Από τη δυσκολότερη Μεγάλη Εβδομάδα του Ελληνισμού των νεότερων χρόνων συμπληρώνονται ογδόντα χρόνια αυτές τις άγιες ημέρες, που ξεκινά από τη γερμανική προέλαση στην ενδοχώρα τη Μεγάλη Δευτέρα και καταλήγει, τριάμισι χρόνια μετά, στην Ανάσταση της Απελευθέρωσης τον Οκτώβριο του 1944. Σήμερα, θα γνωρίσουμε το Πάσχα που δεν γιορτάστηκε ποτέ…
Κατήφεια
Το ξημέρωμα της Μεγάλης Δευτέρας 14 Απριλίου 1941 βρίσκει την Ελλάδα ακρωτηριασμένη σε Μακεδονία και Θράκη, τη Θεσσαλονίκη να έχει συνθηκολογήσει λίγες ημέρες πριν και τον Ελληνισμό να βιώνει, όπως ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη Ιστορία του, τα πάθη της Μεγάλης Εβδομάδας. Την πανηγυρική ατμόσφαιρα του Αλβανικού Επους διαδέχονται κατήφεια και ανασφάλεια για το μέλλον, ενώ στις γεμάτες εκκλησίες κυριαρχεί η βαθιά συγκίνηση. Την ελάχιστη ενημέρωση για την εξέλιξη των συγκρούσεων ακολουθεί η ανεξέλεγκτη αρνητική φημολογία, ενώ τη βουβή προσμονή του αναπόφευκτου ολοκληρώνει η ουσιαστική έλλειψη πολιτικής ηγεσίας, αφού η ελληνική κυβέρνηση ετοιμάζεται να αναχωρήσει για το Κάιρο, όπως γράφει ο Κωνσταντίνος Μπορδόκας στον https://eleftherostypos.gr.
Πρωθυπουργός, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Ιωάννη Μεταξά, είναι ο πρώην διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Αλέξανδρος Κορυζής, αλλά ουσιαστικά η εξουσία ασκείται από τον βασιλιά Γεώργιο Β΄ που δείχνει όμως ανέτοιμος για τη βαρύτητα των στιγμών. Ο τότε ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου Εσωτερικών, μετέπειτα νομπελίστας ποιητής, Γεώργιος Σεφέρης, μεταφέρει στο ημερολόγιό του την ατμόσφαιρα αποσύνθεσης στην καταρρέουσα κυβέρνηση: «Μεγάλη Τετάρτη 16 Απριλίου. Στην κυβέρνηση νεύρα… Κανένας ψύχραιμος άνθρωπος. Δεν ξέρουν καλά καλά γιατί φεύγουν και τι θα κάνουν εκεί που θα πάνε. Δεν υπάρχει κανένα σχέδιο, καμιά προετοιμασία. Ο αγέρας της Κρήτης είναι γι’ αυτούς βραχνάς. Ο υπουργός λογαριάζει πώς θα κουβαλήσει τις δεκαπέντε τόσες κασέλες του, υπηρέτριες και τα ρέστα. Για την υπηρεσία δεν φροντίζει κανείς…». Σαν να μη φτάνουν όλα αυτά, το απόγευμα της Μεγάλης Παρασκευής, μετά από επεισοδιακό Υπουργικό Συμβούλιο, μη αντέχοντας την τραγικότητα των στιγμών, αυτοκτονεί ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής…
Το ίδιο βαρύ κλίμα υπάρχει και στις γραμμές του μετώπου. Οι νικητές αποχωρούν θριαμβευτές των αντιπάλων που πολέμησαν, αλλά νικημένοι από αυτούς που δεν συγκρούστηκαν μαζί τους. Η Μεγάλη Εβδομάδα της υποχώρησης οδηγεί σε φαινόμενα απειθαρχίας στο στράτευμα και για να αποφευχθεί η πλήρης διάλυση γίνονται ακόμα και εκτελέσεις. Ο διοικητής του Β’ Σώματος Στρατού υποστράτηγος Γ. Μπάκος, σε έγγραφό του προς το Γενικό Στρατηγείο, αναφέρει: «Η δημιουργηθείσα κατάστασις θα επιφέρει αναποφεύκτως άδοξον διάλυσιν του στρατού ης δεν είναι άξιος. Απασα ιεραρχία Σώματος Στρατού προτείνει ως μόνην απομένουσαν λύσιν ανακωχήν μετά Γερμανών επί όρω μη εισόδω Ιταλών εις ελληνικόν έδαφος».
Μέσα στην κατάνυξη της Μεγάλης Παρασκευής και την παγωμάρα του κόσμου το μόνο που φαίνεται να κινείται στην πρωτεύουσα είναι τα καταστήματα. Τα κυβερνητικά μέτρα για «…άτοκα δάνεια και διμήνους προκαταβολάς» φέρνουν αποτέλεσμα, αφού τα μαγαζιά έχουν τόσο κόσμο που κάποιες φορές επεμβαίνει η αστυνομία για να επιβάλει την τάξη. Φυσικά, οι Αθηναίοι κατακλύζουν την αγορά όχι μόνο για τις πασχαλινές προμήθειες, αλλά γνωρίζοντας ότι σε λίγες ημέρες δεν θα έχουν αυτή τη δυνατότητα, όπως και γίνεται. Αλλωστε, υπάρχουν ήδη περιορισμοί σε κρέας, τυρί, κάρβουνα και οινόπνευμα, που πωλούνται μόνο σε συγκεκριμένα σημεία στο κέντρο, με αποτέλεσμα το πλήθος που μαζεύεται από τα προάστια να περιμένει σε πολύωρες ουρές.
Παρότι οι επιτάφιοι στολίζονται η περιφορά τους γίνεται εντός των εκκλησιών, αφού ο ήχος των σειρήνων και τα σποραδικά αντιαεροπορικά πυρά επιβάλλουν απαγόρευση της νυχτερινής κυκλοφορίας: «Αλλά μέσα εις την κατανυκτική ατμόσφαιρα των εκκλησιών όπου θα περιορισθεί απόψε η θρησκευτική ποίησις. Η αποκαθήλωση έγινε με τη συνοδεία σειρήνων, σειρήνες και το απόγευμα. Αι ακολουθίαι εν τούτοις δεν διεκόπησαν. Κι αν η φετινή περιφορά των επιταφίων περιορίσθη μέσα εις τας εκκλησίας, η κατάνυξις των πιστών ήτο ακόμη βαθυτέρα».
Το Μεγάλο Σάββατο και την ημέρα του Πάσχα ανεβοκατεβαίνουν κυβερνήσεις, αλλά πλέον τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Η ημέρα του Πάσχα χάνει τον συμβολισμό της και μετατρέπεται σε πένθιμη επέτειο όταν ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου, διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού, παραβαίνει τον όρκο του υπογράφοντας πρωτόκολλο ανακωχής με τους κατακτητές. Την ίδια ημέρα η εφημερίδα «Νίκη» έχει τον χαρακτηριστικό υπέρτιτλο: «Αλληλεγγύη και σφικτά τα χέρια μας ο ένας με τον άλλον».
Η κατάβαση του Ελληνισμού εις τον… Αδη της Κατοχής ολοκληρώνεται μία εβδομάδα αργότερα, στις 27 Απριλίου 1941, με την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα και την επίσημη παράδοση της πρωτεύουσας στην κατοχική διοίκηση. Η έπαρση του αγκυλωτού σταυρού στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης οδηγεί την Πηνελόπη Δέλτα στην αυτοκτονία με δηλητήριο. Στον τάφο της μπαίνει το επίγραμμα που καθορίζει τη σκοτεινή κατοχική περίοδο: «Σιωπή».
«Η αμφιβολία μη φωλιάσει ποτέ σαν φίδι μέσα μας»
Οι εφημερίδες την ημέρα του τραγικού Πάσχα του 1941 προσπαθούν να τονίσουν το πανηγυρικό κλίμα της ημέρας, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η έλλειψη χαρτιού έχει περιορίσει ήδη τις σελίδες τους σε δύο, όπου κυριαρχούν οι ειδήσεις του πολεμικού μετώπου στο εξωτερικό. Τα εσωτερικά νέα περιορίζονται μόνο σε ραδιοφωνικά και θεατρικά προγράμματα και στα πανομοιότητα, ακόμα και στους τίτλους, πολεμικά ανακοινωθέντα. Η συνεχιζόμενη οπισθοχώρηση του Ελληνικού Στρατού προετοιμάζει τους πάντες για την κατάληψη της πρωτεύουσας και η φρικτή αυτή βεβαιότητα περιγράφεται στο πρωτοσέλιδο κείμενο εκείνων των ημερών της κορυφαίας δημοσιογράφου και πεζογράφου Λιλίκας Νάκου:
«Είδα γέρους με τρεμάμενα χέρια που δακρύζανε γιατί δεν κρατούσανε και αυτοί ντουφέκι. Στις εκκλησίες ο κόσμος γονατιστός προσευχότανε με πίστη για τη νίκη και για τα παιδιά που μάχονται, “για τα παιδιά του κοσμάκη”, όπως ψιθυρίζανε οι γυναικούλες μπροστά στα εικονίσματα. Και η πίστη του κόσμου αυτού προς τη θρησκεία, προς την Παναγία, που σε όλους δίνει θάρρος, έχει φτάσει σ’ ένα συγκινητικό μυστικισμό. Ας σφυρίζανε οι σειρήνες συναγερμό την ώρα που στις εκκλησίες βγάζανε νεκρό τον Χριστό μας. Κανένας από την εκκλησία μέσα δεν σκέφτηκε να το κουνήσει. Το Πάσχα τούτο λοιπόν ας το γιορτάσουμε με κατάνυξη και πίστη. Πάλι δικιά μας θα είναι η Μακεδονία, πάλι δικά μας θα είναι τα βουνά, οι κάμποι και τα αδέλφια μας. Πίστη μόνο νάχουμε. Η αμφιβολία μη φωλιάσει ποτέ σαν φίδι μέσα μας. Κι όταν τσουγκρίσουμε τα κόκκινα αβγά του Πάσχα, να πιστεύουμε στην τελική νίκη της Δικαιοσύνης, όπως πιστεύουμε στην Ανάσταση του Χριστού μας».