Φράσεις που ακούγονται μακάβριες και ίσως και απόκοσμες, βρίσκονται ωστόσο σε καθημερινή διάταξη στο λεξιλόγιό μας. Και μπορεί να θεωρούμε ότι έτσι απλά… προέκυψαν, ή ότι κάποιος τις είπε και έκτοτε τις υιοθετήσαμε. Παρ’ όλα αυτά μια διεξοδική αναζήτηση στην ελληνική λαογραφία θα αποδείξει πως τίποτα τελικά δεν προκύπτει τυχαία.
Πως προέκυψαν, λοιπόν, οι πασίγνωστες φράσεις «Όποιον πάρει ο Χάρος» ή «Πάμε σαν τους στραβούς στον Άδη»; Διαβάστε την ιστορία τους και σίγουρα θα εκπλαγείτε και εσείς!
….Κι όποιον πάρει ο Χάρος
Ο Θεός έστειλε µια φορά τον Χάρο να πάρει την ψυχή µιας πεντάµορφης κοπέλας. Η κοπέλα έπεσε στα πόδια και τον παρακαλούσε, ο Χάρος λύγισε ,της χάρισε τη ζωή και γύρισε στον Θεό µε άδεια χέρια.
Θύµωσε ο Θεός για την παρακοή του Χάρου, του έδωσε ένα χαστούκι και τον κούφανε, να µην ακούει πια θρήνους και µοιρολόγια και λυπάται.
Τον έστειλε άλλη φορά να πάρει την ψυχή ενός λεβεντονιού. Και µόνο που τον είδε ο Χάρος σπάραξε η καρδιά του, άφησε τον λεβεντονιό να χαρεί τη νιότη και την οµορφιά του και γύρισε πάλι στον Θεό µε άδεια χέρια.
Καινούργιο χαστούκι του Θεού και ο Χάρος απόµεινε για πάντα στραβός.
Από τότε ο Χάρος έγινε σκληρός και αδυσώπητος , παίρνει στην τύχη όποιον βρει µπροστά του, νέο ή γέρο, όµορφο ή άσχηµο, πλούσιο ή φτωχό και οδηγεί την ψυχή του στο υπόγειο βασίλειό του, τον Άδη ή Κάτω Κόσµο.
Πάμε σα στραβοί στον Άδη…
Εκεί, λοιπόν, στον Κάτω Κόσµο, που έφερε ο Χάρος τις ψυχές, είναι παγωνιά και µαυρίλα. Οι ψυχές πορεύονται ψηλαφητά, κρατώντας και ακολουθώντας η µια την άλλη.
Οι ζωντανοί ,για να φωτίσουν λίγο το δρόµο των ψυχών, ανάβουν στους τάφους των νεκρών καντήλια. Το καντήλι πρέπει ν’ ανάβει κάθε βράδυ σαράντα µέρες µετά τον θάνατο .
Όταν περάσουν οι σαράντα µέρες πρέπει ν’ ανάβει κάθε Σάββατο και απαραίτητα τα Ψυχοσάββατα , ώσπου να κλείσουν τρία χρόνια.
Αν οι ζωντανοί παραµελούν το άναµµα του καντηλιού, οι ψυχές θλίβονται και αγανακτούν ,που οι αγαπηµένοι τους ξέχασαν και πια δεν τους θυµούνται.
(Από το βιβλίο του Γιώργου Αλβανού «Το χωριό µου Βασιλικά Λέσβου»)