Πέρυσι τέτοια εποχή, σημειώνει, ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αντάλλασσαν αιχμές. Πριν από τρία χρόνια, οι χώρες έφτασαν στα πρόθυρα του πολέμου. Τώρα, οι δύο εριστικοί σύμμαχοι στη νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ κάνουν μια ιστορική προσπάθεια να γίνουν φίλοι.
Και οι δύο πλευρές έχουν να κερδίσουν αν μπορέσουν να γυρίσουν σελίδα σε δεκαετίες αλληλοκατηγοριών.
«Δεν θα έχουμε τίποτα να κερδίσουμε από μια πολύ επιθετική Τουρκία που θα κόψει τους δεσμούς της με τη Δύση και θα αποτελέσει πρόβλημα για εμάς», δήλωσε ο κ. Μητσοτάκης στη συνέντευξη που παραχώρησε την Παρασκευή του στην τηλεόραση του Bloomberg στη Νέα Υόρκη. «Έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου μπορούμε να είμαστε εύλογα αισιόδοξοι ότι και η Τουρκία καταλαβαίνει πού βρίσκονται τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της».
Από τότε που ο Ερντογάν κέρδισε την επανεκλογή του τον Ιούνιο, η Τουρκία προσπάθησε να αποκαταστήσει την οικονομική της αξιοπιστία, σημειώνει το δημοσίευμα, διορίζοντας έναν νέο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας και έναν νέο υπουργό Οικονομικών για να τραβήξει μια γραμμή στις πολιτικές του πρόσφατου παρελθόντος. Παρά τις απότομες αυξήσεις των επιτοκίων από τον ένα και τη νηφάλια ρητορική από τον άλλο, η λίρα έχει υποχωρήσει κατά 32% φέτος και η χώρα πρέπει να προσελκύσει ξένες επενδύσεις.
Και οι δύο πλευρές γνωρίζουν ότι η επαναπροσέγγιση μπορεί να είναι κομβικής σημασίας για τις προσπάθειες αυτές – εν μέρει επειδή η ιδιότητα της Ελλάδας ως μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμβάλλει στην ανάδειξη των διαφωνιών της με την Τουρκία σε ζητήματα που αφορούν όλο το μπλοκ.
Οι Έλληνες αξιωματούχοι είναι ιδιαιτέρως προετοιμασμένοι να ασκήσουν επιρροή σε συγκεκριμένα μέτρα που επιδιώκει η Τουρκία από την Ευρώπη, από την απελευθέρωση της βίζας μέχρι το εμπόριο.