Οι διαπραγματεύσεις για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα, κάτω από τη στέγη του Μουσείου της Ακρόπολης, έχουν προχωρήσει περισσότερο από ποτέ και απασχολούν, σε καθημερινή σχεδόν βάση, τον διεθνή τύπο, η βρετανική πλευρά, τηρώντας προφανώς μια ήπια αμυντική στάση, δεδομένου ότι η πλειοψηφία της παγκόσμιας κοινής γνώμης τάσσεται υπέρ της επιστροφής των λεηλατημένων πολιτιστικών αγαθών, μοιάζει να προσπαθεί να κερδίσει χρόνο, καθώς εναλλάσσεται τους ρόλους του «καλού» και του «κακού», με τελικό στόχο να επιτύχει μια συμφωνία, που να είναι όσο το δυνατόν στα δικά της συμφέροντα.
Θα μπορούσε αυτή να είναι η επιστροφή των Γλυπτών στις αρχές του 2023 προκειμένου να εκτεθούν για δέκα χρόνια στο Μουσείο της Ακρόπολης, όπως υποστηρίζει σε δημοσίευμά της η βρετανική «The Art Newspaper», ή η ίδρυση ενός παραρτήματος του Βρετανικού Μουσείου στην Αθήνα, όπως διέρρευσε προ ημερών, μέσων του ΑΝΤΙ, ανώτερος κρατικός αξιωματούχος της Βρετανίας;
Η τελευταία αυτή πρόταση, πάντως, που είχε τεθεί, για πρώτη φορά, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, από τον τότε υπουργό Πολιτισμού Ευάγγελο Βενιζέλο, δεν επιβεβαιώνεται από καμία εγχώρια πηγή. Ούτως η άλλως η Ελλάδα τηρεί, σταθερά όλο αυτό το διάστημα, την μυστικότητα που επιβάλλεται στη διπλωματία, έχοντας, ωστόσο, ξεκαθαρίσει, πως ο δανεισμός δεν αποτελεί αποδεκτή λύση και πως η επίσημη θέση της ελληνικής πλευράς συπνυκώνεται σε μία και μόνη λέξη: Επαναπατρισμός.
Όσο για την εναλλαγή των ρόλων των Βρετανών εμπλεκόμενων στην υπόθεση; Επί σειρά ετών έχουμε παρακολουθήσει ουκ ολίγους πολιτικούς, από πρωθυπουργούς μέχρι υψηλόβαθμους υπουργούς, να υποστηρίζουν μεν το πάγιο ελληνικό αίτημα αλλά να νίπτουν τας χείρας τους καθώς, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η διαχείριση των πολιτιστικών εκθεμάτων του Βρετανικού Μουσείου γίνεται αποκλειστικά και μόνον από τους επίσημους εκπροσώπους του.
Από την μία πλευρά έχουμε τη διοίκηση Βρετανικού Μουσείου να εμφανίζεται, για πρώτη φορά στα χρονικά, θετική απέναντι στην εξεύρεση μιας κοινώς αποδεκτής λύσης και από την άλλη το περιβάλλον του νέου Βρετανού πρωθυπουργού Ρίσι Σούνακ διαμηνύει, σε επίσημους τόνους, πως δεν προτίθεται να υποστηρίζει την αλλαγή νομοθεσίας που να απαιτείται για να ανοίξει ο δρόμος της επιστροφής των Γλυπτών στην πατρίδα τους: «Οι διαχειριστές του Βρετανικού Μουσείου είναι ελεύθεροι να μιλούν με όποιον θέλουν. «Δεν σχεδιάζουμε να αλλάξουμε τον νόμο, ο οποίος εμποδίζει την αφαίρεση αντικειμένων από τη συλλογή του Βρετανικού Μουσείου, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις. Η θέση μας σε αυτό το θέμα δεν έχει αλλάξει. Οι αποφάσεις που αφορούν τη φροντίδα και τη διαχείριση των συλλογών είναι θέμα του Μουσείου και των διαχειριστών του. Τα Γλυπτά του Παρθενώνα ανήκουν νομικά στους διαχειριστές του Μουσείου που είναι λειτουργικά ανεξάρτητοι από την κυβέρνηση» διαμηνύθηκε χθες από την Ντάουνινγκ Στριτ.
Η παραπάνω αντίδραση πυροδοτήθηκε, προφανώς, από τις διαρροές στον διεθνή τύπο σχετικά με τις μυστικές διαπραγματεύσεις που διεξάγονται εδώ και πολλούς μήνες ανάμεσα σε υψηλόβαθμους εκπροσώπους της ελληνικής πλευράς με την διοίκηση και τη διεύθυνση του Βρετανικού Μουσείου αλλά και τις συναντήσεις του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Πρόεδρό του Τζορτζ Όσμπορν: «Μπορεί να βρεθεί μια win-win λύση, που θα οδηγήσει στην επανένωση των Γλυπτών αλλά που παράλληλα θα λαμβάνει υπόψη τις ανησυχίες που έχει εκφράσει το Βρετανικό Μουσείο» δήλωσε προ ημερών ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο. «Αυτή τη στιγμή έχω προκαταρκτικές συνομιλίες και ναι, έχω συναντήσει τον πρόεδρο του Βρετανικού Μουσείου, Τζορτζ Όζπορν» παραδέχτηκε σε συνέντευξή του εφημερίδα «Guardian» υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης.
Κι ενώ μια αλλαγή του περίφημου νόμου του 1963, που απαγορεύει στο Βρετανικό Μουσείο να επιστρέψει ή να δωρίσει αντικείμενα από τις συλλογές του έμοιαζε, μέχρι προσφάτως, ως μια γρήγορη και τυπική διαδικασία από τη στιγμή που οι διαχειριστές του είχαν καταλήξει σε συμφωνία με την ελληνική πλευρά, ξαφνικά, η εικόνα αλλάζει ξανά.
Σε κάθε περίπτωση το υψηλών συμβολισμών ψήφισμα της UNESCO που έχει εξασφαλίσει η Ελλάδα και το οποίο αναγάγει το θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα σε πολιτικό – κυβερνητικό ζήτημα, οι δυνατές φωνές της παγκόσμιας πλειοψηφίας – και της βρετανικής – για την επιστροφή των πολιτιστικών αγαθών στις χώρες προέλευσής τους αλλά και η επείγουσα εκ βάθρων ανακαίνιση που πρέπει να κάνει το Βρετανικό Μουσείο σε αίθουσες του, κάποιες από τις οποίες θα χρειαστεί να παραμείνουν κλειστές για μεγάλο χρονικό διάστημα, συγκαταλέγονται στα δυνατά διαπραγματευτικά χαρτιά της ελληνικής πλευράς.