Στο τέλος της εβδομάδας ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αναμένεται να τοποθετηθεί για το τι θα γίνει με το lockdown μετά τις 7 Δεκεμβρίου.
Αυτό έγινε γνωστό δια στόματος Στέλιου Πέτσα, σε συνέντευξή του στο ραδιοφωνικό σταθμό «MAX FM».
Όπως έκανε γνωστό ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας ο πρωθυπουργός συλλέγει στοιχεία από τους επιστήμονες και θα τοποθετηθεί προς το τέλος της τρέχουσας εβδομάδας καθώς τότε θα είναι πιο ξεκάθαρο ποιοι τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής μπορούν να ανοίξουν με ασφάλεια.
Τόνισε ότι το όποιο άνοιγμα θα γίνει με κανόνες και σε συγκεκριμένες ημερομηνίες.
«Όλοι πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι είναι πρώτη φορά που έχουμε μια αχτίδα φωτός μπροστά μας: Είναι τα εμβόλια που θα έρθουν στην ώρα τους. Μέχρι όμως ένα ικανό ποσοστό του πληθυσμού να εμβολιαστεί, θα πρέπει όλοι να εξακολουθούμε να τηρούμε τους κανόνες με προσοχή. Είναι κάπως θετικά τα στοιχεία, ότι πέφτουν τα κρούσματα, πέφτει ο ρυθμός μετάδοσης παντού σε όλη την Ελλάδα, αλλά με πιο αργό ρυθμό, από ό,τι θα περίμενε κανείς. Και αυτό γιατί υπάρχει μια κόπωση του πληθυσμού, μετά από 10 μήνες μάχης με τον αόρατο εχθρό, τον κορονοϊό, η οποία οδηγεί και σε μια πιο βραδεία πτώση των κρουσμάτων» πρόσθεσε.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην εστίαση σημειώνοντας ότι πρόκειται για δύσκολο θέμα καθώς «είναι διαφορετικό πράγμα τα εστιατόρια και τα καφέ, για τα οποία πάντα υπάρχει το ενδεχόμενο να ανοίξουν, από τα καταστήματα νυχτερινής διασκέδασης που δεν θα ανοίξουν, όπως δεν θα ανοίξουν και καταστήματα ορθίων. Αυτό είναι δεδομένο».
«Φρένο» Μητσοτάκη ενόψει Χριστουγέννων
Με ιδιαίτερα αργούς ρυθμούς θα εξελιχθεί η σταδιακή επάνοδος στην καθημερινότητα ενόψει των Χριστουγέννων, με τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να προτάσσει τις «δυνατότητες του ΕΣΥ» ως κριτήριο για τη σύνταξη του οδικού χάρτη προς τις ημέρες των γιορτών, κατά τη σημερινή συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου.
Κάνοντας λόγο για «δύσκολες ημέρες» ο Πρωθυπουργός άφησε κενές τις σελίδες του ημερολογίου προσώρας, επισημαίνοντας πώς «δεν πρέπει να μιλάμε με ημερομηνίες, πρέπει να μιλάμε με δεδομένα» στην εισαγωγική του τοποθέτηση, επιβραδύνοντας τους όποιους σχεδιασμούς υπήρχαν τις τελευταίες ημέρες για την άμεση επανεκκίνησης της αγοράς και της εκπαίδευσης. «Στις αποφάσεις που θα πρέπει να πάρουμε, λαμβάνοντας υπόψη τις εισηγήσεις των ειδικών, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Ο δρόμος μας ίσως να φανεί πιο αργός, αλλά θα είναι πιο σίγουρος και πιο ασφαλής» εξήγησε ο κ. Μητσοτάκης και πρόσθεσε πώς ο δρόμος αυτός «πρέπει να είναι ένας δρόμος χωρίς πισωγυρίσματα», αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο για νέα παράταση του lockdown, το οποίο εκπνέει τυπικά στις 6 το πρωί της επόμενης Δευτέρας.
Την αίσθηση της επέκτασης των περιοριστικών μέτρων ενίσχυσε και η αποστροφή του Πρωθυπουργού πως «ο στόχος είναι συγκεκριμένος: όσο το δυνατόν περισσότεροι Έλληνες να φτάσουμε υγιείς στο εμβόλιο», την έλευση του οποίου ο ίδιος τοποθέτησε «πριν από τα τέλη του έτους». Με αυτά τα δεδομένα, εντείνονται τις τελευταίες ώρες και οι φωνές των επιστημόνων που προκρίνουν να μετατεθεί το άνοιγμα των σχολείων μετά τις γιορτές, ενώ σχεδόν βέβαιο φαντάζει ότι εστίαση και ψυχαγωγία δεν πρόκειται να επανέλθουν στους κανονικούς τους ρυθμούς πριν το νέο έτος.
Όλες οι "ελπίδες" στο εμβόλιο μέχρι τον Γενάρη
Παρότι κατά τον κ. Μητσοτάκη «η κατάσταση βαίνει οριακά καλύτερη», καθώς «έχουμε πια εκτός από τη μείωση στα κρούσματα και τις πρώτες ενδείξεις ότι αρχίζει σταδιακά να μειώνεται και η πίεση στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, στη Βόρεια Ελλάδα», η οριστική φάση επανεκκίνησης της οικονομίας θα εξαρτηθεί από την έλευση του εμβολίου, το οποίο θα είναι δωρεάν και προαιρετικό.
«Εκτιμούμε ότι τα πρώτα εμβόλια θα έχουν φτάσει στην Ελλάδα εφόσον, όπως αναμένουμε, εγκριθούν από τους αρμόδιους Ευρωπαϊκούς Οργανισμούς πριν από τα τέλη του έτους» τόνισε ο Πρωθυπουργός, υπογραμμίζοντας μέχρι τότε ότι η ατομική ευθύνη συνιστά καθήκον όλων.
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο Πρωθυπουργός και στην ανάπτυξη ελληνικού rapid test αντιγόνου, σημειώνοντας πως πρόκειται για μια «μεγάλη επιτυχία, πρώτα και πάνω απ’ όλα της Ελληνικής επιστημονικής κοινότητας, που αποδεικνύει ότι η Ελλάδα μπορεί και στα ζητήματα που άπτονται του τομέα της Υγείας να παράγει η ίδια τεχνογνωσία και να μην είναι εξαρτημένη από εισαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών από το εξωτερικό».