Συνεχίζουμε σήμερα το αφιέρωμα του ΠΕΝTΑΠΟΣΤΑΓΜΑ με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821. Στο σημερινό τέταρτο μέρος του αφιερώματος (Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ, το δεύτερο εδώ και το τριτο εδω , ενώ το τέταρτο εδώ ) θα ασχοληθούμε λόγω των ημερών που διανύουμε και της μεγάλης συζήτησης περί της Αστυνομίας, με τι άλλο παρά με την Αστυνομία στην Επανάσταση.
Επιπροσθέτως θα παρουσιάσουμε και το θέμα της κατασκοπείας την ίδια περίοδο, αλλά και ...δείγματα αστυνομικής βίας του τότε μιας και σήμερα είναι επίκαιρο!
Τα στοιχεία που παραθέτουμε βασίζονται κατά βάση σε έγγραφα από το αρχείο του Υπουργείου Αστυνομίας κατά την περίοδο 1822-1827.
Αμέσως μετά την κήρυξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ανέκυψε , ως πρωταρχική ανάγκη, η τήρηση της έννομης τάξης και ασφάλειας. Τον Μαϊο του 1821 η νεοσύστατη Πελοποννησιακή Γερουσία ανέθεσε στους τοπικούς εφόρους αστυνομικά καθήκοντα και τους παραχώρησε το δικαίωμα της εκδίκασης πταισματικών ποινικών παραβάσεων και μικροδιαφορών αστικού χαρακτήρα. Οι σοβαρές υποθέσεις της μιας ή της άλλης κατηγορίας εκδικάζοντας από τις λεγόμενες επιτροπές αιρετοκρίτων.
Η Α΄Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου επιχείρησε να ρυθμίσει ριζικά το όλο θέμα με την σύσταση ειδικού υπουργείου του “Μινιστερίου της Αστυνομίας” και Τοπικών Γενικών Αστυνομιών. Όσες λειτουργούσαν σε παραλιακές περιοχές ασκούσαν και λιμενικά καθήκοντα. Πρώτος υπουργός Αστυνομίας διορίστηκε ο Λειβαδίτης Λάμπρος Νάκος, άλλοτε κατώτερος υπάλληλος της Αστυνομίας της Πετρούπολης, ο οποίος αναφέρεται ως απηνής διώκτης των παραβατών του νόμου και τιμωρός κάποιων κακοποιών με την ποινή του ραβδισμού.
Από τα σωζόμενα ελάχιστα έγγραφα εκείνης της εποχής πληροφορούμεθα πως έως τα μέσα του 1822, αστυνομικές υπηρεσίες λειτουργούσαν σε: Αθήνα, Ύδρα, Κόρινθο, Άργος, Τριπολιτσά, Μονεμβασιά, Τήνο, Νάξο και άλλα μη αναφερόμενα νησιά των Κυκλάδων.
Οι πληροφορίες για την εξέλιξη του αστυνομικού θεσμού στην επαναστατημένη Ελλάδα, αναφαίνονται στ οαρχείο του Υπουργού Αστυνομίας από τις 31 Οκτωβρίου 1822 με επίκεντρο την Ερμιόνη, όπου είχε μεταφερθεί η έδρα της διοίκησης. Αστυνομικά καθήκοντα σε υπουργικό επίπεδο ανέλαβε ο Ιωάννης Κωλέττης, υπουργός Εσωτερικών και προσωρινός του Πολέμου. Μετά την εγκατάσταση της διοικήσεως στην Τριπολιτσά διορίστηκε μια πλειάδα Γενικών Αστυνόμων στις περιοχές Πελοποννήσου, Στερεάς, Εύβοιας , Μαγνησίας, Κυκλάδων, Δωδεκανήσου και Βορείων Σποράδων.
Επί τρία και πλέον χρόνια μετά την ίδρυση των πρώτων αστυνομικών υπηρεσιών δεν υπήρχε κανονισμός λειτουργίας τους. Μόλις τον Σεπτέμβριο του 1825 το Υπουργείο Αστυνομίας εξέδωσε έναν Κανονισμό με θέμα “Προσωρινά Καθήκοντα των Γενικών Αστυνόμων”. Στο κείμενο αυτού δεν αναφέρονται οι όροι “κατασκοπία” και “κατάσκοπος” , υπάρχουν όμως διατάξεις για αντιμετώπιση κατασκοπευτικής ενέργειας.
“Πηγές” κατηγορίας περί κατασκοπείας ήταν αρκετές. “Συνήθεις ύποπτοι” έμποροι, οι ξένοι αξιωματικοί, φυγάδες και αυτόμολοι στρατιώτες, αλλά ενίοτε και ίδιοι αστυνομικοί. Για παράδειγμα τον Ιούνιο του 1823 αποπέμπθηκε ο Γενικός Αστυνόμος Πάτμου Αντώνιος Μελισσηνός “δυσφημισθείς ως κατάσκοπος του Ελληνικού Γένους” με την πληροφορία ότι είχε κάνει περιτομή. Η διαπίστωση περιτομής του κάθε συλλαμβανομένου ή αυτόμολου στρατιώτη τον καθιστούσε αυτομάτως ύποπτο κατασκοπίας. Βέβαια όλοι οι εξισλαμισμένοι ανέφεραν ότι υποβλήθηκαν σε περιτομή με την βία.
Το Υπουργείο Αστυνομίας απασχόλησαν και περιπτωσεις ξένων στρατιωτικών υπόπτων κατασκοπείας. Ένα παράδειγμα ήταν μια καταγγελία για τον κυβερνήτη γαλλικής φρεγάτας στο Νάυπλιο τον Μάρτιο του 1824. Ένα άλλο αφορούσε Γάλλους αξιωματικούς που είχαν επισκεφθεί το φρούριο του Ναυπλίου τέλη Ιουνίου της ίδιας χρονιάς. Βέβαια αυτή η τελευταία καταγγελία έγινε από Άγγλους αξιωματικούς.
Μεταχείριση υπόπτων
Ο τρόπος χειρισμού υποθέσεων κατασκοπείας αφηνόταν στην κρίση των εντεταλμένων οργάνων της Διοίκησης. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν επόμενο να σημειώνονται υπερβάσεις και καταχρήσεις. Τον Νοέμβριο του 1823 ένας από τους επιφανείς Φαναριώτες που είχαν κατέβει τότε στην Επαναστατική Ελλάδα, ο Λαμπίκης Καρατζάς, με αναφορά του προς το Υπουργείο Αστυνομίας, κατήγγειλε τον πρώην έπαρχο Τήνου Μανουήλ Σπυρίδωνος για παράνομη δίωξη εναντίον του με την ανυπόστατη κατηγορία της κατασκοπείας. Αρπαγή χρημάτων και τιμαλφών του, και βασανισμό του ιδίου και του γιού του. Ως μέσα βασανισμού ανέφερε την “δοντάγρα” κάποιου κουρέα αυτόκλητου οδοντογιατρού και την “ποδάγρα”, εννοώντας προφανώς κάποιο μέσο ακινητοποίησης των ποδιών πριν από το οδυνηρό βασανιστήριο της “φάλαγγας” με χτυπήματα στα πέλματα.
Αε σημειωθεί πως σε εξετάσεις υπόπτων τέλεσης μιας αξιόποινης πράξης, η άσκηση σωματικής και ψυχικής βίας ήταν τότε ελεύθερη λες και επρόκειτο περί νομίμου ανακριτικής μεθόδου. Ενδεικτικά αναφέρεται πως τον Ιανουάριο του 1825 οΓενικός Αστυνομικός Διευθυντής και Λιμενάρχης Κορώνης Αναστάσιος Σοφιονόπουλος, σε έκθεσή του για μια υπόθεση ανθρωποκτονίας αναφέρει ότι οι ύποπτοι ομολόγησαν “αφού εξ΄υλίσθησαν”...
Τον Οκτώβριο του 1823 συνελήφθη ένας μοναχός ονομάτι Γαβριήλ, θεωρήθηκε κατάσκοπος και “μπαρμπερίστηκε”!
Πηγή: Η κατασκοπία κατά την Επανάσταση του 1821, Χρ. Ρέππας -Με αποσπάσματα κειμένων από το βιβλίο του “Υποθέσεις κατασκοπίας κατά την Επανάσταση του 1821-Αρχειακά κείμενα”