Η μάχη της Χαιρώνειας διεξήχθη στις 2 Αυγούστου του 338 π.χ. μεταξύ του Μακεδονικού βασιλείου και των συνασπισμένων στρατευμάτων της Αθήνας, της Θήβας, της Κορίνθου και άλλων ελληνικών πόλεων. Πρόκειται για μια από τις σημαντικότερες και πολυσυζητημένες μάχες του αρχαίου ελληνικού κόσμου και η έκβαση της αναμέτρησης έκρινε το μέλλον του ελλαδικού χώρου για τα επόμενα εκατό χρόνια. Σηματοδοτεί ουσιαστικά την αφετηρία της μακεδονικής ηγεμονίας στα πολιτικά δρώμενα της Ελλάδας και παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και από στρατιωτικής απόψεως, αναδεικνύοντας ολοφάνερα την υπεροχή της μακεδονικής φάλαγγας έναντι των προγενέστερων αντίστοιχων τύπων των πόλεων-κρατών, ιδιαίτερα της οπλιτικής φάλαγγας που κυριάρχησε στους Περσικούς Πολέμους και την Κλασσική Περίοδο.
Ο άνθρωπος που η Μακεδονία πρόσμενε για πολύ καιρό είχε έρθει επιτέλους. Ο Φίλιππος Β΄ αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της αρχαιοελληνικής ιστορίας. Ο Φίλιππος ανέλαβε την εξουσία το 359 π.Χ., αρχικά ως επίτροπος του ανιψιού του Αμύντα, νόμιμου διαδόχου του θρόνου, μετά τον θάνατο του βασιλιά της Μακεδονίας σε μάχη εναντίον των Ιλλυρίων. Άρχισε την αναδιοργάνωση του στρατού, εξουδετέρωσε τους διεκδικητές του θρόνου και στη συνέχεια έθεσε υπό τον έλεγχο του την Αμφίπολη και το Παγγαίο, με τα χρυσωρυχεία και τα αργυρωρυχεία που θα παρείχαν τον απαραίτητο πλούτο και την κινητήριο δύναμη για την ανάδυση της μακεδονικής ισχύος στα ελληνικά πράματα.
Το 356 π.Χ. παραγκώνισε επίσημα τον μικρό Αμύντα και ανέλαβε τον θρόνο, συντρίβοντας στρατιωτικά τα γειτονικά βαρβαρικά φύλα που αποτελούσαν παραδοσιακούς εχθρούς των Μακεδόνων και ασφαλίζοντας τα βόρεια, δυτικά και ανατολικά σύνορα του κράτους, έθεσε τις βάσεις για την επέκταση του βασιλείου. Στον ελλαδικό χώρο πέτυχε με περίτεχνους διπλωματικούς χειρισμούς να εγκαταστήσει παρατάξεις φιλικά προσκείμενες προς το πρόσωπο του, αποκτώντας με αυτό τον τρόπο το δικαίωμα να επεμβαίνει και να αναμειγνύεται στα πολιτικά τεκταινόμενα των υπόλοιπων Ελλήνων.
Καινοτομία του Φιλίππου Β΄ ήταν η δημιουργία ενός επαγγελματικού στρατού με εθνικό φρόνημα, που οι οπλίτες του θα είχαν αποκλειστική ενασχόληση με τον πόλεμο. Εισήγαγε την μακεδονική φάλαγγα που ήταν οπλισμένη με ένα πολύ μακρύ δόρυ, την σάρισα, με την οποία μπορούσε να αντιμετωπισθεί και το ιππικό. Με την μακεδονική φάλαγγα κυριάρχησε ο Φίλιππος στην Ελλάδα και μετά ο Μέγας Αλέξανδρος στην Ασία και την Αφρική.
Όπως ήταν φυσικό υπήρξαν δυνάμεις που αντέδρασαν στην νέα τάξη των πραμάτων. Πρωτοπόρος ήταν η Αθήνα, ενώ ακολούθησε η Θήβα, αλλά και άλλες δυνάμεις της νότιας Ελλάδας. Ο Φίλιππος αποφάσισε πως ήταν στιγμή για να επιβάλλει την «τάξη» και να δείξει πως κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την δύναμη του. Με κινήσεις αστραπή, ο Φίλιππος με 30.000 πεζούς και 2.000 ιππείς, με επικεφαλής τον 18χρονο γιο του Αλέξανδρο, εξόρμησε στη νότια Ελλάδα και αφού πέρασε τις Θερμοπύλες, κατέλαβε την Ελάτεια της Φωκίδας, που βρίσκεται σήμερα στον νόμο Φθιώτιδας.
Μόλις οι Αθηναίοι έμαθαν το νέο πανικοβλήθηκαν, ωστόσο γρήγορα επικράτησε ψυχραιμία.Απο το πανικόβλητο «Ελάτεια κατείληπται»,οι Αθηναίοι αποφάσισαν να στείλουν τον γνωστό ρήτορα και πολέμιο των Μακεδόνων, Δημοσθένη, πρέσβη στην Θήβα. Οι δυο πόλεις παραμέρισαν τις παλιές τους διαφορές, συνασπίστηκαν και αποφάσισαν πως η τελική λύση θα δινόταν μόνον μέσω του πολέμου.
Και οι δυο αντίπαλες παρατάξεις διέπονταν από ακμαίο φρόνημα. Ο Φίλιππος είχε καταφέρει να εμφυσήσει υψηλή αυτοπεποίθηση και ηθικό στο στράτευμα του, αισθήματα που οπωσδήποτε ενισχύονταν σημαντικά από τις πρόσφατες νίκες του. Οι Αθηναίοι και οι Βοιωτοί δεν υστερούσαν καθόλου σε ανδρεία και γενναιότητα, ενώ παράλληλα καλούνταν να υπερασπιστούν τις πατρίδες τους.
Τα δυο αντίπαλα στρατεύματα έλαβαν θέση μάχης στην πεδιάδα της Χαιρώνειας, στις 2 Αυγούστου του 338 π.Χ. Οι Μακεδόνες παρέταξαν 30.000 πεζούς και 2.000 ιππείς, ενώ οι σύμμαχοι 30.000 άνδρες και 500 ιππείς. Ο στρατός των Μακεδόνων υπερτερούσε σε συνοχή και πολεμική πείρα. Επιπλέον, διέθετε ηγήτορες υψηλού επιπέδου, όπως ο Φίλιππος, ο Αλέξανδρος και ο Παρμενίων, ενώ οι στρατηγοί του αντίπαλου στρατοπέδου ήταν περιορισμένων ικανοτήτων, με ελάχιστη πολεμική εμπειρία. Εξαίρεση, αποτελούσαν οι επίλεκτοι Θηβαίοι του Ιερού Λόχου.
Ο Φίλιππος, όπως και ο Αλέξανδρος αργότερα, παραδοσιακά επεδίωκαν να έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, προβαίνοντας αυτοί σε επιθέσεις, επιλέγοντας το που και πότε θα άρχιζε η μάχη. Η Χαιρώνεια δεν ήταν εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα: Ο Φίλιππος, ηγούμενος των υπασπιστών, επιτέθηκε στους Αθηναίους. Όταν η εμπλοκή ήταν πλήρης, έδωσε εντολή για συντεταγμένη, τακτική υποχώρηση βήμα-βήμα, δίνοντας την εντύπωση στους Αθηναίους ότι κέρδιζαν και οι Μακεδόνες υποχωρούσαν.
Όπως θα λέγαμε πολύ απλά οι Αθηναίοι «τσίμπησαν» το δόλωμα και άρχισαν να καταδιώκουν ασύντακτα την μακεδονική φάλαγγα, δημιουργώντας ένα τεράστιο κενό στο συμμαχικό στράτευμα. Στο σημείο αυτό ήταν που κρίθηκε η μάχη. Ο Αλέξανδρος, που ήταν στην κεφαλή του βαρέος μακεδονικού ιππικού, προέβη σε μια κεραυνοβόλα, φρενήρη επίθεση ακριβώς στο κενό που είχε ανοίξει η στρατηγική αδεξιότητα των Αθηναίων. Το μακεδονικό ιππικό υπό τον νεαρό διοικητή βρέθηκε πίσω από την παράταξη των Θηβαίων και πραγματοποίησε λυσσώδη έφοδο ακριβώς στα μετόπισθεν, συντρίβοντας τον αήττητο Ιερό Λόχο και ταυτοχρόνως ο Φίλιππος να σταματά την οπισθοχώρηση και να αντεπιτίθεται στους Αθηναίους.
Η νίκη έστεψε για μια ακόμη φορά τα μακεδονικά όπλα. Παρόλα αυτά, ο Φίλιππος δεν επέτρεψε στο ιππικό του να καταδιώξει τους ηττημένους, αποτρέποντας έτσι γενικευμένη σφαγή μεταξύ Ελλήνων. Ως αποτέλεσμα, μετά την μάχη, η Μακεδονία έγινε αδιαμφισβήτητη δύναμη στον ελλαδικό χώρο και με τον Φίλιππο να επικεντρώνεται πλέον στον στόχο του. Την ένωση των ελληνικών πόλεων-κρατών υπό την αιγίδα του και την εκστρατεία κατά του πραγματικού εχθρού του ελληνισμού, τους Πέρσες.
Εάν οι πιθανότητες για διαφορετική έκβαση της μάχης της Χαιρώνειας έχουν μεγαλοποιηθεί, η σημασία αυτού του γεγονότος έχει συχνά διαστρεβλωθεί. Η μάχη στη Χαιρώνεια κατέχει αξιολογικά την ίδια θέση με τη ναυμαχία στους Αιγός ποταμούς και με τη μάχη στα Λεύκτρα. Όπως η ηγεμονία ή η πρώτη θέση μεταξύ των ελληνικών πόλεων είχε περάσει διαδοχικά από την Αθήνα στην Σπάρτη και κατόπιν στην Αθήνα, έτσι τώρα πέρασε στην Μακεδονία.
Η διαπίστωση πως η ελληνική ελευθερία χάθηκε στην πεδιάδα της Χαιρώνειας είναι τόσο σωστή ή λαθεμένη, όσο το ότι χάθηκε στην πεδιάδα των Λεύκτρων ή στην παραλία στους Αιγός ποταμούς. Κάθε φορά που μια ελληνική πόλη γινόταν κυρίαρχη, η κυριαρχία αυτή είχε ως αποτέλεσμα την παρακμή μερικών πόλεων και την εξάρτηση ή υποταγή άλλων.
Πάντως, είναι αναμφίβολο γεγονός ότι ο Φίλιππος έθεσε τις βάσεις για την δημιουργία μιας παγκόσμιας ελληνικής αυτοκρατορίας, όνειρο που εκπλήρωσε ο γιός του, ο Μέγας Αλέξανδρος.
Θάνος Κάλλης
Δικηγόρος-Ιστορικός