Τι γράφει ο ανεξάρτητος βουλευτής Α Αθήνας σε ανάρτησή του για την Αποκάλυψη του Ιωάννη που κυκλοφόρησε σε απόδοσή του στα Νέα Ελληνικά από τις εκδόσεις Αρμός:
«Δέχομαι τις τελευταίες μέρες στο inbox επανειλημμένα το ίδιο καλοπροαίρετο ερώτημα. «Γιατί έκατσες να μεταφράσεις την Αποκάλυψη;» Θα προσπαθήσω να απαντήσω απλά.
Η Αποκάλυψη με γοήτευε από παιδί. Με τα χρόνια, έγινε για μένα ένα από εκείνα τα βιβλία που από καιρού εις καιρόν ξαναδιαβάζεις, βλέποντας κάθε φορά διαφορετικά τόσο το έργο, όσο και τον εαυτό σου. Υπάρχει λοιπόν, μια παλιά, στενή σχέση.
Το κείμενο αυτό όμως δεν διαβάζεται εύκολα. Σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει ίσως χαώδες, απροσπέλαστο. Με την κάθε επανάληψη τα πράγματα ξεκαθαρίζουν. Οι δε λεπτομέρειες έχουν μεγάλη αξία. Η χρήση των λέξεων από τον Θεολόγο είναι εξαιρετικά ακριβής. Συχνότατα οι σημασίες έχουν ιστορική, φιλοσοφική και θεολογική βαρύτητα, ειδικά καθώς το βιβλίο της Αποκαλύψεως είναι και εκείνο της Καινής Διαθήκης με τις περισσότερες αναφορές στην Παλαιά.
Έτσι, οι κατά κανόνα φλύαρες εκκλησιαστικές μεταφράσεις της Αγίας Γραφής δεν βοηθούν. Και μ´όλο που έχουμε στα νέα ελληνικά εξαιρετικές μεταφορές της Αποκάλυψης, μεταξύ άλλων από τους Ελύτη και Σεφέρη, είναι αλήθεια ότι αποτελούν από μόνες τους υψηλά λογοτεχνήματα. Για τον λόγο αυτό, έχουν ως κείμενα μιαν έντονα διαφορετική αίσθηση και «γεύση» από το πρωτότυπο, που κατά την παράδοση ο Ιωάννης υπαγόρευσε εν εκστάσει στον Πρόχωρο.
Θα μπορούσε, λοιπόν, να σταθεί μια μεταφορά της Αποκάλυψης στα σημερινά ελληνικά, που να αναπαράγει κατά το δυνατό στη μορφή και τη γλωσσική αίσθηση το κείμενο που γράφτηκε «εν Πνεύματι» στην ελληνιστική κοινή τον α’ μΧ αιώνα;
Σκέφτηκα να καταπιαστώ με μια μεταγραφή της Αποκάλυψης πρώτη φορά το 2015. Πράγματι, ξεκίνησα τότε μια χειρόγραφη απόπειρα, που απέδειξε πόσο δύσκολο ήταν το εγχείρημα, καθώς δεν προχώρησε παρά μερικά κεφάλαια. Βοήθησε εντούτοις να καταλάβω ότι μια απόδοση της Αποκάλυψης στα σημερινά ελληνικά απαιτεί πρώτα και κύρια εσωτερική συνέπεια. Τα πάντα πρέπει να μεταφράζονται με το ίδιο σκεπτικό, την ίδια προσέγγιση, τον ίδιο τρόπο καθ´όλα τα είκοσι-δύο κεφάλαια.
Έτσι, όταν την άνοιξη του 2020 βρέθηκα, όπως όλοι, περιορισμένος στο σπίτι από το πρώτο και αυστηρότερο λόκνταουν, κάθισα στο λάπτοπ και έπιασα το έργο ξανά από την αρχή. Με στόχο ένα κείμενο στην τωρινή μας γλώσσα, που θα δίνει όσο πιο άμεσα και καθαρά γίνεται την εικόνα, την αίσθηση και το νόημα του βιβλικού πρωτοτύπου, κάνοντας σε αυτό τις λιγότερες και μικρότερες δυνατές αλλαγές.
Χρειάστηκε περίπου ένας μήνας καθημερινής σχεδόν αφιέρωσης, που μέσα στην βουβή εκείνη Σαρακοστή απέκτησε και μια παράξενη κατανυκτικότητα, ώστε να βγει το πρώτο ολοκληρωμένο κείμενο. Από τότε, έχουν δουλευτεί επίμονα οι λεπτομέρειες.
Σήμερα, που με χαρά μπορώ να σας προτείνω να μην αναρωτιέστε πια τί λέει η Αποκάλυψη, αλλά να την πάρετε στα χέρια σας και να τη διαβάσετε πρώτο χέρι, αισθάνομαι τη βεβαιότητα μιας έντιμης και κοπιώδους προσπάθειας που προσκαλεί την κριτική, φιλολογική ή θεολογική, με αυτοπεποίθηση.
Για αυτό ευχαριστώ τον εκδότη μου, Γιώργο Χατζηιακώβου και τη σύζυγο μου, Ελένη. Ο μεν πρώτος εξασφάλισε τις ιδανικές συνθήκες επιστημονικής επαλήθευσης και ποιότητας της έκδοσης, η δε δεύτερη με υπέμεινε μέρες επί ημερών να υποδύομαι μέσα στο σπίτι τον Γουλιέλμο του Μπάσκερβιλ με παντούφλες.»