Αυτή ήταν η δεύτερη από τις τρεις βουλγαρικές κατοχές της περιοχής (πρώτη το 1912-13, τρίτη το 1941-44). Παρά το γεγονός ότι, αντίθετα με τις άλλες δύο, κατά την κατοχή του 1916-18 δεν έγιναν μαζικές εκτελέσεις άμαχου πληθυσμού, επρόκειτο, με μεγάλη διαφορά, για τη σκληρότερη από τις τρεις. Το 14% του πληθυσμού των 300.000 κατοίκων (Ελλήνων, μουσουλμάνων, Εβραίων) πέθανε από πείνα, αρρώστιες ή κακομεταχείριση. Περισσότερα από 500 παιδιά Ελλήνων απήχθησαν και πολλά από αυτά δεν επιστράφηκαν ακόμη και μετά το τέλος του πολέμου. Επιπλέον, αμέσως μετά την απελευθέρωση του 1918, έντρομες οι ελληνικές και συμμαχικές αρχές ανακάλυψαν ότι σε όλη την περιοχή, οι κατακτητές είχαν αφαιρέσει τη σοδειά, τους σπόρους, τα αροτριώντα κτήνη, τα οικόσιτα ζώα και τα γεωργικά εργαλεία. Ο πληθυσμός στερείτο κάθε μέσου διατροφής και επίκειτο τρομερός λιμός, ικανός να αφανίσει όλους όσοι είχαν απομείνει. Η εφιαλτική αυτή προοπτική απετράπη μόνον χάρη στη γιγαντιαία προσπάθεια του ελληνικού κράτους, των Συμμάχων και της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού, με κρίσιμη τη δράση του βρετανικού Ερυθρού Σταυρού πρωτίστως στις Σέρρες και του αμερικανικού στη Δράμα και κυρίως στην Καβάλα. Επειτα από ελληνικό αίτημα, η κατοχή έγινε αντικείμενο εξέτασης από διασυμμαχική επιτροπή.
Γράφει ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου
Χιλιάδες θύματα μεταξύ των αμάχων
Η άφιξη των γερμανοβουλγαρικών δυνάμεων τον Αύγουστο του 1916 αποτέλεσε μια νέα τραυματική εμπειρία – ιδίως για όσες πόλεις της περιοχής (Σέρρες, Νιγρίτα, Δεμίρ Χισάρ/Σιδηρόκαστρο, Δοξάτο, Σαρή Σαμπάν/Χρυσούπολη) είχαν καταστραφεί από τον βουλγαρικό στρατό κατά τη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου το 1913, και είχαν πρόσφατες τρομερές μνήμες. Από την αρχή της κατοχής αναπτύχθηκε ένα μοτίβο: καταστροφή των ελληνικών κρατικών αρχείων και αφαίρεση των κειμηλίων των μονών (κυρίως των Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες και Παναγίας Εικοσιφοινίσσης στο Παγγαίο)· λεηλασία οικιών και καταστημάτων των Ελλήνων· πείνα, σε βαθμό ώστε να κείτονται ετοιμοθάνατοι στους δρόμους· συνακόλουθη μαύρη αγορά, στις συνθήκες της οποίας οι πιο ευκατάστατοι έχαναν τις περιουσίες τους και οι φτωχότεροι τη ζωή τους· αγγαρείες και ξυλοδαρμοί· και σειρά βιασμών ή σεξουαλικών εξαναγκασμών, κυρίως φτωχών γυναικών που δεν μπορούσαν να διαθρέψουν τα μικρά τους, ιδιαίτερα αφότου οι άνδρες τους μεταφέρθηκαν στη Βουλγαρία το 1917 ως όμηροι.
Οι περιοχές που υπέφεραν περισσότερο ήταν αυτές που βρίσκονταν κοντά σε εδάφη ελεγχόμενα από τους Συμμάχους. Εκεί, οι κάτοικοι αντιμετωπίστηκαν ως «πράκτορες» των Αγγλογάλλων. Ετσι, οι Σέρρες (με πληθυσμό 35.000 πριν από τον πόλεμο), μετά τη φυγή πολλών, τον θάνατο και την ομηρία άλλων, αριθμούσαν κατά την απελευθέρωση μόλις 5.793 κατοίκους: τόσοι λάμβαναν συσσίτιο από τις ελληνικές Αρχές. Συγκλονιστικές είναι οι μαρτυρίες του Ακήλ μπέη, του μουσουλμάνου δημάρχου Σερρών το 1916, ο οποίος απομακρύνθηκε από τους Βουλγάρους τον Ιούνιο του 1917 και επανεγκαταστάθηκε στη δημαρχία από την κυβέρνηση Βενιζέλου το 1918: αναφέρει ότι στην πόλη έθαβαν 40-50 νεκρούς από την πείνα κάθε ημέρα. Τα χωριά του Παγγαίου – Ροδολείβος, Σέμαλτο (Μικρό Σούλι), Κιούπκοϊ (Πρώτη), Πραβίστα, Μουσθένη, Πράβι (Ελευθερούπολη, της οποίας ο μητροπολίτης συνελήφθη ως πράκτορας των Συμμάχων) κ.ά. – υπέστησαν τεράστιες καταστροφές και απώλειες, τις οποίες κατέγραψε σε ειδική αποστολή του, τον Δεκέμβριο 1918, ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολόγους της παγκόσμιας ιστορίας, ο Καρλ Μπλέγκεν, που (όπως και άλλοι επιστήμονες της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα) άφησε την έρευνά του για να υπηρετήσει ως εθελοντής του αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού στην Ανατολική Μακεδονία.
Η μεγαλύτερη ανθρωπιστική καταστροφή έγινε στην Καβάλα, την παράκτια πόλη της περιοχής, η οποία βρισκόταν απέναντι από το νησί της Θάσου που ελεγχόταν από τους Συμμάχους. Λόγω της μαζικής φυγής κατοίκων όσο κατέβαινε ο βουλγαρικός στρατός, ο πληθυσμός αριθμούσε μόλις 32.000 τον Δεκέμβριο του 1916 (προφανώς, όχι όλοι Ελληνες). Οι Ελληνες κάτοικοι της Καβάλας αντιμετωπίστηκαν ως πράκτορες των Συμμάχων: τους απαγορεύθηκε να προσεγγίζουν τη θάλασσα και να μετακινούνται στην ενδοχώρα, ενώ χρησιμοποιήθηκαν σε οχυρωματικά έργα που χτίστηκαν προς αντιμετώπιση μιας συμμαχικής ενέργειας, με αποτέλεσμα να τους λείπουν τα αναγκαία για την επιβίωσή τους. Αλλεπάλληλες σχετικές καταγραφές αναφέρονται σε 12-14.000 θανάτους από πείνα και αρρώστιες στην Καβάλα – πολλοί έμειναν άταφοι και φαγώθηκαν από τους αρουραίους οι οποίοι πολλαπλασιάστηκαν και εν μέρει ευθύνονται για το ξέσπασμα επιδημίας εξανθηματικού τύφου κατά την Κατοχή. Οι αριθμοί αυτοί παραπέμπουν σε ένα εφιαλτικό ποσοστό απωλειών σχεδόν ενός στους δύο Ελληνες κατοίκους το 1916-18: την ώρα της απελευθέρωσης στην πόλη είχαν απομείνει μόλις 8.500 άνθρωποι. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αρουραίοι κατά την απελευθέρωση ήταν τόσο πολλοί, ώστε τμήμα της ανθρωπιστικής βοήθειας προς την Καβάλα ήταν η άφιξη τριών καραβιών με γάτες (!) από τα νησιά του Αιγαίου. Αλλά οι αρουραίοι εξόντωσαν τις γάτες, και τελικά εξοντώθηκαν οι ίδιοι χάρη σε φάρμακα που έφεραν οι Σύμμαχοι…
«Ομηροι» σε καταναγκαστικά έργα επί 16 μήνες
Από το τρίτο δεκαήμερο του Ιουνίου 1917, δηλαδή αμέσως μετά την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, όλοι οι Ελληνες άνδρες ηλικίας από 15 έως 70 ετών μεταφέρθηκαν στη Βουλγαρία ή στη βουλγαροκρατούμενη σερβική Μακεδονία σε καταναγκαστικά έργα
Οι «όμηροι» μεταφέρονταν με τρένα στους τόπους συγκέντρωσης στη Βουλγαρία, τα περιβόητα «λάγκερ», όπου διαβίωναν με ελάχιστη τροφή, σε καλύβες με χορτάρινες σκεπές που δεν κρατούσαν έξω τη βροχή. Ανάλογες ήταν οι συνθήκες κράτησης στους τελικούς προορισμούς, όπου εξαναγκάζονταν να εργαστούν από τα ξημερώματα έως το βράδυ σε κατασκευή δρόμων, σιδηροδρομικών γραμμών έως και στο ξεφόρτωμα πλοίων στον Δούναβη. Σε τέτοιες συνθήκες οι αρρώστιες και ειδικά ο τύφος έκαναν θραύση. Καταγράφονται τρομακτικές απώλειες: π.χ. ο πρώην νομάρχης Δράμας (ο ίδιος κρατούμενος) ανέφερε μετά την απελευθέρωση ότι από τους 96 ομήρους από το Σουμπάσκιοϊ (Νέο Σούλι, στους πρόποδες του Μενοικίου), μόνον τρεις επέζησαν… Από τα στρατόπεδα, διαβόητο έχει μείνει στην ανατολικομακεδονική μνήμη αυτό του Κίτσεβο, στη βουλγαροκρατούμενη σερβική Μακεδονία, όπου το εγερτήριο γινόταν με ξυλοδαρμό, ενώ σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες ξυλοκοπούνταν ακόμη και όσους είχαν πεθάνει στη διάρκεια της νύχτας… Η διασυμμαχική επιτροπή υπολόγισε σε 12.000 τους Ελληνες που απεβίωσαν ως όμηροι σε καταναγκαστικά έργα. Αλλά ο πόνος της ομηρίας ήταν τεράστιος και για όσους έμειναν πίσω. Οπως αναφέρει ένα τραγούδι από τη Χωριστή Δράμας, που καταχωρίζεται από τη Χρυσούλα Καραντζή, στο Κέντρον Ερεύνης των Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων της Ακαδημίας Αθηνών: «Της Βουλγαρίας τα βουνά/ Θεέ μ’ χαμήλωσέ τα/ Να δω τα ελληνόπουλα/ Και πάλι ψήλωσέ τα».
Μια νέα φάση του μακεδονικού ζητήματος
Το ελληνικό κράτος παρασημοφόρησε τους ξένους ανθρωπιστές –όπως τους καθηγητές της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα – που έφτασαν εθελοντικά στη δοκιμαζόμενη περιοχή και, με διανομές τροφίμων για ένα περίπου έτος, απέτρεψαν μια καταστροφή ανείπωτων διαστάσεων. Παρέμειναν εκεί ακόμη και όταν ξέσπασε μια νέα επιδημία τύφου: πολλοί αρρώστησαν, ένας πέθανε, αλλά δεν έφυγαν. Μια κεντρική οδός της Καβάλας ονομάστηκε «Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού», μνημονεύοντας τους ανθρώπους που με απεγνωσμένη προσπάθεια κυριολεκτικά κράτησαν την πόλη στη ζωή. Ομως, τελικά, η δεύτερη κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας περίπου ξεχάστηκε: οι εντάσεις του Εθνικού Διχασμού κατέφαγαν τα πάντα και κυριάρχησαν στην εθνική μνήμη. Και η οδός Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού στην Καβάλα μετονομάστηκε (σε «Νυρεμβέργης»). Πάντως, σήμερα, σειρά εξαίρετων ιστορικών, στις Σέρρες, στη Δράμα και στην Καβάλα, προωθεί τη σχετική έρευνα για την εποχή.
Η δεύτερη Κατοχή δεν ήταν απλώς ένα επεισόδιο του «Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου». Δεν ήταν μια Κατοχή που αποσκοπούσε μόνον στον στρατηγικό έλεγχο της περιοχής για τη διεξαγωγή πολέμου – όπως π.χ. η γερμανική κατοχή στο Βέλγιο και στη Βόρεια Γαλλία. Επρόκειτο για μια νέα φάση του μακεδονικού ζητήματος, η οποία «κρύφθηκε» μέσα στο παγκόσμιο ιστορικό γεγονός. Η Βουλγαρία έκανε μια αποφασισμένη προσπάθεια όχι απλώς να ελέγξει, αλλά να εθνοκαθάρει την περιοχή. Ωστόσο, οι βουλγαρικές αρχές αντιμετώπιζαν ένα αξιέξοδο: αντίθετα με το 1941-44 (οπότε μπορούσαν να «σπρώξουν» τον ελληνικό πληθυσμό πέραν του Στρυμόνα), το 1916-18 αυτό ήταν αδύνατον, καθώς εκεί υπήρχε ενεργό στρατιωτικό μέτωπο. Ετσι, προσπάθησαν συστηματικά να διαχύσουν τον ελληνικό πληθυσμό, ιδίως τους άνδρες, σε μια ευρύτερη περιοχή μέσα σε δικούς τους πληθυσμούς. Η ιδιάζουσα σκληρότητα προερχόταν από τις λειτουργίες του μακεδονικού ζητήματος, όχι του Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν ήταν η πρώτη, και δεν θα ήταν η τελευταία φορά…
Είναι όμως σημαντικό να επισημανθεί ότι αυτή η κληρονομιά του αγώνα ζωής και θανάτου τελικά ξεπεράστηκε από τις δύο χώρες, Ελλάδα και Βουλγαρία. Ξεπεράστηκε στη μεταπολεμική εποχή, όταν και οι δύο αναγνώρισαν οριστικά τα υφιστάμενα σύνορα και οριοθέτησαν ξεκάθαρα την ταυτότητά τους στον μακεδονικό χώρο. Οι σοβαρές, ακριβείς και έντιμες λύσεις, αυτές που μπορούν να αποτελέσουν την εδραία βάση της συμφιλίωσης, απαιτούν αυτά ακριβώς τα στοιχεία.
* Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.