Η γνωστή ως "Δούκισσα της Πλακεντίας" ήταν μία αρχόντισσα της εποχής, με μεγάλη οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα κυρίως στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Όμως ένα δυσάρεστο γεγονός, ο χαμός της κόρης της, έμελλε να της αλλάξει τη ζωη.
Η Σοφί ντε Μαρμπουά Λεμπρέν, γνωστή ως Δούκισσα της Πλακεντίας, υπήρξε φιλελληνίδα Αμερικανογαλλίδα, κόρη Γάλλου διπλωμάτη και σύζυγος του Δούκα της Πλακεντίας (Πιατσέντσα), πόλης στη βόρεια Ιταλία που είχε κατακτήσει ο Ναπολέων τον 18ο αιώνα. Η δράση της εστιάστηκε στην ενίσχυση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων, με μεγάλη οικονομική και κοινωνική συνεισφορά κατά τα πρώτα χρόνια εδραίωσης του νεοελληνικού έθνους, εν μέσω πολιτικών ταραχών.
Παρά την αντιπαλότητά της με πολλές από τις πολιτικές φυσιογνωμίες της εποχής, πέρασε αρκετά χρόνια της ζωής της στο Ναύπλιο, την Αθήνα, αλλά και την Πεντέλη, με πληθώρα αρχιτεκτονικών κειμηλίων να κοσμούν ακόμη και σήμερα γωνιές της ελληνικής γης. Η συνεισφορά της επεκτάθηκε στη Συναγωγή της Χαλκίδας και στην ολοκλήρωση της δεύτερης έκδοσης των Χρονικών του Μεσολογγίου.
Μετά το χαμό της πολυαγαπημένης της κόρης Ελίζας κατά την περιοδεία της στην οθωμανική Ασία και την επιστροφή της στην Αθήνα, πληθώρα μαρτυριών και μυθοπλασίες άρχισαν να περιβάλλουν την εκκεντρική της προσωπικότητα, καθιστώντας την παρουσία της στην Πεντέλη κατά την εποχή της δράσης των ληστών, μυστηριώδη και αινιγματική.
Το 1836 η Σοφία με την κόρη της αναχώρησαν για μακρά περιοδεία στην οθωμανική Ασία. Ένα χρόνο αργότερα, η κόρη της πέθανε από στηθικό νόσημα στη Βηρυττό.
Η Δούκισσα δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το χαμό της κόρης της και βαλσάμωσε το κορμί της Ελίζας, με το οποίο επέστρεψε στην Αθήνα. Τοποθέτησε το άψυχο σώμα της στο υπόγειο της προσωρινής κατοικίας της στην οδό Πειραιώς, το οποίο είχε μετατρέψει σε παρεκκλήσιο, έχοντας υπ’ όψη να το θάψει σε μεγαλοπρεπή Ναό που σκόπευε να κτίσει στην Πεντέλη.
Ένα βράδυ του Δεκεμβρίου του 1847, εκδηλώθηκε μεγάλη πυρκαγιά στο αρχοντικό και η μολύβδινη λάρνακα, όπου διατηρούσε η Δούκισσα το λείψανο της νεκρής κόρης της, αποτεφρώθηκε.
Η Δούκισσα της Πλακεντίας αποφάσισε να χτίσει ένα νέο ανάκτορο για να φιλοξενήσει εκεί το άψυχο κορμί της κόρης της. Συναντήθηκε με τον αρχιτέκτονα Σταμάτιο Κλεάνθη (1802 – 1862) και του είπε τα σχέδιά της. Ζήτησε τη βοήθειά του για να πραγματοποιήσει τα όνειρά της. Μέσα στο καινούργιο παλάτι που θα έχτιζε, αντί ν’ ακούγονται οι χαρούμενες φωνές της μονάκριβης κόρης της, θα υπήρχε η αιώνια σιωπή. Ο Κλεάνθης της πρότεινε διάφορες περιοχές της Αττικής, αλλά όταν βρέθηκαν στην Πεντέλη η Δούκισσα έμεινε έκπληκτη μπροστά στην ομορφιά του τοπίου.
Ένα χρόνο μετά την καταστροφή του σπιτιού της οδού Πειραιώς, το 1848, η Δούκισσα της Πλακεντίας αναθέτει στο διάσημο αρχιτέκτονα της οθωνικής εποχής και στενό φίλο της Κλεάνθη την ανέγερση του μεγάρου της στην τότε οδό Κηφισίας (και σήμερα λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας), που η Δούκισσα το ονόμασε «Βίλα Ιλίσια» (Villa Ilissia), γιατί γειτόνευε με τον Ιλισσό, με θέα προς το αττικό λεκανοπέδιο και τις κορυφές του Λυκαβηττού.
Το Μέγαρο αυτό της Δούκισσας, ένα από τα πιο σημαντικά αρχιτεκτονήματα της εποχής του Όθωνος, αποτελεί ένα από τα εξοχότερα έργα τέχνης του Κλεάνθη. Στο μέγαρο κατοίκησε η Δούκισσα της Πλακεντίας μέχρι το θάνατό της.
Η ίδια απεβίωσε το 1854 σε ηλικία 69 ετών, αφήνοντας πίσω της μια σημαντική ιστορία στη συμβολή του φιλελληνισμού, καθώς και σημαντικά κειμήλια που κληροδότησε στο Ελληνικό Δημόσιο, πολλά από τα οποία διαχειρίστηκε ο Γεώργιος Σκουζές.
Το Μέγαρο αυτό της Δούκισσας, ένα από τα πιο σημαντικά αρχιτεκτονήματα της εποχής του Όθωνος, αποτελεί ένα από τα εξοχότερα έργα τέχνης του Κλεάνθη. Στο μέγαρο κατοίκησε η Δούκισσα της Πλακεντίας μέχρι το θάνατό της, το Μάιο του 1854. Έχει ταφεί σε αρχαιοπρεπή τάφο σε σχήμα ναΐσκου, σε σχέδια του Σταμάτη Κλεάνθη, σε μικρή απόσταση από το μοναστήρι της Πεντέλης.
Στο Μέγαρο Δούκισσας της Πλακεντίας που κατασκευάστηκε το 1848, ως οικία της Δούκισσας της Πλακεντίας στεγάζεται σήμερα το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. Από το 1914 που συστάθηκε έχει φθάσει να φιλοξενεί περισσότερα από 25.000 εκθέματα με μοναδικές συλλογές εικόνων, γλυπτών, μικροτεχνίας, τοιχογραφιών, κεραμικών, υφασμάτων, χειρογράφων αλλά και αντιγράφων από τον 3ο αιώνα μέχρι τον σύγχρονο.