ζητήματα να αναφερθούν στις απολογίες τους, ενώ ο Γούδας δεν απολογήθηκε καν, θεωρώντας ότι κανένα σημείο του κατηγορητηρίου δεν τον αφορούσε. Στο πόρισμα της ανακριτικής επιτροπής που είδε το φως της δημοσιότητας στις 24 Οκτωβρίου 1922, υπήρχαν εξειδικευμένες κατηγορίες μόνο για τους Στράτο, Θεοτόκη, Στρατηγό και Χατζανέστη. Ειδικά για τον Στρατηγό προκαλεί εντύπωση ότι υπήρχαν εις βάρος του οι ακόλουθες δύο έωλες κατηγορίες: α) Ο Στρατηγός επειδή ήταν επίσημος στρατιωτικός σύμβουλος της κυβέρνησης συνεκδοχικά ευθύνεται για τις λανθασμένες αποφάσεις της και β) ότι αποπροσανατόλιζε την κοινή γνώμη αναγγέλλοντας νίκες του ελληνικού στρατού που δεν είχαν γίνει! Υποτίθεται ότι για τις δύο αυτές κατηγορίες ο Ξενοφών Στρατηγός καταδικάστηκε τελικά σε ισόβια δεσμά.
Ενώ όμως το κατηγορητήριο αφορούσε υποτίθεται την περίοδο διακυβέρνησης μετά τις εκλογές του 1920, στο εδώλιο βρέθηκαν μόνο οι τρεις πρωθυπουργοί της εν λόγω περιόδου από τους συνολικά Εξι, ο ένας Αρχιστράτηγος από τους δύο και τέσσερις υπουργοί από δεκάδες που είχαν θέσεις στα υπουργικά συμβούλια της περιόδου. Ενδεικτικά υπουργοί Οικονομικών είχαν διατελέσει διαδοχικά οι Νικόλαος Καλογερόπουλος (Νοέμβριος 1920 – Ιανουάριος 1921), Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης (Ιανουάριος 1921 – Μάρτιος 1921, Μάρτιος 1921 – Μάρτιος 1922), Εμμανουήλ Λαδόπουλος, (Μάιος – Αύγουστος 1922), Αθανάσιος Ευταξίας (Αύγουστος – Σεπτέμβριος 1922). Από τους τέσσερις παραπέμφθηκε ο δεύτερος μόνο…
Το κατηγορητήριο προφανώς δεν ίσχυε ούτε τυπικά, καθώς η Μικρά Ασία δεν αποτέλεσε ποτέ τμήμα της ελληνικής επικράτειας, σε αντίθεση με την Ανατολική Θράκη της οποίας η απώλεια έγινε δεκτή από την Επανάσταση κατά τη Διάσκεψη των Μουδανιών, αλλά δεν αναζητήθηκαν ποτέ ευθύνες. Το κατηγορητήριο δεν ίσχυε ούτε ουσιαστικά γιατί οι κατηγορούμενοι δεν είχαν διαπράξει εσκεμμένη προδοσία ούτε κανείς άλλωστε από τους μάρτυρες κατηγορίας υποστήριξε κάτι τέτοιο. Ο ίδιος ο Βενιζέλος σε ύστερο χρόνο σε επιστολή του στον Τσαλδάρη ανέφερε: «Δύναμαι να βεβαιώσω υμάς με τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον ότι ουδείς των πολιτικών αρχηγών της Δημοκρατικής Παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής ήτις ηκολουθήθη μετά το 1920, διέπραξαν προδοσίαν κατά της πατρίδος ή ότι εν γνώσει οδήγησαν τον τόπον εις την Μικρασιατικήν Καταστροφήν».
Επίσης οι κυβερνήσεις Γούναρη – Στράτου – Πρωτοπαπαδάκη είχαν συμμορφωθεί με το ΟΧΙ στις ειρηνευτικές προτάσεις των Συμμάχων την άνοιξη του 1922, το οποίο ήταν καθολική δημοκρατική απόφαση του συνόλου των Ελλήνων και των πολιτικών δυνάμεων που τους εκπροσωπούσαν στο κοινοβούλιο. Αρα η τελική Καταστροφή που συντελέστηκε δεν μπορεί να βαρύνει αποκλειστικά μόνο τις τότε κυβερνήσεις, αφού ήταν συνολική λαϊκή απαίτηση η συνέχιση της Εκστρατείας.
Η δίκη
Σύμφωνα με τις ισχύουσες τότε στρατιωτικές διατάξεις το Στρατοδικείο όφειλε να είναι επταμελές, αλλά η Επανάσταση όρισε 11μελές, προβλέφθηκε συμμετοχή Επαναστατικού Επιτρόπου αλλά και δύο αναπληρωτών του, ενώ τρία αναπληρωματικά μέλη θα συμμετείχαν κανονικά στην ακροαματική διαδικασία, αλλά και στη διάσκεψη λήψης αποφάσεως, ώστε να αναπληρωθεί άμεσα η απουσία τακτικού μέλους που θα δήλωνε κώλυμα λόγω ανωτέρας βίας. Ολες αυτές οι διατάξεις που επιβλήθηκαν ανέτρεπαν τις ως τότε καθιερωμένες δικονομικές αρχές καθιστώντας το Εκτακτο Στρατοδικείο παράνομο. Ο ίδιος ο Γονατάς από το βήμα της Δ’ Εθνοσυνέλευσης το 1925 περιέγραψε με λεπτομέρεια το σκεπτικό πίσω από τη συγκρότηση του Εκτακτου Στρατοδικείου, που δεν είχε καμία νομική εγκυρότητα, αλλά στηρίχθηκε αποκλειστικά στις εκδικητικές προθέσεις της Επανάστασης. Αλλωστε και ο ίδιος ο Πάγκαλος που πρωταγωνίστησε στις εκτελέσεις, με επιστολή του στον Βενιζέλο στις 17/30 Οκτωβρίου 1922, περιέγραφε το στημένο της διαδικασίας προαναγγέλλοντας τη βέβαιη καταδίκη των κατηγορουμένων σε θάνατο.
Tο Ανεξάρτητο Τάγμα Λέσβου, μονάδα συγκροτημένη βάσει (βενιζελικών) πολιτικών κριτηρίων και πρόδρομος των Δημοκρατικών Ταγμάτων, είχε αναλάβει τη φρούρηση του κτιρίου της Βουλής όπου θα γινόταν η δίκη αλλά και των γύρω χώρων. Ολες οι βάσιμες νομικές ενστάσεις της υπεράσπισης που προτάθηκαν στην αρχή της διαδικασίας απορρίφθηκαν παμψηφεί από την έδρα χωρίς δικονομικό αιτιολογικό σκεπτικό. Κατά την πρόοδο της δίκης το κατηγορητήριο της εσκεμμένης προδοσίας δεν αποδείχθηκε από την αλλόκοτη και παράνομη διαδικασία που ακολουθήθηκε, η οποία ολοκληρώθηκε σε μόλις 15 συνεδριάσεις. Ο άγγλος πρεσβευτής Lindley ανέφερε στον υπουργό Εξωτερικών Curzon ότι ελάχιστες από τις ερωτήσεις που δέχονταν οι μάρτυρες ήταν σχετικές με το κατηγορητήριο και ακόμη λιγότερες απαντήσεις μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές ως αποδείξεις ενοχής. Ο πρόεδρος της έδρας υποστράτηγος Αλέξανδρος Οθωναίος, δηλωμένος οπαδός της εκτέλεσης, διεξήγαγε τη δίκη με φανερή μεροληψία, ενώ ήταν σαφές ότι δεν είχε το απαραίτητο νομικό υπόβαθρο. Αλλά και οι αγορεύσεις των Επαναστατικών Επιτρόπων δεν προσπαθούσαν στο ελάχιστο να κρύψουν το μίσος και την εμπάθεια.
Οι εκτελέσεις
Υπέρ των εκτελέσεων, εκτός των περισσότερων βενιζελικών αξιωματούχων, τάχθηκε και η δημοκρατική πτέρυγα των Φιλελευθέρων, με τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου να δηλώνει δημοσίως ότι υπήρχε ανάγκη εξαγνισμού. Εναντίον των εκτελέσεων τάχθηκαν οι μετριοπαθείς Αλέξανδρος Ζαΐμης, Παναγιώτης Δαγκλής και Γεώργιος Καφαντάρης. Σύμφωνα με τις προσωπικές μαρτυρίες των Εμμανουήλ Ρέπουλη και Νικόλαου Πολίτη, αλλά και του βρετανού διπλωμάτη Harold Nicolson, ο Ελευθέριος Βενιζέλος από το εξωτερικό όπου βρισκόταν δεν έκανε καμία σοβαρή προσπάθεια για να ματαιώσει τις εκτελέσεις (εσκεμμένα, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, καθώς ήθελε να πραγματοποιηθούν τουλάχιστον κάποιες από αυτές). Σε δεύτερο χρόνο, το 1928, ο Βενιζέλος σε ιδιωτική του συνομιλία υποστήριξε ότι όφειλαν να γίνουν μόνο δύο εκτελέσεις (του Γούναρη και του Χατζανέστη) για παραδειγματισμό, ενώ οι υπόλοιπες τέσσερις ήταν περιττές και εξέθεσαν την Ελλάδα στο εξωτερικό.
Ο Ιωάννης Δασκαρόλης είναι ιστορικός, υποψήφιος διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου.