Αν νομίζετε πως τα γουέστερν έχουν αναφορές μόνο στην άγρια δύση, μάλλον θα πρέπει να αναθεωρήσετε την άποψη σας. Ακόμα και η... Μεσογειακή Ελλάδα έχει να επιδείξει ένα γουέστερν που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από εκείνα που γυρίστηκαν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Πίσω στο μακρινό 1967, ο Νίκος Φώσκολος, γύρισε το πρώτο ελληνικό γουέστερν υπό τον «ψαρωτικό» τίτλο «οι σφαίρες δεν γυρίζουν πίσω»!
Το πρώτο ελληνικό γουέστερν είναι και η πρώτη σκηνοθετική δουλειά του Νίκου Φώσκολου. Μέχρι εκείνη την εποχή ο Φώσκολος είχε γίνει γνωστός ως το βαρύ πυροβολικό της Φίνος Φιλμ σε ότι αφορά τη συγγραφή των σεναρίων. Έτσι θα γινόταν και εκείνη τη φορά, ωστόσο, όταν ο Φώσκολος πήγε το σενάριο για το πρώτο ελληνικό γουέστερν στον Φιλοποίμην Φίνο, ο αξέχαστος κινηματογραφικός παραγωγός, τον προέτρεψε να αναλάβει για πρώτη φορά και τη σκηνοθεσία. «Είναι κρίμα να γράφεις τέτοια σενάρια και να καρπώνονται άλλοι την επιτυχία ως σκηνοθέτες. Μπορείς να το κάνεις και αυτό. Να το κάνεις», του είχε πει χαρακτηριστικά.
Σημαντικό ρόλο στη μεγάλη επιτυχία που γνώρισε η ταινία, διαδραμάτισαν και τα εξωτερικά γυρίσματα τα οποία έγιναν στη λίμνη Στυμφαλία που βρίσκεται σε ένα οροπέδιο, σε υψόμετρο 600 μέτρων ανάμεσα στα όρη Κυλλήνη και Ολίγυρτος. Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί πως η σκηνή με το τρένο γυρίστηκε, κοντά στα Καλάβρυτα στον Οδοντωτό ενώ δεν περνάει απαρατήρητη και η «φιλική συμμετοχή» του θρυλικού Μουντζούρη. Τα γυρίσματα έγιναν σε κάτω από δύσκολες καιρικές συνθήκες, κάτι που άλλωστε είναι εμφανές ανά διαστήματα μέσα στην ταινία.
Τη μουσική της ταινίας την υπέγραψε ο Μίμης Πλέσσας ο οποίος μαζί με τον Φώσκολο διακρίθηκαν στο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αποσπώντας τα βραβεία μουσικής και σεναρίου/ σκηνοθεσίας αντίστοιχα.
Η ταινία αγαπήθηκε από το κοινό αλλά και από τους κριτικούς. «Μια τέλεια στο είδος της ταινία. Τέλεια στο σενάριο, τέλεια στο μοντάζ, τέλεια στην ερμηνεία, τέλεια στη φωτογραφία, αλλά πάνω απ΄ όλα τέλεια στη σκηνοθεσία. Ο Νίκος Φώσκολος, με την πρώτη του κιόλας ταινία, αναδεικνύεται σε άριστο σκηνοθέτη. Δίχως καμιά υπερβολή οι «Σφαίρες του» μπορούν να σταθούν πλάι στις ταινίες του Τζων Φορντ, του Χάουαρντ Χωκς, του Χιούστον, του Άντονυ Μαν. Με άλλα λόγια, ο Φώσκολος χαρίζει στον ελληνικό κινηματογράφο, με τις Σφαίρες, το πρώτο αριστούργημα στο είδος της «ορεινής περιπέτειας», όπως θα μπορούσε να ονομαστεί το ελληνικό «γουέστερν», έγραφαν «τα Νέα».
Η υπόθεση της ταινίας
Το όλο στόρι υποτίθεται πως διαδραματίζεται περί τα 1900 όταν πράγματι στην ελληνική ύπαιθρο το φαινόμενο των ληστών που τριγυρνούσαν αρματωμένοι σπέρνοντας τον φόβο και τον τρόμο ήταν έντονο.
Ο αγρότης Στάθης Καρατάσος (τον οποίο υποδύεται ο Άγγελος Αντωνόπουλος), από μια τραγική παρεξήγηση, κατηγορείτε για τον φόνο ενός ληστή. Οι διωκτικές αρχές τον χαρακτηρίζουν - πέρα από φονιά - και ως αρχηγό συμμορίας, τον συλλαμβάνουν και τον οδηγούν στη φυλακή. Λίγο πριν οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα καταφέρνει να αποδράσει και οι αρχές σπεύδουν στο κατόπι του.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτές που τον καταδιώκουν. Αναθέτουν τη βρώμικη δουλειά σε έναν άλλο κατάδικο, τον Τσάκο (τον οποίο υποδύεται ο Κώστας Καζάκος), να τον εντοπίσει «ζωντανό ή νεκρό» προκειμένου αν τα καταφέρει να κερδίσει την ελευθερία του. Στο κυνήγι του Στάθη, ωστόσο, βγαίνουν και άλλοι ληστές της περιοχής που θεωρούν ότι ο φυγάς έχει στην κατοχή του τα λάφυρα της ληστείας που υποτίθεται πως είχε κάνει. Αποτέλεσμα είναι να ξεσπάσει ένα ανελέητο ανθρωποκυνηγητό κατά τη διάρκεια του οποίου ο Στάθης σώζει τη ζωή του Τσάκου, γνωρίζει την οικογένειά του και αλλάζει στρατόπεδο. Τώρα πλέον οι δυο τους, μάχονται πλάι - πλάι για τη ζωή τους απέναντι στους ληστές που τους καταδιώκουν δίχως έλεος.
Αυτή είναι η υπόθεση της ταινίας που καθήλωσε τους Έλληνες μπροστά από τη μεγάλη οθόνη. «Γιγαντιαίο από τον πρώτη μέχρι την τελευταία του εικόνα» έγραφε η αφίσα της εποχής και υπογράμμιζε: «κάτι που δεν υποψιάζεσθε»! Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής η ταινία, που έκανε πρεμιέρα στις 9 Οκτωβρίου 1967, έκοψε 307.094 εισιτήρια. Αριθμός μεγάλος για τα δεδομένα της εποχής.