Eίναι το Ιερό Δισκοπότηρο της αρχαιολογίας. Το αντίστοιχο Έβερεστ της ορειβασίας, προτού καρφώσει εκεί τη σημαία του θριάμβου το 1953 ο Έντμουντ Χίλαρι.
Ένα διαρκές αρχαιολογικό και ιστορικό αίνιγμα που χάνεται στα βάθη 2.340 χρόνων. Δεν χρειάζεται να το πει κάποιος χρησμός: όποιος το λύσει θα αντλεί εσαεί δόξα από το όνομα του «αναζητούμενου».
Η ανακάλυψη του τάφου του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι το ραντεβού με την «αθανασία» για οποιονδήποτε αρχαιολόγο – ερευνητή αυτού του κόσμου.
Η άκρη του νήματος χάνεται δύο χρόνια μετά το θάνατο του μεγαλύτερου στρατηλάτη της ιστορίας, το 321 π.χ., με την αρπαγή του σώματός του από τον Πτολεμαίο, κατά την πορεία της πομπής προς τη Μακεδονία. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, ο Πτολεμαίος μετέφερε το σώμα του βασιλιά στην Αίγυπτο, την οποία διοικούσε.
Έκτοτε, τα ιστορικά ίχνη χάνονται. Αυτός είναι όμως ο λόγος που η Αίγυπτος θεωρείται ως μία πολύ πιθανή τοποθεσία ενταφιασμού του Αλέξανδρου. Το Αιγυπτιακό συμβούλιο αρχαιοτήτων έχει επίσημα αναγνωρίσει πάνω από 140 αρχαιολογικές ανασκαφές για την αναζήτηση του τάφου του. Μεταξύ αυτών και της Ελληνίδας αρχαιολόγου Λιάνας Σουβαλτζή.
Οι πληροφορίες που είχε συλλέξει η αρχαιολόγος την είχαν οδηγήσει στην πεποίθηση ότι ο τάφος βρισκόταν στην όαση Σίβα της Αιγύπτου. Το 1989 ξεκίνησε τις ανασκαφές και τρία χρόνια αργότερα, δημοσίευσε στο αγγλόφωνο επιστημονικό περιοδικό «Classical Papers» του Πανεπιστημίου του Καΐρου, δέκα στοιχεία που κατά τη γνώμη της αποδείκνυαν ότι ο τάφος που βρέθηκε ανήκε στο βασιλιά της Μακεδονίας.
Οι αποδείξεις αμφισβητήθηκαν από την επιστημονική κοινότητα και η Σουβαλτζή παραδέχτηκε αρχικά ότι ο τάφος που βρήκε ήταν ψεύτικος, κατασκευασμένος για να παραπλανήσει τους τυμβωρύχους. Παρά το μεγάλο κόστος και την κριτική, η αρχαιολόγος συνέχισε την ανασκαφή, την οποία χαρακτήριζε ως «πάθος ζωής». Τη χρηματοδότηση είχε αναλάβει ο σύζυγός της, με το ελληνικό κράτος να παραμένει αμέτοχο.
Τον Ιανουάριο του 1995, ανακοίνωσε «στον ελληνικό Τύπο και στον ελληνικό λαό» ότι υπήρχαν αδιάσειστα στοιχεία ότι ο τάφος ήταν του μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, η ανασκαφή είχε φανερώσει ένα τεράστιο σε μέγεθος ταφικό Μνημείο και τρεις ελληνόγλωσσες επιγραφές.
Γινόταν λόγος για ένα «βασιλικό, μακεδονικό τάφο 525 τ.μ., με περιβάλλοντα χώρο άνω των 12.000 τ.μ.», όταν στην Ελλάδα ο μεγαλύτερος τάφος είναι του Φιλίππου που μαζί με τον χώρο που ορίζει δεν ξεπερνά τα 40 τ.μ. Η μία από τις επιγραφές που ανακάλυψε υποστηρίζει ότι ανέφερε «Αλέξανδρος Άμμωνος Ρα».
Η Αίγυπτος βασίζει διαχρονικά την οικονομία της στον ιστορικό τουρισμό και η κυβέρνηση της χώρας έδωσε μεγάλη έκταση στο θέμα, με ανακοινώσεις, συνεντεύξεις και έμμεσες αναφορές ότι η αρχαιολόγος είχε πιθανότατα δίκιο. Για λίγες ημέρες η Αίγυπτος είχε γίνει πρώτο θέμα παγκοσμίως. Δημοσιογράφοι από κάθε γωνιά της γης συνέρρεαν στη Σίβα για να παρακολουθήσουν από κοντά την ιστορική ανασκαφή.
Η ανακοίνωση της κυρίας Σουβαλτζή προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, σάλο στην Ελλάδα. Ενώ οι ξένοι δημοσιογράφοι περίμεναν με ανυπομονησία τις δηλώσεις της αρχαιολόγου, οι Έλληνες ασχολούνταν περισσότερο με την απόδειξη της εγκυρότητας ή μη των ισχυρισμών της.
Παράλληλα, κυκλοφόρησε η φήμη ότι Σκοπιανοί αρχαιολόγοι κατέφθασαν στο σημείο για να ερευνήσουν το θέμα. Η φήμη αποδείχτηκε αναληθής, αλλά ήταν αρκετή για να προκαλέσει αντιδράσεις, καθώς το θέμα της ονομασίας των Σκοπίων απασχολούσε πολύ την κοινή γνώμη εκείνη την περίοδο.
Η ελληνική επιστημονική κοινότητα αντιμετώπισε εξ’ αρχής με δυσπιστία τα λεγόμενα της αρχαιολόγου. Το ελληνικό υπουργείο πολιτισμού διοργάνωσε άμεσα αποστολή στην Σίβα. Τα μέλη της αρχαιολογικής ομάδας που έφτασαν λίγες μέρες μετά την ανακοίνωση της Σουβαλτζή, κατέληξαν ότι οι επιγραφές όχι μόνο δεν αποδείκνυαν ότι ο τάφος ανήκε στον Μέγα Αλέξανδρο, αλλά χρονολογούνταν στον 2ο αιώνα μ.Χ., δηλαδή τεσσερισήμισι αιώνες μετά τον θάνατό του.
Το ρεπορτάζ της εποχής έλεγε ότι οι επιγραφολόγοι, από την Αθήνα ακόμη, μελετώντας τις φωτογραφίες από την ανασκαφή γνώριζαν το επιστημονικό λάθος, αλλά περίμεναν να φθάσουν στην περιοχή. Υποστήριξαν επιπλέον ότι η τεχνοτροπία της ανασκαφείσας οικοδομής δεν ήταν Μακεδονική.
Η επίσημη ελληνική ανακοίνωση έδωσε τέλος στο όνειρο. Η αρχαιολόγος επέμεινε και επιμένει έως σήμερα, ωστόσο δεν έλαβε επέκταση αδείας από τις αιγυπτιακές αρχές για να συνεχίσει την ανασκαφή.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, η επιχείρηση «θάφτηκε» με πολιτική παρέμβαση, συγκεκριμένα του τότε πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη.
Σε συνέντευξή της στο «arcadiavoice.gr» το 2013, η Λιάνα Σουβαλτζή δήλωσε ότι συναντήθηκε με τον Θεόδωρο Πάγκαλο (που ανέλαβε το υπουργείο εξωτερικών το ’96), ο οποίος της συνέστησε να μην… οξύνει τα πνεύματα.
«Εκείνη η εποχή ήταν μία εποχή έντονων αντιδράσεων για το θέμα του ονόματος των Σκοπίων. Ο κ. Πάγκαλος με κάλεσε για να μου πει ότι ανεξάρτητα από τις ζηλίες των αρχαιολόγων, που πάντα θα υπάρχουν, το θέμα αυτό δημιουργούσε έναν εθνικισμό και ότι πρέπει οι τόνοι να είναι χαμηλοί. Δηλαδή να μην μιλάμε για τάφο Αλέξανδρου αλλά για ένα ελληνικό μνημείο. Να μην μιλάμε για να μην ανεβεί το φρόνημα των Ελλήνων…».
Η Ελληνίδα αρχαιολόγος είχε προσθέσει ότι από το Υπουργείο Πολιτισμού της Αιγύπτου της ανακοινώθηκε ο λόγος που έπρεπε να σταματήσουν οι έρευνες. Το είχε ζητήσει από την αιγυπτιακή κυβέρνηση ο μορφωτικός σύμβουλος της ελληνικής πρεσβείας στο Κάιρο, Κωστής Μοσκώφ, κατ’ εντολή του Κώστα Σημίτη. Όπως ισχυρίζεται, τα «πολιτικά παιχνίδια» που παίχτηκαν σε ανώτερο επίπεδο, είχαν ως αποτέλεσμα να μείνει η έρευνα ημιτελής.
Σύμφωνα με το περιοδικό αρχαιολογίας «Archaeology» αυτό που ανακάλυψε η Λιάνα Σουβαλτζή ήταν ένας ναός, τον οποίο βιάστηκε να αναγορεύσει σε τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Μοιάζει πράγματι «τρελό» το σενάριο να έκλεισε οικειοθελώς τα μάτια το ελληνικό κράτος μπροστά στην προοπτική της μεγαλύτερης αρχαιολογικής ανακάλυψης στην ιστορία, όταν μάλιστα αυτή είναι ελληνικής κληρονομιάς και «πνευματικής ιδιοκτησίας».
Από την άλλη, υπάρχει ένα σύνθετο ερώτημα που ακόμα αναζητά απάντηση: για ποιον λόγο σταμάτησε η ανασκαφή αν όντως η Ελλάδα δεν πλήρωνε δραχμή για αυτήν και γιατί δεν μάθαμε ποτέ επισήμως τι ήταν τελικά αυτό το Μνημείο που βάσει κάποιων πηγών ρημάζει εδώ και 22 χρόνια από την εγκατάλειψη;