Είναι 8 Νοεμβρίου 1977 όταν ο καθηγητής Αρχαιολογίας Μανόλης Ανδρόνικος μετά από εκατό ημέρες ανασκαφής σε λοφίσκο της Βεργίνας, που ο ίδιος θεωρεί τεχνητό και τον αποκαλεί «Μεγάλη Τούμπα», έχοντας προχωρήσει σε βάθος 12 και διάμετρο 100 μέτρων δε γνωρίζει ότι θα συναντήσει τη μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής του :ένα μακεδονικό βασιλικό τάφο.
Ο Ανδρόνικος μπαίνοντας με τη μέθοδο των τυμβωρύχων στον ασύλητο τάφο του άγνωστου ακόμα νεκρού, βλέπει ένα απίστευτο θέαμα : επίχρυσο ραβδί, θώρακα με χρυσές ταινίες και χρυσά πτερύγια, χάλκινες κνημίδες και μακεδονικό κράνος.
Η έκπληξή του ολοκληρώνεται την επόμενη μέρα όταν βρίσκεται μπροστά στην 11 κιλών χρυσή λάρνακα που στο πάνω μέρος της έχει τη δεκαεξάκρινη ακτίνα έμβλημα των μακεδόνων βασιλέων, ενώ μέσα της υπάρχουν καλά πλυμένα κόκαλα και κρανιακά οστά, με ένα χρυσό στεφάνι και φύλλα βελανιδιάς που είναι το ιερό δέντρο του Δία.
Η συνέχεια ανήκει στις σκέψεις που κάνει εκείνη την στιγμή ο ίδιος ο Μανόλης Ανδρόνικος :«Αν η υποψία που έχεις, πως ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο, είναι αληθινή κράτησες στα χέρια σου τη λάρνακα με τα οστά του.
Η ολόχρυση λάρνακα βάρους 11 κιλών με το δεκαεξάκτικο αστέρι στο σκέπασμά της.
Είναι απίστευτη και φοβερή μια τέτοια σκέψη και μοιάζει εντελώς εξωπραγματική. Νομίζω δεν έχω δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου τέτοια αναστάτωση, ούτε και θα δοκιμάσω ποτέ άλλοτε. Ένοιωσα πως τα μάτια μου είχαν βουρκώσει από ένα άτοπον πάθος, που θα έλεγε και ο παλιός μου φίλος ο Πλάτων. Για μια στιγμή ένοιωσα πραγματικά ευτυχισμένος από το συναρπαστικό όνειρα που ζούσα μέρα μεσημέρι».