Αυτό που εμείς ονομάζουμε ως «Σφαγή των Καλαβρύτων» αποτελεί ένα κραυγαλέο πολεμικό έγκλημα της Wehrmacht όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Σημειώνω ότι το έγκλημα σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε από τον τακτικό Γερμανικό Στρατό, όχι τα παραστρατιωτικά SS, στο πλαίσιο της τακτικής των αντιποίνων για την έντονη αντιστασιακή δράση στην περιοχή.
του Τάσου Μαλεσιάδα,
Σε μία εποχή που ο κάθε ένας ο οποίος έχει πρόσβαση σε πληροφορίες τις διαστρεβλώνει, τις διαβρώνει ή τις παραθέτει από τη δική του οπτική γωνία, καθήκον του ιστορικού και του ιστοριογράφου παραμένει η διατήρηση της τιμιότητας και η όσο το δυνατότερο ειλικρινής παράθεση των γεγονότων.
Με το πρόσχημα της νέας ταινίας του Μαξ φον Σίντορφ και όχι μόνο εξαιτίας της, αλλά σε μία προσπάθεια εξάμβλωσης των στοιχείων, η Εθνική Αντίσταση υφίσταται όχι μία γόνιμη και ιστορικά τεκμηριωμένη ανάλυση, αλλά μία ευθεία και ανιστόρητη αμφισβήτηση, ιδίως με το πρόσχημα της «μεγάλης εικόνας» ή των μετέπειτα συμπερασμάτων ή της στρατηγικής αναγκαιότητας, περισσότερο, όχι της ολοκάθαρα επιτακτικής ηθικής ανάγκης αντίδρασης ενάντια στον κατακτητή.
Η αμφισβήτηση αυτού του είδους δεν είναι τίποτε περισσότερο από μία ασχημονή στους νεκρούς, αντιστασιακούς και αμάχους, κάθε ομάδας, κάθε παράταξης· όλα αυτά για σκοπούς ιδεολογικούς, πολιτικούς και κομματικούς, ολότελα αναντίστοιχους με το καθήκον ως προς την Πατρίδα και την αναγκαιότητα της Εθνικής Αντίστασης ενάντια στον ξένο κατακτητή – επιβουλευτή.
Το ιστορικό σημείωμα, αφιερώνεται στους νεκρούς, μπροστά στους οποίους εγώ, ως ιστοριογράφος, έχω την τιμή και την ευθύνη να τους ανακαλώ και να διατηρώ τη μνήμη τους στο παρόν, αλλά και στους αγέννητους, που έχω την υποχρέωση να τους εμφυσήσω τα γεγονότα και τις αξίες που εκείνα πρεσβεύουν ( και όχι πρέσβευαν, ζουν ακόμα ) χωρίς κανένα κέρδος παρά μόνο εν χάριτι της ιστορικής δικαιοσύνης.
Οι πληροφορίες προέρχονται, κυρίως, από το αρχειακό υλικό της Wehrmacht όπως και της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού (Επιχείρηση “Καλάβρυτα”: Η δράση της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών μέσα από τα γερμανικά αρχεία, ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αθήνα, 2012 ).
Η κατάσταση στην Πελοπόννησο
Η Πελοπόννησος κατά τη διάρκεια της Κατοχής αποτέλεσε τις δύο άκρες ενός νήματος. Η μία άκρη, ως και τη συνθηκολόγηση των Ιταλικών δυνάμεων κατοχής, αποτελούσε την στρατιωτική χαλαρότητα και από τη συνθηκολόγηση και ύστερα, εξαιτίας του γεωγραφικού ανάγλυφού της, την άκρη του αίματος με συνεχείς μάχες οι οποίες στην ουσία συνεχίστηκαν ως και την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από τη χώρα.
Οι αναφορές της Wehrmacht, κάνουν λόγο για τις «αποτραβηγμένες στα αστικά κέντρα και πλησίον αυτών» δυνάμεις, οι οποίες είχαν απωλέσει κάθε έλεγχο στην ηπειρωτική Ελλάδα και, κατά συνέπεια, στην ενδοχώρα της Πελοποννήσου.
Ως και την άνοιξη του 1943, ο ΕΛΑΣ και οι μικρότερες ανταρτικές οργανώσεις της περιοχής είχαν καταφέρει να ασκούν τον έλεγχο της συντριπτικής πλειοψηφίας της ενδοχώρας. Αυτό προβλημάτιζε αρκετά την Ανώτατη Γερμανική Διοίκηση η οποία φρίκιαζε στο ενδεχόμενο περαιτέρω διασποράς των στρατευμάτων της εξαιτίας συμμαχικών αποβάσεων στην περιοχή.
Έτσι, μεταφέροντας δυνάμεις από τη Γιουγκοσλαβία, αναδιοργάνωσε τις υπάρχουσες φρουρές, τις ενίσχυσε και έδωσε τη διαταγή για την ανάληψη αντιανταρτικών επιχειρήσεων με αντικειμενικό σκοπό τη συντριβή των ανταρτικών δυνάμεων.
Μία από τις μονάδες που εστάλησαν ήταν η 717η μεραρχία Πεζικού, αναδιοργανωμένη και με τη νέα της ονομασία «117η Μεραρχία Κυνηγών». Η μεραρχία απαρτιζόταν από Αυστριακούς και ως αποστολή της είχε τη διεξαγωγή αντιανταρτικών επιχειρήσεων. Η εκ βάθρων αναδιοργάνωσή της από μεραρχία μετόπισθεν σε μεραρχία α’ τάξης την καθιστούσε ικανή να αναλάβει και να διεξαγάγει ευρείες επιχειρήσεις χωρίς περαιτέρω ενισχύσεις.
Η μεραρχία αποτελούνταν από δύο Συντάγματα Κυνηγών (737 και 749 Συντάγματα J.R.) και από ένα Σύνταγμα Πυροβολικού (670 A.R.). Με τη μετεγκατάστασή της στην Πελοπόννησο, ενσωμάτωσε και όλες τις υπάρχουσες γερμανικές δυνάμεις. Διοικητής της ήταν ο Υποστράτηγος Karl von Le Suire (Καρλ φον Λε Σουίρ), ένας σαδιστής αξιωματικός, φανατικά υπέρμαχος της τακτικής των αντιποίνων και ανηλεής. Έδρα της μεραρχίας υπήρξε το Περιγιάλι Κορινθίας.
Τα γεγονότα που οδήγησαν στη σφαγή: O λόχος Schober
Για την αντιμετώπιση των ανταρτών η 117η Μεραρχία εξαπέλυσε άμεσες επιχειρήσεις, για την εδραίωση της κυριαρχίας στην περιοχή. Ένα απόσπασμα υπό τον λοχαγό Σόμπερ, ανέλαβε την αναγνώριση περιμετρικά των Καλαβρύτων. Βιαστικά συγκροτημένο, με τα απαραίτητα, μόνο, εφόδια και πυρομαχικά και χωρίς ασυρμάτους ( αυτό αργότερα θα έκρινε πολλά στην έκβαση της επιχείρησης ). Η διήμερη αποστολή του λόχου Σόμπερ ξεκινούσε.
Οι αντάρτες γνώριζαν για την επιχείρηση και έτσι απέστειλαν σώμα 200 ανταρτών ώστε να ενεδρεύσει στην τοποθεσία και να χτυπήσει τον γερμανικό λόχο. Η ενέδρα ήταν άκρως επιτυχημένη και ο λόχος αποτραβήχτηκε σε κοντινό ύψωμα όπου και δεχόταν τις επιθέσεις πλέον των 500 ανδρών, καθότι ο ΕΛΑΣ είχε ενισχυθεί από τον Εφεδρικό ΕΛΑΣ και από πατριώτες που υπέθεταν ότι η παρουσία των Γερμανών στο χωριό ήταν στο πλαίσιο της καταστροφής των Καλαβρύτων.
Ο Σόμπερ, χωρίς ασυρμάτους και άλλον τρόπο να ζητήσει ενισχύσεις από τη μονάδα του, με τα πυρομαχικά να έχουν σχεδόν εξαντληθεί, επιχείρησε διάσπαση του κλοιού των ανταρτών. Η προσπάθεια απέτυχε και το απόσπασμα αιχμαλωτίστηκε, εκτός από λίγους στρατιώτες που κρύφτηκαν σε μία χαράδρα και κατάφεραν να ξεφύγουν. Εκείνοι ειδοποίησαν την ιεραρχία τους για τα γεγονότα.
Η ύπαρξη Γερμανών αιχμαλώτων εξόργισε τον Λε Σουίρ. Ξεκίνησε άμεσα διαδικασία διαπραγματεύσεων. Ανέφερε ότι αν του δοθούν πίσω οι αιχμάλωτοι θα βοηθήσει επισιτιστικά την περιοχή. Οι άνδρες του ΕΛΑΣ ζητούσαν ανταλλαγή αιχμαλώτων. Ο Λε Σουίρ δεν είχε καμία διάθεση για διαπραγμάτευση αλλά ήθελε να επιβάλλει εκείνος τους όρους των διαπραγματεύσεων.
Η σφαγή των Καλαβρύτων
Η επιχείρηση «Καλάβρυτα» υπεγράφη στις 25 Νοεμβρίου του 1943. Αντικειμενικός σκοπός της ήταν η εκκαθάριση του ορεινού όγκου του Χελμού. Αυτό σήμαινε εκτελέσεις συλληφθέντων και λεηλασίες με σκοπό τη διακοπή υποστήριξης του πληθυσμού στις αντιστασιακές ομάδες.
Τα γεγονότα κλιμακώθηκαν απότομα και καταδικαστικά για τους αμάχους της περιοχής εξαιτίας μίας αμφιλεγόμενης πράξης των ανταρτών. Τρεις τραυματίες αιχμάλωτοι των ανταρτών είχαν κτηνωδώς εκτελεστεί από μέλη της ΟΠΛΑ ( τα κρανία τους συνετρίβησαν από αιχμηρά αντικείμενα ) παρά τις αντιρρήσεις των ιατρών, και τότε ο φον Λε Σουίρ έδωσε τη διαταγή για τη βίαιη απελευθέρωση των στρατιωτών του προτού εκτελεστούν και οι υπόλοιποι.
Οι Γερμανοί πάραυτα εκτέλεσαν αγρότες σε περιοχή πλησίον του σημείου κράτησης των αιχμαλώτων. Στις 5 Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ μετέφερε τους υπόλοιπους αιχμαλώτους σε μία χαράδρα, όπου και τους εκτέλεσε ομαδικά, εκβαραθρώνοντάς τους. Δύο άνδρες από τους 77 κατάφεραν να σωθούν. Επέστρεψαν στη μονάδα τους αναφέροντας τα τεκταινόμενα και την εκτέλεση των αιχμαλώτων.
Ο ταγματάρχης Ebersberger ανέλαβε την κτηνώδη αποστολή του αφανίζοντας τα πάντα στο πέρασμά του. Οι Ρογοί, η Κερπινή, η Άνω και Κάτω Ζαχλωρού, έπαψαν να υφίστανται. Μοναχοί στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου εκτελέστηκαν, την επόμενη μέρα τα χωριά Σουβάρδο και Βραχνί δηώθηκαν.
Κορωνίδα των αγριοτήτων όμως αποτέλεσε η σφαγή των Καλαβρύτων, με την εκτέλεση όλου του ανδρικού πληθυσμού, στις 13 Δεκεμβρίου. Ακολούθησε ευρύτερη λεηλασία και πυρπόληση της περιοχής.
Δε θα προχωρήσω σε λεπτομέρειες της σφαγής. Το έχουν κάνει άλλοι περισσότερο καλά από εμένα. Στην τελική αναφορά της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών αναφέρεται το πλήρες αποτέλεσμα της επιχείρησης «Καλάβρυτα».
Τα έγγραφα αναφέρουν την ολοκληρωτική καταστροφή εικοσιτεσσάρων χωριών και τριών μοναστηριών. Οι εκτελέσεις ανέρχονται σε 696 άτομα. Η επιχείρηση έληξε στις 14 Δεκεμβρίου και οι άνδρες της 717 Μεραρχίας Κυνηγών επανήλθαν στις βάσεις τους.
«Ως πράξη αντιποίνων για τη δολοφονία 75 αιχμαλώτων του Λόχου Schober διατάχθηκε ο τυφεκισμός του ανδρικού πληθυσμού και η πυρπόληση όλων των οικισμών στην περιοχή της επιχειρήσεως.
Στις 14.12.43 η επιχείρηση έληξε και οι μονάδες επέστρεψαν στα στρατόπεδα.
1.) Απώλειες εχθρού: 17 νεκροί, πολλοί τραυματίες.
2.) Φίλιες απώλειες: 13 νεκροί, 12 τραυματίες.
3.) Αντίποινα: Οι ακόλουθοι οικισμοί καταστράφηκαν:
Ρογοί, Κερπινή, σιδ. σταθμός Κερπινής, Άνω Ζαχλωρού, Κάτω Ζαχλωρού, Σούβαρδο, Βραχνί, Καλάβρυτα, Μονή Μεγάλου Σπηλαίου, Μονή Λαύρας, Αγία Κυριακή, Αυλές, Βισοκά, Φτέρη, Κλαπατσούνα, Πυργάκι, Βάλτσα, Μελίσσια, Μονή Ομπλού, Λαπαναγοί, Μάζι, Μαζέικα, Παγκράτι, Μορόχοβα, Δερβένι, Βάλτος, Πλανητέρο, Καλύβια.
696 Έλληνες τυφεκίσθηκαν».
Σημείωση: κανείς στρατιώτης δεν άνοιξε πόρτα ώστε να σωθούν άμαχοι, όπως δείχνει το τρέιλερ της ταινίας. Αν το έπραττε θα είχε εκτελεστεί την ίδια στιγμή και εκείνος. Άλλωστε η μανία των στρατιωτών εδράζεται από την (στα μάτια τους) απαράδεκτη εκτέλεση των συναδέλφων τους.