Αποφασίζοντας να δώσει μια λύση στη διαμάχη του εκκλησιαστικού ζητήματος μεταξύ Ησυχαστών και αντιησυχαστών, ο Ιωάννης Στ’ Καντακουζηνός δίνει εντολή για την σύγκλιση συνόδου στην οποία θα συμμετείχε ως πρόεδρος, λίγο μετά την επιστροφή του από τη Θεσσαλονίκη το 1351.
Μαζί με τον πατριάρχη Κάλλιστο, ο οποίος εξελέγη σε αυτή την θέση από τις 10/6/1350, ξεκίνησαν τις εργασίες στις 28/5/1351. Με τον Αθωνίτη μοναχό και φίλο του Παλαμά, πατριάρχη και τους φίλια προσκείμενους στον ησυχασμό επισκόπους, το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν προδεδικασμένο. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς όμως παραμένει ανένδοτος και υπερασπίζεται σθεναρά την γνώμη του. Στις 9/6 αναγνώσθηκαν οι αποφάσεις κατά των αντιπαλαμικών που απαγγέλθηκαν τα έτη 1341 κι 1347. Τον επόμενο μήνα, σε νέα σύνοδο, αυτή τη φορά μόνο με παλαμικούς, απαγγέλλεται η ορθόδοξη διδασκαλία του Γρηγόριου Παλαμά, αφορίζονται οι διαφωνούντες και σε τελετή στις 15/8 στην Αγία Σοφία ο Τόμος υπογράφεται και από τον Καντακουζηνό. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς θα εγκλειστεί στη μονή της Χώρας απ’ όπου θα συνεχίσει να υπερασπίζεται την αξία της δικής του θεολογικής ερμηνείας.[1]
Στο πεδίο των επιχειρήσεων, ο Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος αναλαμβάνει θερινή εκστρατεία ενάντια στον ήδη δυσαρεστημένο Ματθαίο, που νιώθει παραγκωνισμένος από τον πατέρα του, πολιορκώντας την Αδριανούπολη. Με Τούρκους ενισχυτικούς η πολιορκία σπάει και ο Ιωάννης Ε’ κλιμακώνει την σύγκρουση καλώντας τους Σέρβους του Δουσάν που καταφθάνει με 4.000 ιππείς και τους Βούλγαρους. Οι προσπάθειες, από τις 10/6/1352, του μεσολαβητή πατριάρχη Κάλλιστου αποβαίνουν άκαρπες. Ο εμίρης Ορχάν καταφθάνει με 10.000-12.000 ιππείς υπό τον Σουλεϊμάν και συντρίβει τους συμμάχους του Ιωάννη Ε’ τον χειμώνα του 1352, στον ποταμό Έβρο. Ο τελευταίος εγκαταλείπει την Θράκη στις αρχές του 1353 και μεταβαίνει στην Τένεδο, μαζί με τη σύζυγό του.[2] Αυτή θα ήταν η τελευταία φορά όπου οι Οθωμανοί θα έρχονταν μετά από πρόσκληση των Βυζαντινών. Η ουσιαστική μεταβολή της Οθωμανικής πολιτικής απέναντι στο Βυζάντιο αποκαλύφθηκε, όταν ο δραστήριος Σουλεϊμάν κατέλαβε το 1352 το φρούριο της Τζύμπης, αρνούμενος να το επιστρέψει στον Καντακουζηνό. Η νέα, μόνιμη πλέον, βάση των Οθωμανών από τον συγγενή μάλιστα του αυτοκράτορα άφηνε ανοιχτή πλέον την «κερκόπορτα» για την κατάληψη της Αυτοκρατορίας.[3]
>Μέσα σε αυτή την εξαιρετικά ταραγμένη περίοδο αποφασίζεται πλέον να κοπεί το νήμα της δυναστείας των Παλαιολόγων και να αναγορευθεί, ο Ματθαίος Καντακουζηνός συναυτοκράτορας.
Οι συνεχείς συγκρούσεις είχαν διαλύσει οριστικά πλέον την ιδέα του «προστάτη» του Ιωάννη Ε’. Όμως η πράξη αυτή βρήκε αντιμέτωπη την άρνηση του πατριάρχη Κάλλιστου, καθώς αρνούνταν να συναινέσει στον παραγκωνισμό του νόμιμου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου, υπενθυμίζοντάς του να μην αθετήσει τον όρκο που έδωσε το 1347. Τον Απρίλιο του 1353 γίνεται η αναγόρευση του Ματθαίου Καντακουζηνού στο παλάτι και πλέον με διάταγμα, θα μνημονεύονταν το όνομά του στη θέση του Ιωάννη Παλαιολόγου και θα συνεχιζόταν η μνημόνευση της αυτοκράτειρας Άννας και του υιού του Ιωάννη Ε’, Ανδρόνικου.[4] Το ζητούμενο ήταν η απαλοιφή και η απομόνωση του Ιωάννη Ε’ , όπως και έγινε. Το αποτέλεσμα ήταν να παραιτηθεί από την θέση του ο Κάλλιστος, να προσφύγει στη συνοικία του Γαλατά, όπου οι Γενουάτες τον βοήθησαν να μεταβεί στην Τένεδο για να τύχει θερμής υποδοχής από τον Ιωάννη Ε’, ο οποίος τον αντάμειψε. Την θέση του Κάλλιστου ανέλαβε να αναπληρώσει ο Φιλόθεος Κόκκινος, ο επίσκοπος Ηράκλειας, ο οποίος πρόθυμα τέλεσε την στέψη του Ματθαίου με την Ειρήνη τον Φεβρουάριο του 1354. Η τελετή έλαβε μέρος, στο ναό της Παρθένου στις Βλαχέρνες. Σύμφωνα με το εθιμοτυπικό ο ίδιος ο Ματθαίος τοποθέτησε το στέμμα στην σύζυγό του. Φαινομενικά, η γραμμή διαδοχής είχε εξασφαλιστεί.
Τα προβλήματα όμως ήταν ακόμα αξεπέραστα. Η παρουσία των Τούρκων βοηθητικών είχε γίνει ανυπόφορη για τους ήδη σκληρά δοκιμαζόμενους κατοίκους της Θράκης. Σταδιακά οι Οθωμανοί, συμπεριφέρονταν σαν να ήταν κύριοι των εδαφών και με αιχμή τους ημιανεξάρτητους γαζήδες ερήμωναν και ξεχαρβάλωναν την όποια άμυνα προσπαθούσε να αντιτάξει το Βυζάντιο. Ο φιλόδοξος υιός του Ορχάν, Σουλεϊμάν, αποτελεί μια μόνιμη απειλή στην εύθραυστη συμμαχία με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Οι Οθωμανοί εξαπλώνονται και καταλαμβάνουν έναν λιμένα, τονAkca Liman, το φρούριο του Εξαμιλίου, τη Μάδυτο και το χωριό Σόφους.[5] Με διπλωματικούς ελιγμούς ο Ορχάν προσπαθούσε να αναβάλλει συνεχώς την προσφορά του Καντακουζηνού να αποχωρήσει από την χερσόνησο της Καλλίπολης, με αντάλλαγμα 10.000 υπέρπυρα.
Η νύχτα της 2ας Μαρτίου του 1354, σημαδεύτηκε από έναν ισχυρότατο σεισμό που διέλυσε ολοσχερώς τους οικισμούς πέριξ της Καλλίπολης, προκαλώντας εκατόμβες νεκρών, χιλιάδες προσφύγες και τεράστιες υλικές ζημιές. Τα ισοπεδωμένα τείχη της διαλυμένης Καλλίπολης, το «μάτι» του Βυζαντίου αυτή την περίοδο, αποτέλεσαν μια θαυμάσια ευκαιρία για τον Σουλεϊμάν, να διεκπεραιώσει την αποστολή πλήθους Οθωμανών στην Θράκη, τοποθετώντας ισχυρή φρουρά στην πόλη που καταλήφθηκε, ανοικοδομώντας τα τείχη. Στις διαμαρτυρίες των Βυζαντινών ο Σουλεϊμάν απάντησε ότι δεν μπορεί να αρνηθεί ένα «θεόσταλτο» δώρο, οδηγώντας τον Καντακουζηνό στην απεγνωσμένη κίνηση να τετραπλασιάσει το αρχικό προσφερόμενο ποσό. Η επιστροφή του αυτοκράτορα από συνάντηση στη Νικομήδεια που αναβλήθηκε, επειδή ο Ορχάν προφασίστηκε ότι ασθένησε, έδειχνε αν μη τι άλλο, ένα τετελεσμένο γεγονός. Η δοκιμασία για την ειλικρινή ή μη, η ήδη αμφίβολη πρόθεση των Οθωμανών θα χαθεί με την πτώση του Ιωάννη Καντακουζηνού.[6]
Μη έχοντας πολλές επιλογές ο Καντακουζηνός πλέει για Τένεδο το καλοκαίρι του 1354 προκειμένου να λύσει τις διαφορές με τον γαμπρό του Ιωάννη, χωρίς όμως να προκύψει τίποτα. Στις 29/11 ο Ιωάννης Ε’ αναχώρησε από την Τένεδο και κατάφερε να περάσει απαρατήρητος στο λιμάνι του Επτασκάλου και να εισέλθει στη Βυζαντινή πρωτεύουσα. Ο Ιωάννης Παλαιολόγος με ισχυρή βοήθεια από τον λαό της Κωνσταντινούπολης, καταλάμβανε μία προς μία τις οχυρωμένες θέσεις των στρατευμάτων του αυτοκράτορα. Ο Φιλόθεος κατέφυγε σε μυστική εσοχή στον Ναό της Αγίας Σοφίας και την 1/12 ο Ιωάννης Ε’ πρότεινε την γενική αμνηστία και την από κοινού άσκηση της εξουσίας με προβάδισμα του πεθερού του. Σε κρατική σύνοδος που συγκλήθηκε, συζητήθηκε το επείγον ζήτημα της απειλής των Τούρκων. Ο Καντακουζηνός επέμεινε στο μάταιο της ένοπλης αντιπαράθεσης, παρά μόνο αν υπήρχε υποστήριξη από ισχυρούς συμμάχους, ένα ρεαλιστικό αλλά μάλλον αντιφατικό επιχείρημα από την κατάσταση που κατά μέγα μέρος είχε αυτός προκαλέσει. Δεδομένης της εχθρότητας του λαού απέναντι στον Καντακουζηνό, ο τελευταίος τελικώς παραιτήθηκε στις 10/12/1354 από το αξίωμά του και απεκδύθηκε όλα τα βασιλικά του ενδύματα, αποσυρόμενος ως Ιωάσαφ στη Μονή Αγίου Γεωργίου της Μαγνάυρας στην πρωτεύουσα.[7]
Ούτε αυτό όμως ήταν αρκετό για να αποτρέψει μια νέα σύγκρουση. Το 1355 νέες μάχες μεταξύ Ιωάννη Ε’ και Ματθαίου, οδήγησαν στη συμφωνία να διατηρήσουν αμφότεροι τον τίτλο του αυτοκράτορα, όμως ο Ματθαίος να χρησιμοποιεί τον τίτλο του στο Μοριά. Το επόμενο έτος ξεσπά για ακόμα μια φορά πόλεμος, με τον Ματθαίο υποστηριζόμενο από Οθωμανικά και Σερβικά στρατεύματα να προελαύνει προς την Κωνσταντινούπολη. Ενεργώντας αποτελεσματικά ο Ορχάν στρέφεται αποκλειστικά προς τον Ιωάννη Ε’ ενώ αφήνει πολεμιστές νομάδες με τους οποίους έχει χαλαρή εξάρτηση να προσβάλλουν την επικράτεια του Ματθαίου. Τελικώς, η επιχείρηση κατέληξε σε φιάσκο με τους Τούρκους και τους Σέρβους να μάχονται μεταξύ τους και τον Ματθαίο να καταλήγει αιχμάλωτος του Σέρβου διοικητή της Δράμας, Vojihna.[8]
Τα λύτρα της απελευθέρωσης θα πληρώσει τελικά ο Ιωάννης Ε’ και ο Ματθαίος μετά από μια αποτυχημένη συνωμοσία θα πεισθεί να αποποιηθεί τον αυτοκρατορικό τίτλο του. Τον Δεκέμβριο του 1357 σε επίσημη τελετή στους Επιβάτες της Ανατολικής Θράκης, παρουσία αυτοκρατόρων, πατριαρχών Κωνσταντινούπολης και Ιεροσολύμων και πλήθους επισκόπων και συγκλητικών ο Ματθαίος Καντακουζηνός δίνει όρκο υποταγής στον Ιωάννη Ε’. Με αυτή την τελετή τερματίστηκε η εμφύλια διαμάχη Παλαιολόγων και Καντακουζηνών που σπάραξε το Βυζάντιο, αφαίμαξε τους λιγοστούς πόρους, εξάντλησε το στράτευμα και τον κοινωνικό ιστό και έβαλε ταφόπλακα στις όποιες ελπίδες είχε η Αυτοκρατορία να ανασυσταθεί.
[1] D.Nicol Τελευταίοι αιώνες, σελ.367-369
[2] D.Nicol, ό.π., σελ 375-377.
[3] Γ.Βογιατζής, Πρώιμη,σελ. 85
[4] D.Nicol, Kantakouzenos, σελ. 113
[5] Γ.Βογιατζής, Πρώιμη, σελ.92
[6] Γ.Βογιατζής, ό.π., σελ.88
[7]Γ. Βογιατζής, ό.π., σελ.387-388.
[8] Γ.Βογιατζής, ό.π. σελ. 393