προσφορά της τεχνικής βοήθειας της Ε.Ε. στη Δικαιοσύνη αποτυπώνεται σε 4 μεγάλες μεταρρυθμίσεις που έχουν αναμορφώσει το δικαστικό σύστημα στη χώρα μας.
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξαν περισσότεροι από 10 εισηγητές που έλαβαν τον λόγο στην Ημερίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης και της Γενικής Διεύθυνσης Στήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG Reform) που προσφέρει τα τελευταία χρόνια υπηρεσίες τεχνικής βοήθειας για την μεταρρύθμιση του εθνικού δικαστικού συστήματος, σύμφωνα με την ΕΡΤ.
Στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην νέα αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η Γενική Διευθύντρια της DG Reform εκφράστηκε με θερμά λόγια για την προσήλωση του Υπουργείου Δικαιοσύνης σε μια πυκνή μεταρρυθμιστική ατζέντα τα τελευταία τρία χρόνια, ενώ από την πλευρά του ο Υπουργός Δικαιοσύνης χαρακτήρισε πολύ σημαντική τη συνεισφορά της τεχνικής βοήθειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ώστε να καταστούν αυτές οι μεταρρυθμίσεις λειτουργικές στο εθνικό δικαστικό σύστημα.
Στον χαιρετισμό του ο κ. Τσιάρας ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «η ελληνική κυβέρνηση, όπως έχει επανειλημμένα τονίσει ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, είναι αποφασισμένη να μεταφέρει στην εσωτερική λειτουργία του Κράτους τις βέλτιστες πρακτικές που ακολουθούνται με επιτυχία στις πιο προηγμένες χώρες της Ευρώπης. Ειδικά, για τη δικαιοσύνη, αυτές οι πρακτικές είναι αναγκαίες για την αναμόρφωση του εθνικού δικαστικού συστήματος, το οποίο βρίσκεται ήδη στη διαδικασία του μετασχηματισμού του» συμπληρώνοντας ότι «η ελληνική δικαιοσύνη βαδίζει ταχύτερα, συγκριτικά με οποιοδήποτε άλλο τομέα του Ελληνικού Κράτους, στην ψηφιακή εποχή».
Ο Υπουργός αναφέρθηκε στην εξαιρετικά γόνιμη συνεργασία των εμπειρογνωμόνων της τεχνικής βοήθειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τις υπηρεσίες και τους δικαστές της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης καθώς και τους δικαστικούς λειτουργούς που συνεργάστηκαν στο έργο της τεχνικής βοήθειας γενικότερα, η οποία μάλιστα έχει παράξει ήδη συγκεκριμένα αποτελέσματα στο μεταρρυθμιστικό έργο, αναφέροντας ενδεικτικά κομβικές νομοθετικές πρωτοβουλίες, όπως:
· τον Ν. 4640/2019 για τη Διαμεσολάβηση σε Αστικές και Εμπορικές Υποθέσεις, όπου εισήχθησαν καινοτομίες όπως η Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία και
· τον Ν. 4842/2021 για τον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με τον οποίο ο θεσμός της Πιλοτικής Δίκης που εφαρμόζεται επιτυχώς στη Διοικητική Δικαιοσύνη εφαρμόζεται, πλέον, και στην Πολιτική Δικαιοσύνη, όπως ισχύει στα πιο προηγμένα δικαστικά συστήματα της Ευρώπης.
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης αναφέρθηκε επίσης στις κορωνίδες των νομοθετημάτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης στις οποίες συνεισέφεραν οι experts της τεχνικής βοήθειας και ειδικότερα στον Ν. 4871/2021 για τις μεταρρυθμίσεις του οργανωτικού πλαισίου λειτουργίας της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών και στον Ν. 4938/2022 για τον νέο Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που εκσυγχρόνισαν αντίστοιχα το περιεχόμενο και τον χαρακτήρα της εκπαίδευσης και της διαρκούς επιμόρφωσης των δικαστών, καθώς και το σύστημα οργάνωσης των δικαστηρίων και εισαγγελιών και επιθεώρησης -αξιολόγησης των δικαστικών λειτουργών.
Η Προϊσταμένη της αρμόδιας Διεύθυνσης για τη στήριξη των μεταρρυθμίσεων των κρατών μελών της Ε.Ε .(DG Reform) κα Nathalie Berger, επικεντρώθηκε στη σημασία και στον αντίκτυπο της βελτίωσης της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας των συστημάτων απονομής δικαιοσύνης, τα οποία αποτελούν προτεραιότητα τόσο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και της ΕΕ γενικότερα. Όπως επισήμανε, τα αποτελεσματικά συστήματα δικαιοσύνης είναι απαραίτητα για την προάσπιση του κράτους δικαίου και των αξιών στις οποίες βασίζεται η ΕΕ και συμβάλλουν στη διασφάλιση της δικαιοσύνης, της εμπιστοσύνης, της βιωσιμότητας και της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Χωρίς τη μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος, η μεταρρύθμιση σε άλλους τομείς θα ήταν λιγότερο αποτελεσματική και, ως εκ τούτου, θα έθετε σε κίνδυνο την εμπιστοσύνη του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
Ο διευθυντής της CILC (Centre for International Legal Cooperation), κ. Willem van Nieuwkerk, αναφέρθηκε στην αξία των έργων τεχνικής βοήθειας, ιδίως στην πρόοδο που σημειώθηκε μέσα από το έργο που υλοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.
Ακολούθησαν οι τοποθετήσεις ομιλητών που συνεργάστηκαν στο έργο της τεχνικής βοήθειας και συνέβαλαν στο μεταρρυθμιστικό έργο της δικαιοσύνης. Ο Ολλανδός εμπειρογνώμων και Καθηγητής Οργάνωσης & Διοίκησης Δικαιοσύνης στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης, κ. Philip Langbroek εστίασε κυρίως στην εμπειρία του από την εφαρμογή των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών στην Ελλάδα, τόσο στις προκλήσεις όσο και στα επιτεύγματα με στόχο την περαιτέρω βελτίωση και συνέχιση των προσπαθειών. Η κα Μαριάννα Βαρνάβα, εθνική εμπειρογνώμων στο έργο της τεχνικής βοήθειας για τη δικαιοσύνη στην Ελλάδα, έχοντας συνεργαστεί τόσο με Ολλανδούς όσο και με Αυστριακούς εμπειρογνώμονες στα έργα τεχνικής βοήθειας παρέθεσε παραδείγματα δικών της εμπειριών ως επαγγελματίας του νομικού κλάδου και ανέδειξε εισαγωγικά τις μεταρρυθμίσεις που έφερε ο νέος νόμος της Εθνικής Σχολής Δικαστών για το ρόλο του επόπτη-μέντορα.
Ο κ. Δημήτρης Εμμανουηλίδης, Σύμβουλος Επικρατείας και Γενικός Διευθυντής της Εθνικής Σχολής Δικαστών, αναφέρθηκε στις σημαντικές καινοτομίες του νέου νόμου όπως η ένταξη χρηματοδότησης της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η ανάληψη εκ μέρους της ίδιας της Σχολής πρωτοβουλιών αφενός για εκσυγχρονισμό των προγραμμάτων σπουδών όλων των κατευθύνσεών της με την ενίσχυση του πρακτικού χαρακτήρα της κατάρτισης και αφετέρου θεματικών που αφορούν την παρακολούθηση του νομοθετικού έργου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την εξέλιξη της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Περαιτέρω αναφέρθηκε στην έναρξη λειτουργίας για πρώτη φορά της κατεύθυνσης των Ειρηνοδικών, στη συμμετοχή στον εισαγωγικό διαγωνισμό υποψηφίων που έχουν την ιδιότητα του μέλους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή του δικαστικού υπαλλήλου με πτυχίο Νομικής Σχολής, οι οποίοι έχουν συμπληρώσει τρία έτη υπηρεσίας, στην εξέταση της ξένης γλώσσας κ.ά. Ως προς τη διαδικασία του εισαγωγικού διαγωνισμού εκτιμά ότι έχουν υπάρξει σημαντικές αλλαγές προς την αποτελεσματικότερη επιλογή των υποψηφίων. Πρακτικότερο χαρακτήρα θα έχουν πλέον και οι εξετάσεις αποφοίτησης, οι οποίες περιλαμβάνουν δικογραφίες με εντοπισμένα ζητήματα στις κρίσιμες θεματικές των οικείων κατευθύνσεων.
Η πρακτική άσκηση στα Δικαστήρια, στην οποία αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία, διαρκεί πλέον χρονικό διάστημα περίπου οκτώ μηνών, όπου κάθε εκπαιδευτής έχει την ευθύνη των εκπαιδευομένων που θα οριστούν από τον εποπτεύοντα δικαστικό λειτουργό και οι οποίοι θα εναλλάσσονται με τέτοιον τρόπο κατά τη διάρκεια της πρακτικής άσκησης, ώστε όλοι εκπαιδευτές να έχουν την ευθύνη όλων των εκπαιδευομένων (περιστροφή). Σημαντικό στοιχείο αναδεικνύεται και η συνεχιζόμενη εκπαίδευση. Ακόμη διευρύνονται τα διεθνή εκπαιδευτικά προγράμματα κατάρτισης ή επιμόρφωσης για δικαστικούς λειτουργούς με την επέκταση της συνεργασίας της Σχολής για παράδειγμα με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, την Ακαδημία Ευρωπαϊκού Δικαίου., κ.ά.
Ο κ. Εμμανουηλίδης εστίασε στην ομιλία του, ιδιαίτερα στο κομμάτι της δικαστικής εκπαίδευσης και των δεξιοτήτων των εκπαιδευτών. Όπως είπε χαρακτηριστικά «οι σύγχρονες ανάγκες συχνά προϋποθέτουν διεπιστημονικές γνώσεις, οπότε αποβαίνει απαραίτητη η συμμετοχή στην εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών και επιστημόνων άλλων επιστημονικών κλάδων» με επάρκεια των γνώσεων και ειδικότερη κατάρτιση ως προς τις συγκεκριμένες απαιτήσεις που χρειάζονται για να καλυφθούν οι ανάγκες των εκπαιδευομένων, αλλά και η ικανότητα μετάδοσης των γνώσεών του.
«Η παραδοχή αυτή καθιστά εμφανή την ανάγκη κατάρτισης προγραμμάτων εκπαίδευσης που να απευθύνονται στους εκπαιδευτές ενηλίκων, εν προκειμένω δικαστικών λειτουργών, προκειμένου να βελτιώσουν τις δεξιότητες της διδασκαλίας τους» και αναφέρθηκε πιο συγκεκριμένα στην επιμόρφωση που δέχθηκαν δικαστικοί λειτουργοί από την Ολλανδική Σχολή Δικαστών ως προς την αναβάθμιση των δεξιοτήτων εκπαιδευτών, την οποία χαρακτήρισε ως ένα ενδιαφέρον σεμινάριο και «απαραίτητο για κάθε δικαστή, προκειμένου να αποκτήσει, αν το επιθυμεί, τα τεχνικά εφόδια που απαιτούνται όχι μόνο για τον ρόλο του εκπαιδευτή σπουδαστών της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, αλλά και για την εν γένει αποτελεσματική άσκηση του δικαστικού λειτουργήματος». Πρότεινε μάλιστα, το συγκεκριμένο πρόγραμμα να ενταχθεί συστηματικά στις δράσεις της Σχολής, ως προστιθέμενη αξία στην ενίσχυση του σκοπού της, δηλαδή την ποιοτική αναβάθμιση της.
Μια εμβληματική μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνης παρουσίασε η κ. Αγγελική Παπαπαναγιώτου-Λέζα, Πρόεδρος Εφετών ΔΔ και αποσπασμένη δικαστική λειτουργός στην Ειδική Νομική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης , που αφορά στην αξιολόγηση των Δικαστικών
Λειτουργών στο πλαίσιο του νέου Κώδικα Οργανισμού των Δικαστηρίων και Κατάστασης των Δικαστικών Λειτουργών. Παρουσίασε τις αλλαγές ως προς το κεφάλαιο της επιθεώρησης των δικαστικών λειτουργών, αναφέροντας ότι με τον νέο Κώδικα εισάγεται το πρώτον ένα συγκροτημένο σύστημα αξιολόγησης ,που συμβαδίζει με τις ευρωπαικές έννομες τάξεις και εφαρμόζει σε σημαντικό βαθμό τις επεξεργασίες και τα συμπεράσματα ευρωπαικών θεσμών αλλά και τις παρατηρήσεις οργάνων της ευρωπαικής Ενωσης ως προς την λειτουργία της αξιολόγησης των δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών με σκοπό να καταστεί η επιθεώρηση ,κατά το δυνατόν, ουσιαστική, αντικειμενική και αποτελεσματική ,με γνώμονα πάντα τον σεβασμό της δικαστικής ανεξαρτησίας. Επί πλέον σημείωσε ότι κατά την επεξεργασία των σχετικών διατάξεων του Κώδικα λήφθηκαν υπόψη πληροφορίες αναφορικά με τις αλλοδαπές νομοθεσίες για την επιθεώρηση των δικαστικών λειτουργών, τόσο ευρωπαικών χωρών ,όσο και χωρών εκτός της Ευρωπαικής Ενωσης , όπως των Ηνωμένων Πολιτειών και της Αυστραλίας.
Οπως χαρακτηριστικά είπε στόχος του νέου συστήματος αξιολόγησης είναι η μετάβαση από την πρακτική αποτίμησης του έργου των δικαστικών λειτουργών, κυρίως βάσει ποσοτικών κριτηρίων (χρέωση /δημοσίευση) σε ένα σύστημα αποτίμησης αφενός του έργου των δικαστηρίων και των εισαγγελιών ως οργανωτικών μονάδων και αφετέρου εξατομικευμένης διάγνωσης των προσόντων, ιδιαίτερων χαρακτηριστικών ή αδυναμιών εκάστου δικαστικού λειτουργού, ώστε να μπορεί να διακριβωθεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα η ικανότητα και επάρκειά του για την εκπλήρωση των καθηκόντων του στον απαιτούμενο βαθμό.
Μέχρι σήμερα δεν υπήρχε κοινή και ενιαία μεθοδολογία που θα έπρεπε να ακολουθεί ο επιθεωρητής, ώστε να υπάρχει ένα ίσο μέτρο κρίσης για τους επιθεωρούμενους δικαστικούς λειτουργούς με αποτέλεσμα να καθίσταται πολλές φορές άδικη απέναντι στον επιθεωρούμενο και αναποτελεσματική, ενώ τώρα για πρώτη φορά με τον Κώδικα (άρθρο 104) εναπόκειται στις ολομέλειες των ανωτάτων δικαστηρίων να καταρτίσουν ένα soft law σύμφωνα και με τις διεθνείς πρακτικές, εξειδικεύοντας τόσο τη διαδικασία όσο και τα κριτήρια αξιολόγησης .
Περαιτέρω, αναφέρθηκε στην σημαντική καινοτομία που εισάγει ο νέος Κώδικας προς τον σκοπό της ισομερούς κατανομής των υποθέσεων στους δικαστικούς λειτουργούς, συγκεκριμένα στην πρόβλεψη για εισαγωγή στον κανονισμό κάθε δικαστηρίου και εισαγγελίας, συστήματος, με το οποίο αξιολογείται η σοβαρότητα και η δυσχέρεια των υποθέσεων από το 1 έως το 5 προς επίτευξη δικαιότερης κατανομής των υποθέσεων στους δικαστικούς λειτουργούς βάσει ουσιαστικών και όχι μόνον ποσοτικών κριτηρίων, η οποία κατ’ αποτέλεσμα άγει και σε δυνατότητα ακριβέστερης αξιολόγησης της επιβάρυνσης και της απόδοσης του δικαστικού λειτουργού.
Κλείνοντας τόνισε ότι η αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων του νέου Κώδικα εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τον τρόπο που το ίδιο το δικαστικό σώμα θα αποφασίσει να τον εφαρμόσει κι αυτό εν τέλει είναι το στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά «είναι πολύ σημαντικό να γίνει κατανοητό από όλους εμάς που υπηρετούμε τον χώρο αυτό ότι ισοπεδωτική και αναποτελεσματική αξιολόγηση αποτελεί παράγοντα που αποβαίνει, πέραν των άλλων, σε βάρος κυρίως εκείνων των δικαστικών λειτουργών που αποδεδειγμένα μοχθούν για την δίκαιη , ποιοτική και επίκαιρη διεκπεραίωση του έργου τους».
O κ. Β. Τζελέπης, Εφέτης και Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, αναφέρθηκε στη συνεργασία με τους Ολλανδούς εμπειρογνώμονες, μέσα από τη δημιουργία ομάδων εργασίας με δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς και υπαλλήλους. Στις συναντήσεις αποτυπώθηκαν δυσλειτουργίες της καθημερινής διαχείρισης της δικαστικής ύλης και μέσω αυτών προτάθηκαν έξυπνοι και ευέλικτοι τρόποι σε θέματα διαχείρισης και ορθής κατανομής του έμψυχου υλικού του Δικαστηρίου. Επίσης, οι συνεργασίες αυτές συνέβαλαν στη βελτίωση της ορθής ανάγνωσης των στατιστικών στοιχείων που εξάγονται από τη λειτουργία του Δικαστηρίου, η οποία αποτέλεσε σημαντικό όπλο για την εύρυθμη λειτουργία της Υπηρεσίας και συνέβαλε προς τη βελτίωση της διοικητικής λειτουργίας του Πρωτοδικείου.
Οι δράσεις μέσα από τις ομάδες εργασίας επέδειξαν την αναγκαιότητα της επικοινωνίας των Υπηρεσιών μεταξύ τους, βελτιώνοντας έτσι τη συνεργασία μας με την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς σε όλα τα επίπεδα κοινής δράσης. Επίσης και με τη προτροπή των πραγματογνωμόνων βελτιώθηκε ο δίαυλος επικοινωνίας με τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, όπου παράπονα και τυχόν δυσλειτουργίες διοικητικές του Δικαστηρίου επιλύονται άμεσα βελτιώνοντας την εικόνα του Δικαστηρίου στη τοπική κοινωνία και στον πολίτη. Με τη σύμπραξη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών επετεύχθη και η βελτίωση στους δείκτες εκδίκασης υποθέσεων αρμοδιότητας του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου.
Η καθιέρωση της πιλοτικής δίκης σύμφωνα με τον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ήταν το αντικείμενο της παρουσίασης της κ. Δήμητρας Σταματίου, Νομικής Συμβούλου του Υπουργού Δικαιοσύνης και Μέλους της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η συγκριτική μελέτη της ισχύουσας νομοθεσίας και των πρακτικών σχετικά με τις πιλοτικές διαδικασίες κρίσης σε επιλεγμένα κράτη μέλη της ΕΕ που προέκυψε μέσα από τη μελέτη των Ολλανδών εμπειρογνωμόνων, χρησίμευσαν ως βάση για τη διάταξη που ενσωματώθηκε στον Κώδικα. Η κα Σταματίου είναι αισιόδοξη ότι η νέα πιλοτική διαδικασία θα καταστεί σταδιακά το εργαλείο για την αντιμετώπιση νέων αναδυόμενων ζητημάτων.
Ο κ. Günther Walchshofer, δικαστής και Αυστριακός εμπειρογνώμων, επί μακρόν διαμένων στην Ελλάδα (2016-2020), αναφέρθηκε στο προηγούμενο έργο με τίτλο «Τεχνική βοήθεια για τη μεταρρύθμιση του ελληνικού δικαστικού συστήματος» και στις θεματικές που αναπτύχθηκαν και που συνέβαλαν στον εκσυγχρονισμό του ελληνικού δικαστικού συστήματος. Εστίασε στην πολυεπίπεδη συμβουλευτική που παρήχθη για τη στήριξη της εφαρμογής του συστήματος διαχείρισης δικαστικών υποθέσεων πολιτικής και ποινικής διαδικασίας (Ο.Σ.Δ.Δ.Υ.-ΠΠ Α΄φάση), στη διαταγή πληρωμής και στην καθιέρωση της Υποχρεωτικής Αρχής Συνεδρίας κατά την αναβάθμιση του θεσμού της διαμεσολάβησης (Ν. 4640/2019).
Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με τελικές παρατηρήσεις από πλευράς του ΓΓ του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του κ. Daniele Dotto, Αναπληρωτή Προϊσταμένου της Διεύθυνσης της DG Reform της Ε.Ε., αρμόδια για τη Στήριξη των μεταρρυθμίσεων των κρατών μελών.