Μοναδικής ομορφιάς είναι η κεφαλή Δία που ανακαλύφθηκε στην αρχαία πόλη της Αφροδισιάδας στο Αϊντίνι της Τουρκίας. Ο πατέρας των θεών της αρχαίας Ελλάδας έχει σγουρά μαλλιά και γένια, όπως επίσης και επιβλητική έκφραση. Η κεφαλή ακολουθεί αγαλματικούς τύπους της εποχής της ύστερης αρχαιότητας και ανήκει σε κολοσσικό άγαλμα, δηλαδή σε γλυπτό που υπερέβαινε κατά πολύ τις φυσικές διαστάσεις των ανθρώπων.
Η Αφροδισιάδα ανήκει στα Μνημεία Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, Το Αϊδίνιο, γνωστό για την πλούσια αρχαιολογική του κληρονομιά, έχει δώσει πολλές ακόμη συναρπαστικές αποκαλύψεις.
Το κολοσσιαίο μαρμάρινο κεφάλι του Δία, βασικής θεότητας της ελληνικής μυθολογίας, ανακαλύφθηκε κατά τη διάρκεια των συνεχιζόμενων ανασκαφών. Ο υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού Μεχμέτ Νούρι Ερσόι μοιράστηκε την είδηση της ανακάλυψης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αποκαλύπτοντας ότι η μαρμάρινη κεφαλή βρέθηκε 50 μέτρα δυτικά του Ναού της Αφροδίτης. Ο υπουργός Ερσόι εξήρε το εύρημα, σημειώνοντας: «Αυτό το μαρμάρινο κεφάλι, που αποκαλύφθηκε αιώνες αργότερα, δείχνει το μεγαλείο του Δία. Η περίπλοκη δεξιοτεχνία στα μαλλιά και τα γένια αναδεικνύει την καλλιτεχνική του σημασία. Οι προσπάθειές μας να διατηρήσουμε και να μεταφέρουμε την πλούσια κληρονομιά της Ανατολίας στις μελλοντικές γενιές θα συνεχιστούν με αταλάντευτη αφοσίωση».
Το κεφάλι του γενειοφόρου Δία, έχει ύψος 66 εκατοστά. Αποκαλύφθηκε ανάποδα, πολύ κοντά στην επιφάνεια, στις 16 Ιουλίου, κατά τη διάρκεια ανασκαφών στην περιοχή και η ανακοίνωση έγινε χθες.
Η μαρμάρινη κεφαλή υποβλήθηκε σε προκαταρκτικές διαδικασίες καθαρισμού και συντήρησης για να απαλλαγεί από τις στερεοποιημένες εναποθέσεις χώματος πάνω της. Κατασκευασμένο από τοπικό μάρμαρο, το έργο χρονολογείται στον 2ο με 3ο αιώνα μ.Χ.Η ποιότητα του γλυπτού, δείχνει πως στην Αφροδισιάδα υπήρχε τουλάχιστον ένα εργαστήριο γλυπτικής υψηλού επιπέδου.
Οι πρώτες ολοκληρωμένες αρχαιολογικές μελέτες στην Αρχαία Πόλη της Αφροδισιάδας πραγματοποιήθηκαν από τον καθηγητή Κενάν Ερίμ, το 1961-1990. Μετά τον θάνατο του Ερίμ το 1990, οι ανασκαφές συνεχίστηκαν από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, Roland RR Smith.
Πρόπερσι, σε κτήριο που ονομάζεται «Οίκος της Κυβέλης» του 5ου και 6ου αι. μ.Χ, ένα θαυμάσιο αρχιτεκτόνημα, εντοπίσθηκε άγαλμα της Κυβέλης. Η επίσημη θρησκεία στην Αφροδισιάδα την εποχή που χτίστηκε το σπίτι, ήταν ο Χριστιανισμός. Είναι πολύ περίεργο ότι ένα αγαλματίδιο της Κυβέλης βρέθηκε σε ένα σπίτι που πιστεύεται ότι ανήκε σε έναν πλούσιο αριστοκράτη εκείνης της εποχής.
Εκείνη την εποχή, σύμφωνα με τον Smith, δεν ήταν δυνατό να διατηρηθούν οι μη χριστιανικές θρησκευτικές παραδόσεις σε κανένα δημόσιο χώρο. Ωστόσο, καταλαβαίνουμε από αυτήν την ύστερη αρχαία κατοικία της πόλης ότι ο αριστοκράτης που ζούσε εδώ ήταν ειδωλολάτρης και συνέχισε τις παγανιστικές παραδόσεις στο σπίτι του. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη οικία της Αφροδισιάδας και δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί πλήρως.
Η Αφροδισιάς της Καρίας, αν και μέτριου μεγέθους πόλη κατά τους τέσσερις αιώνες της ακμής της (1ος αι. π.Χ.-3ος αι. μ.Χ.), αποτελεί σήμερα μια από τις πληρέστερα γνωστές πόλεις της Μικράς Ασίας, για λόγους που οφείλονται στο ιστορικό των ανασκαφικών ερευνών, αλλά και στις περίπου 12.000 επιγραφές που έχουν βρεθεί εκεί.
Η αρχαιότερη κατοίκηση στη θέση της Αφροδισιάδος χρονολογείται στη Νεολιθική περίοδο, στην 7η ή 6η χιλιετία π.Χ. Οι ανασκαφές στο λόφο του θεάτρου αποκάλυψαν πλούσια ευρήματα της Πρώιμης εποχής του Χαλκού (2800-2200 π.Χ.). Επίσης προϊστορικά ευρήματα βρέθηκαν στις τούμπες της ακρόπολης και στην τούμπα Pekmez, πιστοποιώντας την ύπαρξη ενός ιδιαίτερα ακμάζοντος οικισμού, με εμπορικές συναλλαγές με τους Ασσυρίους.
Σύμφωνα με το Στέφανο Βυζάντιο, αλλά και το βυζαντινό λεξικό της Σούδας, η πόλη κατοικήθηκε από Πελασγούς Λέλεγες, γι’ αυτό και το αρχικό της όνομα ήταν Λελέγων πόλις και αργότερα Μεγάλη πόλις. Αναφέρεται πάντως και το όνομα Νινόη, που συνδέεται με το μυθικό Ασσύριο βασιλιά Νίνο ή ετυμολογείται από το ακκαδικό όνομα της θεάς Ιστάρ-Νιν. Το ιερό της Αφροδίτης υπήρχε ήδη από τον 6ο αι. π.Χ., όπως φανερώνουν κεραμικά ευρήματα της περιόδου αυτής.
Το όνομα Αφροδισιάς απαντάται για πρώτη φορά σε νομίσματα της Ελληνιστικής περιόδου (ύστερος 2ος αι. π.Χ.). Σε νομισματικές πηγές αναφέρεται μαζί με τα Πλάρασα, πάντα σε δεύτερη θέση, γεγονός που οδήγησε τους περισσότερους μελετητές στην υπόθεση ότι οι δύο ονομασίες αναφέρονται σε δύο διαφορετικά πολίσματα που ενώθηκαν σε συμπολιτεία, ή, λιγότερο πιθανόν, ότι η κοινότητα είχε δύο διαφορετικά ονόματα, ένα ελληνικό (Αφροδισιάς) και ένα καρικό (Πλάρασα). Ο συνοικισμός πραγματοποιήθηκε το 2ο αι. π.Χ., αναμφισβήτητα με την ενθάρρυνση της Ρώμης, και κατά πάσα πιθανότητα γύρω στο 165 π.Χ., όταν η Καρία απελευθερώθηκε από τη Ρόδο. Η πόλη ήταν σχετικά ασήμαντη κατά την περίοδο πριν από την έλευση των Ρωμαίων στη Μικρά Ασία. Ο Ιούλιος Καίσαρ, του οποίου η Venus Genetrix (θεά Αφροδίτη) θεωρούνταν πρόγονος, αφιέρωσε στη θεά ένα χρυσό Έρωτα.
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική Περίοδος, εν γένει, σήμανε μια μακρά φάση ευημερίας για την Αφροδισιάδα, που τη διέκοψαν μόνο οι καταστροφές από τους σεισμούς που έπληξαν τη Μικρά Ασία το 17 και το 47 μ.Χ.
Η πόλη φαίνεται πως είχε έκταση 520 στρεμμάτων. Ο αρχικός πυρήνας της ήταν το ιερό της Αφροδίτης και η ιωνικού τύπου Αγορά, η λεγόμενη Νότια Αγορά, σύμφωνα με τα πρότυπα άλλων μικρασιατικών πόλεων. Τίποτε δε σώζεται από τα πρώτα κτήρια της πόλης, που αναμφίβολα θα ήταν κυρίως οικίες και άλλα ιδιωτικά κτίσματα. Τα πρωιμότερα μνημεία χρονολογούνται στο β΄ μισό του 1ου αι. π.Χ., όταν αποφασίστηκε να πλαισιωθεί η Αγορά με μια σειρά από στοές με διπλή κιονοστοιχία.
Ο ναός της Αφροδίτης ήταν το σημείο αναφοράς της αρχαίας πόλης. Το ιερό προϋπήρχε της πόλης, όπως επιβεβαιώνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα της Αρχαϊκής περιόδου. ως το 2ο αι. π.Χ. πρέπει να περιβαλλόταν από ιερές γαίες, πριν ενταχθεί με δυσκολία στο ιπποδάμειο πολεοδομικό σχέδιο της ελληνιστικής πόλης. Δεν είναι γνωστή η ακριβής ιστορία των πρώτων οικοδομικών φάσεων του ναού της Αφροδίτης, λόγω της μεταγενέστερης μετατροπής του σε χριστιανική βασιλική. Έχει πάντως αποκαλυφθεί ένα ελληνιστικό ψηφιδωτού του 2ου αι. π.Χ., που επιτρέπει να αναχθεί η χρονολόγηση του πρωταρχικού ναϊκού οικοδομήματος στην Ελληνιστική περίοδο. Ο ναός είναι σήμερα αναστηλωμένος