105 χρόνια συμπληρώνονται από τη δολοφονία του- Η ιστορία του Ηλία Σπαντιδάκη(Λούης Τίκας) που δεν φοβήθηκε τους Ροκφέλερ- Πώς οργάνωσε τους απεργούς στα ανθρακωρυχεία του Κολοράντο και η αιματηρή μάχη με την πολιτοφυλακή
Πέρασαν 105 χρόνια. Κι όμως στην Αμερική τον αντιμετωπίζουν ακόμη ως ήρωα. Η Παγκόσμια εργατική τάξη τον τιμά ως ένα από τους πρωτοπόρους του συνδικαλισμού και των αγώνων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες. Στο Κολοράντο του έστησαν άγαλμα και το όνομά του έχει γραφτεί με χρυσά γράμματα. Εμείς εδώ απλώς τον αγνοούμε! Το όνομά του Λούης Τίκας, αλλά όταν έφυγε από το χωριό του , κοντά στο Ρέθυμνο τα χαρτιά του έγραφαν Ηλίας Σπαντιδάκης!
Ο κρητικός που τιμάται σήμερα σε όλο τον κόσμο το Πάσχα του 1914 έπεσε νεκρός από τις σφαίρες της Πολιτοφυλακής του Κολοράντο. Ήταν το θύμα σε μια αιματηρή μάχη που έδωσαν οι ανθρακωρύχοι κατά του καθεστώτος που ήθελε να επιβάλει ο Ροκφέλερ. Ο Λούης Τίκας ήταν στην πραγματικότητα ο αρχηγός των εργατών ανάμεσα στους οποίους ήταν ακόμη πολλοί Έλληνες και κρητικοί που πήγαν στις ΗΠΑ για να ζήσουν το “αμερικάνικο όνειρο”. Αντ’αυτού έζησαν την επονομασθείσα «Σφαγή του Λάντλοου» που υπήρξε μία από τις αιματηρότερες επιθέσεις της εργοδοσίας και του κράτους στο συνδικαλιστικό κίνημα των ΗΠΑ. Έγινε στις 20 Απριλίου του 1914 στην πόλη Λάντλοου του Κολοράντο και ήταν το αποκορύφωμα της εργατικής καταπίεσης των 12.000 ανθρακωρύχων της περιοχής.
Το χρονικό δεν γράφτηκε ποτέ και δεν περιλαμβάνεται στα βιβλία της αμερικανικής ιστορίας. Και είχε σχεδόν ξεχαστεί, ώσπου το 1944 ο Γούντυ Γκάρθυ έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο «The Ludlow Massacre»( «Σφαγή του Λάντλοου» ). Το τραγούδι ακουγόταν συχνά στις διαδηλώσεις της δεκαετίας του ’60, κι έπειτα όλα ξεχάστηκαν πάλι… Πώς έγινε και στην Ελλάδα το όνομα του Τίκα έσβησε ίσως εξηγείται από τις συνθήκες-πολιτικές και κοινωνικές-που επικράτησαν στην χώρα μας. Δεν ήθελαν να ακούσουν για συνδικαλισμό, δεν ήθελαν να ακούσουν για δικαιώματα.
Η αρχή...
Η κατάσταση στα αμερικάνικα ορυχεία ήταν σχεδόν μεσαιωνική: από το 1910 μέχρι το 1913, 618 ανθρακωρύχοι είχαν χάσει τη ζωή τους σε εργατικά ατυχήματα. Και τα ημερομίσθια ήταν τόσο χαμηλά ώστε πολλές οικογένειες ικανοποιούνταν με τις «αποζημιώσεις θανάτου» που έφταναν τα εφτακόσια δολάρια (χώρια το φέρετρο των είκοσι δολαρίων). Τα ορυχεία είχαν ήδη μακριά ιστορία απεργιών: το 1894 –μόλις τέσσερα χρόνια μετά την ίδρυση του παναμερικανικού συνδικάτου εργατών ορυχείων- είχε γίνει απεργία στο Κριπλ Κρηκ του Κολοράντο, το 1896 στο Λέντβιλλ, το 1899 στο Κερνταλέν του Άινταχο, το 1902, η λεγόμενη απεργία του ανθρακίτη στην Πενσυλβάνια είχε διαρκέσει 164 μέρες. Το 1903 είχε σημειωθεί κύμα απεργιών σ’ όλα τα ορυχεία το Κολοράντο, το 1907 είχε γίνει η απεργία των ανθρακωρύχων στη Νεβάντα, ενώ την ίδια χρονιά είχε συμβεί η μεγαλύτερη εργατική τραγωδία των ΗΠΑ στα ορυχεία του Μόνονγκα της Δυτικής Βιρτζίνια (361 νεκροί).
Ήταν η εποχή που στην Αμερική κυκλοφορούσε ένας μύθος. Ότι δήθεν οι Έλληνες που δούλευαν στους σιδηροδρόμους και τα εργοστάσια ήταν συχνά απεργοσπάστες. Αν και δούλευαν σκληρά, σέρνονταν στα καφενεία και έμπλεκαν σε καβγάδες, είχαν τα χαρακτηριστικά ανθρώπων της εργοδοσίας: Ήταν αναλφάβητοι, ανοργάνωτοι, και επιρρεπείς στις κλεψιές και τα συνοπτικά μαχαιρώματα. Ήταν θύματα-αν και καθόλου αθώα. Έτσι τους παρουσίαζαν, αλλά υπήρχε κι ένα κομμάτι που ήθελε τους Έλληνες αγωνιστές, μαχητικούς και αλληλέγγυους με κινήματα που άρχισαν να αναπτύσσονται σε όλο τον κόσμο. Ένας από τους ηγέτες αυτής της ομάδας ήταν ο Λούης Τίκας.
Ο Ηλίας Σπαντιδάκης που έγινε στη συνέχεια Λούης Τίκας ήταν είκοσι χρονών όταν μπήκε στο καράβι που τον έφερε από το Ρέθυμνο στη Νέα Υόρκη τον Μάρτιο του 1906. Έξι μήνες αργότερα βρέθηκε στο Κολοράντο μέσα στο βαγόνι ενός εμπορικού τραίνου. Οι δυτικές πολιτείες υπόσχονταν δουλειά και αγροτική ζωή, που φαινόταν πιο οικεία από εκείνη της μεγαλούπολης: ο Λούης Τίκας εγκαταστάθηκε στο Ντένβερ κι άρχισε να δουλεύει στα χαλυβουργία του Πουέμπλο καμιά τριανταριά μίλια μακριά, με ημερομίσθιο $1.75, για δώδεκα ώρες την ημέρα. Το 1910 ορκίστηκε Αμερικανός πολίτης και άνοιξε καφενείο στην οδό Μάρκετ του Ντένβερ, μια εργατική γειτονιά που έγινε η τοπική ελληνική παροικία: την εποχή εκείνη στο Ντένβερ ζούσαν 240 Έλληνες. Συμπτωματικά, απέναντι απ’ το καφενείο βρίσκονταν τα γραφεία της τοπικής οργάνωσης των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου. Ο Τίκας, είτε έγινε από την αρχή μέλος των Wobblies, είτε όχι (οι μαρτυρίες είναι συγκεχυμένες), ήταν αποφασισμένος να αφομοιωθεί στην καινούρια χώρα, αντίθετα από τους περισσότερους συμπατριώτες του …
Κάποιες πληροφορίες λένε ότι προσπάθησε να μπει στο αστυνομικό σώμα (πράγμα που για τα σημερινά δεδομένα φαίνεται λιγάκι παράδοξο), αλλά απερρίφθη εξαιτίας της εμπλοκής του με τους Wobblies. Είχε μια αθέατη πλευρά: αν πιστέψει κανείς τις φήμες, ήταν επικεφαλής ενός συνδικάτου λούστρων που το 1910 έκαναν απεργία ζητώντας αύξηση 100% (από πέντε σε δέκα σεντς!) ενώ άλλοι λένε πως δούλευε για μια ασφαλιστική εταιρία. Όπως και να έχει ο Λούης Τίκας αναδείχτηκε σε ηγετική μορφή ανάμεσα στον συρφετό των καφενόβιων: μιλούσε καλύτερα αγγλικά απ’ οποιονδήποτε άλλον, και έστελνε τα εμβάσματα στην Ελλάδα για λογαριασμό των συμπατριωτών του που δεν ήξεραν πώς να φερθούν στο ταχυδρομείο και στην τράπεζα.
Ο Τίκας δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε ίσως αριστερός, οργανωμένος ριζοσπάστης ή συνειδητοποιημένος μαχητής των εργατικών δικαιωμάτων. Μάλλον κινούνταν απλός από την παραδοσιακή αξία του κρητικού «φιλότιμου». Ο κόσμος γύρω του είχε επιτακτική ανάγκη από φιλότιμο: οι Έλληνες του Κολοράντο βρίσκονταν στο έλεος των εταιριών και των αφεντικών που γεννιόνταν μέσα στην ίδια την ελληνοαμερικανική μειονότητα. Την εποχή που ο Λούης Τίκας έφτασε στο Ντένβερ, το μεγάλο αφεντικό ήταν ο Λεωνίδας Σκλήρης, από τη Σπάρτη, που έλεγχε τους Έλληνες εργάτες όχι μόνο στο Κολοράντο αλλά στη Γιούτα και τη Νεβάντα. Επρόκειτο για ένα είδος μαφίας: στην ελληνοαμερικάνικη εφημερίδα Ο εργάτης, ο Σκλήρης είχε μεταφέρει τη νοοτροπία της οθωμανικής ρουσφετολογίας στην αμερικάνικη ήπειρο, έβρισκε ευτελείς και υπηρετικές δουλειές για τη συμμορία του και τη χρησιμοποιούσε για ρουφιανιές. Οι Έλληνες «του Σκλήρη» εργάζονταν για $1.75 την ημέρα ενώ οι Γερμανοί και οι Ουαλοί έπαιρναν $2,.50.
Έτσι, το 1912, ενώ ξεσπούσε ο πόλεμος στα Βαλκάνια, ο Λούης Τίκας εγκατέλειψε το καφενείο χωρίς να δώσει εξηγήσεις. Είτε πήγε να δουλέψει χαφιές στα ορυχεία (οι εταιρείες προσλάμβαναν τους λεγόμενους scabs με σχετικά καλούς μισθούς), είτε πήγε να οργανώσει τους εργάτες: κανείς δεν ξέρει με ακρίβεια. Πάντως, το Νοέμβριο του 1912 βρισκόταν στα ορυχεία του Φρέντερικ στο Κολοράντο, που ήταν σκαλαβοπάζαρα. Και στις 19 Νοεμβρίου ήταν επικεφαλής των 63 Ελλήνων που κατέβηκαν σε απεργία. Ίσως εκείνη τη στιγμή συνέβη η μεταστροφή του διστακτικού χαφιέ σε εργατικό ηγέτη.
Η απεργία του Φρέντερικ ήταν η πρώτη «αμερικανική» του πράξη: η πρώτη πράξη ενός προλετάριου δυτικού τύπου σε πλήρη διάσταση από ανθρώπους σαν τον Σκλήρη που εκπροσωπούσαν το ήθος ενός παλιού κόσμου άγνοιας και υποτέλειας. Στη διάρκεια αυτής της απεργία συνέβησαν πολλά: όργιο εγκάθετων, προβοκάτσιες (οι «scabs» έβαλαν φωτιά στο κτίριο δίπλα στο φρέαρ του ορυχείου), συλλήψεις και φυλακίσεις. Ο Τίκας περιδιάβαινε τα ορυχεία του Νότιου Κολοράντο όλη εκείνη τη χρονιά. Κι όπως φαντάζεται κανείς δεν άργησε να ονομαστεί «Louis the Greek» που μερικοί αργότερα θυμούνταν και ως «Leo the Gretan» .
Η απεργία στο Λάντλοου…
Η απεργία στο Λάντλοου άρχισε στις 23 Σεπτεμβρίου του 1913, με πρωτοβουλία του συνδικάτου και με αιτήματα συστήματα ασφαλείας για τους εργαζόμενους, υψηλότερους μισθούς και αναγνώριση του συνδικάτου. Οι απεργοί ζητούσαν οχτάωρο και το δικαίωμα να ζουν έξω από τους οικισμούς των εταιρειών. Δεκατρείς χιλιάδες άνθρωποι άφησαν τα χαμόσπιτά του οικισμού και έστησαν σκηνές όπου εγκαταστάθηκαν και οργανώθηκαν με όποιο τρόπο μπορούσαν. Επικεφαλής της απεργίας ήταν ο Τζον Λώζον και ο Λούης Τίκας που είχε μια ομάδα στήριξης από Κρητικούς, μερικοί από τους οποίους είχαν πάρει μέρος στις απεργίες του Μπίνγκχαμ στη Γιούτα. Τον Οκτώβριο, ο καταυλισμός των απεργών λειτουργούσε κιόλας σαν πόλη: πεντακόσιοι άνδρες, τριακόσιες πενήντα γυναίκες, τετρακόσια πενήντα παιδιά, ελληνικός φούρνος, ελληνικό καφενείο κλπ.
Από την κηδεία των θυμάτων…
Η απεργία προκάλεσε την άγρια αντίδραση της οικογένειας Ροκφέλερ. Προσέλαβε το Πρακτορείο Ντετέκτιβ «Μπάλντουιν-Φελτς», προκειμένου να τρομοκρατήσει τους απεργούς και τη συνδικαλιστική τους ηγεσία. Το Πρακτορείο είχε σπουδαία φήμη σ' όλη την Αμερική για την αποτελεσματικότητά του στην καταστολή απεργιών. Προμήθευσε την εργοδοσία με οπλισμένους φρουρούς, ελεύθερους σκοπευτές, πράκτορες, επαγγελματίες προβοκάτορες, ακόμη μ' ένα τεθωρακισμένο όχημα με πολυβόλο.
Οι επιθέσεις των ανθρώπων της εργοδοσίας ήταν καθημερινό φαινόμενο στις κατασκηνώσεις, που εν τω μεταξύ είχαν στήσει οι απεργοί. Στις 17 Οκτωβρίου 1913 ένας απεργός σκοτώθηκε και δύο παιδιά τραυματίσθηκαν από τους πολυβολισμούς του τεθωρακισμένου οχήματος. Η κατάσταση είχε φθάσει στο απροχώρητο με τους απεργούς να μην υποχωρούν. Στις 28 Οκτωβρίου ο κυβερνήτης του Κολοράντο, Ιλάιας Άμονς, αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Απέστειλε την Εθνοφρουρά στο Λάντλοου για να επιβάλει την τάξη και να διαλύσει την απεργία.
Η Εθνοφρουρά συνέχισε να κατατρομοκρατεί τους απεργούς, το ηθικό των οποίων χαλυβδωνόταν με την πάροδο του χρόνου. Ύστερα από τρεις μήνες στασιμότητας, ο κυβερνήτης Άμονς αποφάσισε να αποσύρει την Εθνοφρουρά, μη αντέχοντας το κόστος διατήρησής της επί μακρόν στο πεδίο της μάχης. Τότε οι Ροκφέλερ προσφέρθηκαν να επανδρώσουν με δικό τους προσωπικό την Εθνοφρουρά.
Στις 10 Μαρτίου 1914 ένας απεργοσπάστης βρέθηκε νεκρός στις γραμμές του τρένου κοντά στον καταυλισμό των απεργών. Ηταν η αφορμή για τις δυνάμεις καταστολής να ξεκαθαρίσουν μια και καλή την κατάσταση.
Ο κρητικός που τα έβαλε με τους ισχυρούς Αμερικάνους!
Η Εθνοφρουρά με τη νέα της σύνθεση αποφάσισε να ισοπεδώσει τις τεντουπόλεις, αν και ήταν σε χώρο ιδιοκτησίας των ανθρακωρύχων. Επελέγη η κατασκήνωση Λάντλοου, 30 χιλιόμετρα βόρεια της πόλης Τρίνινταντ. Το πρωί της 20ης Απριλίου οι εθνοφρουροί άνοιξαν πυρ, την ώρα που η ελληνική κοινότητα των ανθρακωρύχων γιόρταζε το Πάσχα με τον πατροπαράδοτο τρόπο.
Οι απεργοί ανταπέδωσαν το πυρ και η μάχη διήρκεσε επί ώρες. Ο Λούης Τίκας, επικεφαλής της κατασκήνωσης, ζήτησε αργά το απόγευμα εκεχειρία από την Εθνοφρουρά. Ο επικεφαλής της, υπολοχαγός Λίντερφελντ, χτύπησε με τον υποκόπανο του όπλου τον Τίκα και τον έριξε στο έδαφος. Τρεις σφαίρες από όπλα εθνοφρουρών βρήκαν στην πλάτη τον πεσμένο συνδικαλιστή και τον αποτελείωσαν, σε ηλικία 30 ετών. Οι εθνοφρουροί επέδραμαν στη συνέχεια στην κατασκήνωση του Λάντλοου και την παρέδωσαν στις φλόγες. 17 άνθρωποι από την πλευρά των ανθρακωρύχων σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα, που έμεινε στην ιστορία ως «Η σφαγή του Λάντλοου».
Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα απ' άκρου εις άκρον των ΗΠΑ. Οπλισμένοι εργάτες από παρακείμενα ανθρακωρυχεία κινήθηκαν εναντίον της εθνοφρουράς του Κολοράντο, πολλοί άνδρες της οποίας αρνήθηκαν να χτυπήσουν τους απεργούς. Ομάδες απεργών δυναμίτισαν ανθρακωρυχεία και κατέλαβαν πόλεις του Κολοράντο. Στο Κογκρέσο, ο σοσιαλιστής βουλευτής του Ουισκόνσιν Βίκτωρ Μπέργκερ ζήτησε απ' τους εργαζομένους να πάρουν τα όπλα για να υπερασπισθούν τους εαυτούς τους.
Η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου. Έπειτα από 10 μέρες συγκρούσεων, ο κυβερνήτης του Κολοράντο, Ιλάιας Άμονς, ζήτησε την συνδρομή του Προέδρου Γούντροου Ουίλσον. Ο ομοσπονδιακός στρατός που εστάλη στην περιοχή αφόπλισε τους απεργούς, οι οποίοι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στα ανθρακωρυχεία χωρίς να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους. Μάλιστα, η εργοδοσία προχώρησε σε εκτεταμένες απολύσεις, αντικαθιστώντας τους απεργούς με μη συνδικαλισμένους εργάτες. Από την Εθνοφρουρά κανείς δεν διώχθηκε για τις επιθέσεις στους απεργούς και τις οικογένειές τους, που στοίχισαν τη ζωή σε 66 ανθρώπους, ηλικίας από 2,5 έως 45 ετών.
Σε ένδειξη διαμαρτυρία για τα γεγονότα του Λάντλοου, διάφοροι μεταρρυθμιστές και σοσιαλιστές οργάνωσαν πικετοφορίες σ’ όλη τη χώρα. Ο συγγραφέας Άπτον Σίνκλαιρ (που αργότερα έγραψε το μυθιστόρημα «King Coal») στήθηκε επί μέρες έξω από τα γραφεία του Ροκφέλλερ στη Νέα Υόρκη σε «σιωπηλή διαδήλωση», αλλά το Σοσιαλιστικό Κόμμα (με τη συνηθισμένη του στενοκεφαλιά) τον επέκρινε με το σκεπτικό, ότι «δεν φταίνε τα πρόσωπα αλλά το σύστημα». Στο Σικάγο πραγματοποιήθηκε μεγάλη διαδήλωση με πρωτοβουλία της εφημερίδας Masses. Ο Σίνκλαιρ και ο προοδευτικός δικαστής του Ντένβερ, Μπ. Μπ. Λίντσεϋ, ταξίδεψαν μαζί με γυναίκες απεργών σ’ όλη την Αμερική μιλώντας σε συγκεντρώσεις για την σφαγή του Λάντλοου. Τέλος, στο Τάρρυταουν της Νέας Υόρκης τέσσερα μέλη των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου σκοτώθηκαν από ωρολογιακή βόμβα που προοριζόταν για το σπίτι του Ροκφέλλερ.
Μια τιμητική αναφορά…
Στην Ελλάδα σχεδόν έχει αποκρυβεί το γεγονός της σφαγής του Λαντλάου. Ελάχιστες φορές έχει γίνει αναφορά στη Βουλή ή σε επίσημες εκδηλώσεις. Και είναι προς τιμήν του τότε κρητικού βουλευτής της ΝΔ Κώστα Μπαντουβά που σε μια ομιλία του για τους μετανάστες και το νέο νόμο έκανε ειδική αναφορά στον Λούη Τίκα:
«…Είναι ευνόητο, είπε ο κ.Μπαντουβάς, ότι μια χώρα όπως η Ελλάδα που κατέστη τόπος υποδοχής εκατοντάδων χιλιάδων αλλοδαπών μεταναστών -αλήθεια ποιος το περίμενε τη δεκαετία του ’50 και του ’60 ότι θα ερχόταν μια μέρα που θα συζητούσαμε μέσα σ’ αυτήν την Αίθουσα ένα νομοσχέδιο μεταναστευτικής πολιτικής- οι οποίοι επιζητούν μια καλύτερη μοίρα για τη ζωή τους. Οφείλει, λοιπόν, η Ελλάδα να πράξει κάθε τι προκειμένου να τους διασφαλίζει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης και να μην τους συμπεριφέρεται ως πολίτες β΄ κατηγορίας. Πολύ περισσότερο σήμερα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, το χρέος μας, ως σύγχρονο και ευνομούμενο κράτος, είναι να παρέχουμε το δικαίωμα στην εργασία και στην αξιοπρεπή διαβίωση στους μετανάστες, που ήδη έχουν ενταχθεί στους κόλπους της κοινωνίας μας. Διότι και εμείς ως λαός γνωρίζουμε πολύ καλά τι σημαίνει να είσαι μετανάστης.
Ένα από τα πολλά παραδείγματα των Ελλήνων μεταναστών είναι και ο Λούης Τίκας, κρητικής καταγωγής, ο οποίος πρωτοστάτησε στην οργάνωση των Ελλήνων ανθρακωρύχων στα ανθρακωρυχεία των Ροκφέλερ στο Κολοράντο και αγωνίστηκε κατά της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης των πρώτων μεταναστών στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, με τίμημα, τελικά, την ίδια του τη ζωή το 1914. Δολοφονήθηκε πισώπλατα.
…Γνωρίζετε όλοι ότι έξω υπάρχει μια δεύτερη Ελλάδα. Άλλα έξι εκατομμύρια Έλληνες περίπου, μετανάστες πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς, ζουν στο εξωτερικό από τη Γερμανία μέχρι την Αμερική και τη μακρινή Αυστραλία. Χιλιάδες από αυτούς εργάζονται και μεγαλουργούν στον ευρύτερο χώρο των επιστημών, των γραμμάτων και των τεχνών. Χαίρουν ο καθένας στον τομέα του, την εκτίμηση και το σεβασμό της παγκόσμιας κοινότητας, αλλά ταυτόχρονα ζώντας με το παράπονο ότι η πατρίδα τούς έχει ξεχασμένους. Διότι, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ενώ θεσπίζουμε νόμους για να στηρίξουμε τους οικονομικούς μετανάστες, που παράνομα έχουν έλθει στη χώρα μας και ορθώς το κάνουμε, από την άλλη αφήνουμε τους Έλληνες της διασποράς να αφομοιώνονται από τις ξένες κοινωνίες και να χάνουν την ελληνικότητά τους. Τριάντα χιλιάδες Έλληνες στην Αργεντινή έχουν σχεδόν ξεχάσει την καταγωγή τους και άλλες τριάντα χιλιάδες στη Βραζιλία. Εκατόν πενήντα χιλιάδες στη Ρωσία ,διακόσιοι πενήντα χιλιάδες Έλληνες στην Ουκρανία και δεκάδες χιλιάδες στο Καζακστάν, δεν μιλούν ελληνικά και διψούν όμως να τα μάθουν. Ευτυχώς το Σ.Α.Ε. έχει κάνει τεράστια βήματα στο θέμα αυτό. Πέντε χιλιάδων ετών οι Έλληνες Πόντιοι της Γεωργίας και του Καυκάσου, που αντί να τους αγκαλιάσουμε όταν έρχονται στην πατρίδα για να βρουν επιτέλους θαλπωρή και ηρεμία, εμείς τους αποκαλούμε υποτιμητικά μάλιστα «Ρωσοπόντιους».
… αισθάνομαι υπερήφανος κάθε φορά, που πάω στο «Βενιζέλειο Νοσοκομείο» του Ηρακλείου και αντικρίζω τις πλάκες, όπου αναγράφονται όλοι οι συνεισφέροντες Κρήτες ομογενείς για την κατασκευή του νοσοκομείου τη δεκαετία του ’50. Διότι γνωρίζω ότι οι περισσότεροι έφυγαν μ’ ένα παντελόνι και ίσως χωρίς σακάκι από τη μόλις απελευθερωθείσα από τον τούρκικο ζυγό Κρήτη μας. Αγράμματοι οι περισσότεροι και όμως έκρυβαν μέσα τους μια γενναία και παράλληλα λεπτή, γεμάτη φλόγα και πάθος κρητική ψυχή που δεν ξέχασε ποτέ την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Πάντα προσπαθούσαν να την βοηθήσουν υλικά. Αυτοί οι αγράμματοι έβγαλαν απόγονους γιατρούς , δικηγόρους, μεγάλους επιστήμονες, πολιτικούς που λαμπρύνουν τον επιστημονικό και επιχειρηματικό κόσμο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο μόνος ξένος που έχει τιμηθεί με το ανώτερο αμερικανικό παράσημο και έχει ενταφιαστεί στο νεκροταφείο Άρλινκτον της Ουάσινγκτον δίπλα στον Τζ.Φ. Κένεντι, είναι ο Γεώργιος Διλβόης, ήρωας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Μικρασιατικής καταγωγής, αλατσατιανός που μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η οικογένειά του μετοίκισε στην Κρήτη και συγκεκριμένα στο προάστιο Φορτέτσα του Ηρακλείου. Τόσες και τόσες γενιές Ελλήνων που ξενιτεύτηκαν, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη έξω, τα κατάφεραν εργαζόμενοι σκληρά σε δουλειές που πολλοί άλλοι δεν έκαναν και έγιναν πολίτες άλλων κρατών. Έγιναν πολίτες του κόσμου, χωρίς καμία βοήθεια από την πατρίδα, διότι, δυστυχώς, η πατρίδα τούς υπολόγιζε μόνο ως μεταναστευτικό συνάλλαγμα. Οι άνθρωποι αυτοί όμως διατηρούν το όνειρο του νόστου βαθειά ριζωμένο μέσα τους, γιατί οι ίδιοι είναι περήφανοι για την καταγωγή τους και γιατί θέλουν και τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους και τα δισέγγονά τους να διατηρήσουν ζωντανούς τους δεσμούς με το χωριό, τα ήθη και τα έθιμα ,τη γλώσσα και την ιστορία της μητέρας Ελλάδας. Παίρνεις θάρρος όταν ακούς ελληνόπουλο της Αμερικής δεύτερης γενιάς, να λέει ότι οι γονείς μου δεν έζησαν ποτέ στην Ελλάδα ο πατέρας μου μεγάλωσε στην Αλβανία και η μητέρα μου στην Τουρκία, όμως ποτέ δεν σκέφθηκαν τους εαυτούς τους ως Αλβανό ο πατέρας μου ή ως Τουρκάλα η μητέρα μου. Αισθάνονται εθνικά, γλωσσικά και θρησκευτικά Έλληνες μέχρι το μεδούλι τους…’