Συνεχίζουμε σήμερα το αφιέρωμα του ΠΕΝTΑΠΟΣΤΑΓΜΑ με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821. Στο σημερινό δεύτερο μέρος του αφιερώματος (Διαβάστε το πρώτο μέρος εδω) θα ασχοληθούμε με τις προηγούμενες εξεγέρσεις και με τα οικονομικά του αγώνα.
Στο 1821 φτάσαμε μετά από 16 μεγάλα, αλλά και άστοχα, επαναστατικά κινήματα, τα οποία για καταπνιγούν πλημμύρισε στο αίμα η χώρα...
Συνολικά αν υπολογιστούν και οι κατά καιρούς μικρότερες εξεγέρσεις ο αριθμός φτάνει στις 70 προσπάθειες.
Αναλυτικά:
-Πρώτο της Λέσβου το 1462, λίγα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Καταπνίγεται από ένα σώμα που αποτελείτο από 10.000 γενίτσαρους
-Δεύτερο στην Πελοπόννησο το 1463 με τη νυποστήριξη των Ενετών
-Στην Ήπειρο το 1481 με πρωταγωνιστές τους οπλαρχηγούς Κροκόδειλο Κλαδά και Θεόδωρο Μπούα.
-To 1571 μετά την μεγάλη Ναυμαχία της Ναυπάκτου όταν αναχαιτίσαμε οι Χριστιανοί με ηγέτη τον Δον Χουάν Ντ΄Αούστρια τους Τούρκους με νάυαρχο τον Καρά Αλή, έγινε η εξέγερση της Ρούμελης κα ιτης Ηπείρου.
-Το 1585 στην Ακαρνανία με τον Θεόδωρο Γρίβα και οι Ηπειρώτες με τον Μάρκο Πούλιο και τον Μπαλάνο.
-Το 1603 ο πρώτος ξεσηκωμός της Κρήτης, της Πελοποννήσου και των νησιών με ιππότες από την Μελίτη (Μάλτα).
-Το 1645 τα Χανιά ελεύθερα για 15 χρόνια.
-Το 1680 πάλι η Πελοπόννησος πάλι σε συνεργασία με τους Ενετούς
-Το 1687 η Ρούμελη. Οι Τούρκοι κλείνονται στην Ακρόπολη της Αθήνας και έχουμε και την περίφημη βόμβα του Μοροζίνι.
-Το 1766 στην Ήπειρο με τον Γεώργιο Παπαζώλη
-Το 1770 τα ματωμένα και δραματικά Ορλωφικά. Οι Μανιάτες επαναστατούν. Κι αμέσως μετά ξεσηκώνονται η Αιγιάλεια, η Κορινθία, η Λιβαδειά, η περιοχή Βάλτου και Ξηρομέρου, καθώς και τα Σφακιά υπό τον Δασκαλογιάννη
-Το 1789 από την Γαλλική Επανάσταση με την ενθάρρυνση του Μεγάλου Ναποέοντα
-Το 1782 είχαμε την Συμφωνία της Μυρστέγης,δηλ. την υπογραφή της Ρωσοαυστριακής συμφωνίας για τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και με αφορμή αυτό πάλι οι Έλληνες ξεσηκώνονται με τον Λάμπρο Κατσώνη γύρω στο 1790
-Το 1808 με τον Παπαευθύμιο Βλαχάβα σε Χάσια και Όλυμπο
-Και φτάνουμε στο 1821 που πέτυχε. Με αφετηρία το Ιάσιο της Μολδοβλαχίας και πρωταγωνιστές τους άνδρες του Ιερού Λόχου. Η δεύτερη πράξη παίχτηκε στην Αγία Λαύρα!
Τα οικονομικά του αγώνα
Ο Γερμανός G.Maurer, Βαυαρός καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μονάχου και μέλος της τριμελούς Αντιβασιλείας του Όθωνα στο νεοσύστατο Βασίλειο της Ελλάδος, ασχολήθηκε με τα οικονομικά του αγώνα και συγκέντρωσε τα ποσά που προσέφεραν οι πλούσιοι, προεστοί, καραβοκυραίοι κλπ και γράφει: “Είναι μα την αλήθεια συγκινητικό όταν διαβάζει κανείς με πόση προθυμία βοήθησαν οι άνθρωποι αυτοί τον τόπο τους.... Μόνο τα αδέλφια Κουντουριώτη έδωσαν 1.500.000 φράγκα. Οι αδελφοί Βουδούρη 550.000 ο καθένας, οικογένεια Τσαμαδού 400.000, Τομπάζης 350.000, Ιωάννης Ορλάνδος 300.000, Μιαούλης 250.000, ο πεθερός του Σαχίνη 250.000. Όσοι δεν είχαν μετρητά έδιναν σε είδος. Οι νησιώτες λόγου χάριν έδωσαν τα πλοία τους, οι Ρουμελιώτες ό,τι πολυτιμότερο είχαν μέσα στα σπίτια τους, κι άλλοι ολόκληρη την περιουσία τους” (Βιβλίο “Ο Ελληνικός λαός” σελ. 345-355)
Από το βιβλίο του Βαυαρού Μάουρερ που γράφτηκε το 1835 μαθαίνουμε και τα παρακάτω περί των οικονομικών της επόμενης μέρας της επανάστασης:
«Εφόσον πριν από τον Απελευθερωτικό Αγώνα δεν υπήρχε ελληνικό κράτος, ήταν πολύ φυσικό να μην υπάρχουν και ελληνικά οικονομικά, ούτε και ελληνική οικονομική διοίκηση. Κάθε κοινότητα αντιμετώπιζε τις ανάγκες της με φόρους που επέβαλε η ίδια στους κατοίκους, και χρησιμοποιούσε και την κοινοτική τους περιουσία. Ο κάθε Έλληνας όμως, εκτός από αυτούς τους κοινοτικούς φόρους, πλήρωνε στην τουρκική κυβέρνηση και κεφαλικό φόρο –το χαράτσι- καθώς και άλλους ακόμη έκτακτους φόρους.
Αλλά και σε αυτή την τελευταία περίπτωση, πάλι οι Έλληνες προύχοντες αναλάμβαναν να καταμερίσουν, κατά την κρίση τους το ποσό και να το εισπράξουν από τον κάθε Έλληνα φορολογούμενο. Μόλις όμως άρχισαν να απελευθερώνονται οι επαρχίες, σταμάτησε αυτόματα και η καταβολή φόρων προς την τουρκική κυβέρνηση, και έπρεπε τώρα να δημιουργηθεί νέο δημόσιο ταμείο για την ελληνική κυβέρνηση.
Η πρώτη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου το 1822, καταπιάστηκε αμέσως με αυτό το θέμα. Ψηφίστηκε η φορολογική ισότητα όλων των πολιτών.
Αποφασίστηκε ότι τα κτήματα του Δημοσίου δεν θα μπορούσαν απαλλοτριωθούν, παρά μόνον με την συγκατάθεση του Νομοθετικού Σώματος.
Η κυβέρνηση όφειλε να διαπραγματευτεί δάνεια, αλλά δεν θα είχε το δικαίωμα να επιβάλλει κανέναν φόρο, αν δεν ψηφιζόταν σχετικός νόμος.
Όλες γενικά οι Εθνοσυνελεύσεις -και ιδιαίτερα του Άργους το 1829- ασχολήθηκαν με το ζωτικό αυτό πρόβλημα της αντιμετώπισης των οικονομικών, αλλά τα ταμεία του κράτους παρέμεναν άδεια.
Τα μόνα εισοδήματα στα οποία μπορούσε να υπολογίζει το νεοδημιούργητο κράτος ήταν τα εθνικά κτήματα, οι δημόσιοι φόροι, τα δάνεια και ακόμη οι εισφορές και δωρεές. Όλη η εδαφική επιφάνεια της Ελλάδας ανήκε, σύμφωνα με την τουρκική νομοθεσία, στον σουλτάνο. Μόλις όμως απελευθερώθηκε η χώρα, όλη αυτή η απέραντη ιδιοκτησία ήρθε στα χέρια του ελληνικού κράτους.
Δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια πόση ήταν ακριβώς η έκτασή της, πάντως θα πρέπει να ήταν οπωσδήποτε πάνω από το μισό της εδαφικής επιφάνειας. Μερικοί μάλιστα την υπολογίζουν, μαζί με τα εκκλησιαστικά και μοναστηριακά κτήματα, στα δεκαοχτώ ή δεκαεννιά εικοστά της εδαφικής έκτασης, και ότι μόνο το ένα εικοστό θα ανήκε σε ιδιώτες.
Όλα αυτά τα εθνικά κτήματα χωρίστηκαν –κατά έναν πολύ παράξενο τρόπο- σε δύο κατηγορίες, σε φθαρτά ελληνικά κτήματα και σε άφθαρτα. Στα φθαρτά υπολογίστηκαν οι μύλοι, διάφορα οικήματα και άλλα χτίρια, που η Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου του 1826 τα παραχώρησε στην κυβέρνηση και της έδωσε το δικαίωμα να τα πουλήσει.
Έτσι, πολύ γρήγορα, το ένα πίσω από το άλλο, πουλήθηκαν όλα σε ιδιώτες, αλλά η αξία τους δεν πληρώθηκε ποτέ.
Επανειλημμένα σχηματίστηκαν διάφορες επιτροπές για να ελέγξουν αυτούς τους τίτλους ιδιοκτησίας και να βεβαιώσουν αν τελικά πληρώθηκαν. Αλλά, μολονότι οι καταστάσεις γράφτηκαν και ξαναγράφτηκαν πολλές φορές, μολονότι οι επιτροπές αυτές κόστισαν αρκετά στο Δημόσιο, το μόνο αποτέλεσμα ήταν να εξακριβωθεί ότι πολλά εκατομμύρια οφείλονταν ακόμη, από τα οποία ούτε δραχμή δεν εισέπραξε ποτέ το κράτος.
Και όταν, μετά την παραίτηση του κόμητα Αυγουστίνου (σ.σ. αναφέρεται στον αδελφό του Ιωάννη Καποδίστρια, τον Αυγουστίνο Καποδίστρια) ανέλαβε η Διοικητική Επιτροπή, ακόμα πουλιόντουσαν τέτοια κτήματα, αλλά τα χρήματα πήγαιναν, λέει, σε διάφορες απαιτήσεις κατά του Δημοσίου. Εν πάση περιπτώσει, και μέχρι σήμερα ακόμη (σ.σ. το 1835) , το θέμα παραμένει σε εκκρεμότητα.
Ας έρθουμε τώρα στα λεγόμενα άφθαρτα εθνικά κτήματα. Τα περισσότερα από αυτά ήταν έρημες και ακαλλιέργητες εκτάσεις, γι’αυτό και η πρώτη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου αποφάσισε ότι αυτά πρέπει να πουληθούν, αλλά πάντα με την έγκριση του Νομοθετικού Σώματος [9].
Αλλά, παρά τις ξεκάθαρες αυτές διατάξεις, πολλά από αυτά τα κτήματα βρέθηκαν σε χέρια ιδιωτών, χωρίς να εκδοθούν επίσημοι τίτλοι.
Επιπλέον, έμειναν και ακαλλιέργητα, γιατί όσοι τα πήραν, είχαν τόσα πολλά, που δεν προλάβαιναν να τα καλλιεργήσουν όλα μαζί. Έσπερναν λοιπόν πότε εδώ και πότε εκεί και τα υπόλοιπα τα χρησιμοποιούσαν για βοσκοτόπια. Η δεύτερη Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου του 1826 για να ξαναπάρει πίσω αυτά τα κτήματα που είχαν πουληθεί παράνομα, ακύρωσε όλες αυτές τις αγοραπωλησίες, αλλά παρ’όλα αυτά, τα κτήματα παρέμειναν στους νέους κατόχους τους.
Επί Καποδίστρια έγινε νέα απόπειρα να τακτοποιηθεί το θέμα και συνάμα να εξασφαλιστούν από δω και πέρα οι νόμιμοι κάτοχοι. Με μια απόφαση της Εθνοσυνέλευσης του Άργους, το 1829, σχηματίστηκαν δύο επιτροπές, η μια για να ελέγξει τους τίτλους και να τακτοποιήσει συμβιβαστικά το πράγμα, και η άλλη για να κρίνει οριστικά τις περιπτώσεις που δεν μπορούσε να λύσει η πρώτη επιτροπή. Οι επιτροπές πράγματι συγκροτήθηκαν, αλλά παρέμειναν όπως ήταν.
Η ίδια Εθνοσυνέλευση πήρε και άλλες δύο αποφάσεις σχετικά με τα έσοδα από την πώληση των εθνικών κτημάτων.
Η μια, για να δοθεί μια ενίσχυση στους στρατιώτες και τους ναύτες και η άλλη για να βοηθηθούν οι κοινότητες και να καθορισθούν τα όρια της καθεμιάς.
Δεν εκτελέστηκε όμως ούτε η μία, ούτε η άλλη. Και ένα άλλο ακόμη ψήφισμα για διανομή γης στους κατοίκους των κοινοτήτων, έμεινε κι αυτό ανεκτέλεστο.
Τέλος, και μια άλλη απόφαση της ίδιας Εθνοσυνέλευσης σχετικά με την καταγραφή των εθνικών κτημάτων, ώστε να καταρτισθεί ένα γενικό κτηματολόγιο (από τότε!!!!) είχε την ίδια τύχη με τις προηγούμενες. Γιατί, ναι μεν ιδρύθηκε η επιτροπή, αλλά σύμφωνα με το πόρισμά της, η Πελοπόννησος και μόνο είχε χάσει τουλάχιστον τα 9/10 από την παλιά εδαφική της έκταση! Η δουλειά ξανάρχισε από την αρχή, αλλά κι εδώ δεν έγινε τίποτα».