Η κ. Τουλουπάκη απάντησε στους ισχυρισμούς που αποδίδονται στον κ. Αθανασίου στην Βουλή, περί νοσηλείας της, με ενέργειες του πρώην αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, σε σουίτα ιδιωτικού νοσοκομείου τα έξοδα της οποίας, κατά τον μάρτυρα, δεν μπορούσε να καλύψει η ίδια. Αναφερόμενη σε «κανιβαλισμό» η εισαγγελέας τονίζει ότι όσα φέρεται να είπε ο κ. Αθανασίου για το προσωπικό ζήτημα υγείας της, συνιστούν ενδεχομένως ποινικό αδίκημα.
Σύμφωνα με την επικεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς, που υπήρξε στο παρελθόν στενότατη συνεργάτης του κ. Αθανασίου:
«Η ανάδειξη προσωπικού ζητήματος υγείας, πέραν του γεγονότος ότι προσβάλει προσωπικά δεδομένα μου και συνιστά ενδεχομένως και ποινικό αδίκημα, είναι σε επίπεδο ηθικής το λιγότερο ανάρμοστη. Επί της ουσίας, παρά το γεγονός ότι δεν έχω υποχρέωση να απαντώ σε τέτοιου είδους ζητήματα, δηλώνω ότι τα έξοδα νοσηλείας μου καλύφθηκαν πλήρως από την ασφαλιστική μου εταιρεία. Επίσης, στο συγκεκριμένο νοσοκομείο βρέθηκα μετά από ενέργειες του αδελφού μου, γιατρού αγγειοχειρουργού, και κανένας άλλου. Θλίβομαι βαθύτατα που πρώην συνεργάτης μου, ο οποίος με επισκεπτόταν σε μια δύσκολη στιγμή της ζωής μου, αντί να μου συμπαραστέκεται, ασχολείται με τις συνθήκες νοσηλείας μου. Εύχομαι κανένας άνθρωπος να μην περάσει μια παρόμοια με τη δική μου περιπέτεια υγείας και εν συνεχεία να βρεθεί θύμα ενός τέτοιου κανιβαλισμού».
Στο μεταξύ οι εισαγγελείς Διαφθοράς καλούν το επόμενο διάστημα σε εξηγήσεις για την κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, πρώην στελέχη της εταιρείας Novartis, τόσο από την μητρική που εδρεύει στη Βασιλεία της Ελβετίας, όσο και από την Ελλάδα. Η κατηγορία αφορά στοιχεία των εισαγγελέων για κατευθυνόμενη συνταγογράφηση σε υψηλό ποσοστό. Σύμφωνα με πληροφορίες, από έλεγχο των εισαγγελέων Διαφθοράς σε δείγμα που αφορά 700 γιατρούς ,κατά την χρονική περίοδο από το 2013 κι έπειτα, οπότε είχε ήδη ξεκινήσει το σύστημα της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, φαίνεται να εντόπισαν μεταξύ άλλων ότι υπήρχε κατευθυνόμενη συνταγογράφηση σε ποσοστό 30%. Η συγκεκριμένη πρακτική μάλιστα διαπιστώθηκε ότι ακολουθούνταν όχι μόνο από την υπό διερεύνηση εταιρία Novartis, αλλά και από άλλες φαρμακευτικές εταιρείες.