Για το επίπεδο σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά και για τις επικείμενες προκλήσεις ενημέρωσε την Βουλή των Ελλήνων ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας.
Μιλώντας σε κοινή συνεδρίαση των επιτροπών, οικονομικών υποθέσεων και παραγωγής και εμπορίου τόνισε πως οι ανεκαφαλιοποιήσεις των τραπεζών προσέφεραν «προστασία των καταθέσεων, αποκατάσταση της ρευστότητας, ενίσχυση των δεικτων κεφαλαιακής επάρκειας και σημαντική συγκράτηση της απομόχλευσης των τραπεζικών χορηγήσεων».
«Από τις κυριότερες τομές στην οικονομία από την αρχή της κρίσης ήταν η ανακεφαλαιοποίηση. Έγινε, αναδιάταξη του τραπεζικού τομέα, και το μεγάλο όφελος ήταν ότι δεν χάθηκε ούτε ευρώ από καταθέσεις. Τα οφέλη λοιπόν ήταν ιδιαίτερα σημαντικά και καλύπτουν κάθε οικονομικό χώρο. Μέσω των πρωτόγνωρων συνθηκών οι τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθκαν χωρίς να χαθεί ευρώ από τις καταθέσεις» είπε σε άλλο σημείο ο κ. Στουρνάρας για να προσθέσει: «Η ανακεφαλαιοποίηση διασφάλισε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα αλλά συνέβαλε και στην επιστροφή της Ελλάδας σε διατηρήσιμους ρυθμούς ανάκαμψης και αυτό δεν πρέπει να αγνοείται. Η διαδικασία απαίτησε δημόσιους πόρους, ήταν το 16% των συνολικών πόρων από τους Θεσμούς αλλά διασφάλισε τη προστασία των καταθέσεων και απέτρεψε τη κατάρρευση της οικονομίας».
Αναφερόμενος στο όφελος της ανακεφαλαιοποίησης, ο διοικητής της ΤτΕ είπε πως με μια πρώτη εκτίμηση υπολογίζεται σε 3,5 δισ. ευρώ για τον φορολογούμενο. «Οι συνολικές ζημίες των τραπεζών από το PSI ήταν 38,2 δισ. ευρώ. Η ΤτΕ διέθεσε υψηλά μερίσματα στο δημόσιο από τα έσοδα από παροχή έκτασης ενίσυχησς ρευστότητας( ELA), είπε και σημείωσε: «τα τελευταία έτη έχει επιτευχθεί πρόοδος τεράστια στο τραπεζικό σύστημα με πλήρως εξυγιασμένους τραπεζικους ισολογισμούς που διαθέτουν επίπεδα ρυστότηας και κερδοφορίας ανάλογα των ευρωπαϊκών τραπεζών».
Ο κ. Στουρνάρας τόνισε επίσης πως «οι συνθήκες πια ρευστότητας και χρηματοδότησης του τραπεζικού τομέα παρουσίασε βελτίωση και έγινε καλύτερη η πρόσβαση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στις αγορές κεφαλαίων. «Το 2023 οι τράπεζες κατέγραψαν κέρδη μετά από φόρους ύψους 3,8 δισ. ευρώ έναντι κερδών 3,4 δις ευρώ το 2022», είπε.
Παράλληλα προειδοποίησε για τις προκλήσεις που υπάρχουν από εξωγενείς παράγοντες λόγω της αβεβαιότητας του μακροοικονομικού χρηματοδοτικού περιβάλλοντος, τους αυξημένους γεωπολιτικούς κινδύνους και την τάση επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας.
«Οι εξελίξεις αυτές μπορεί να επηρεάσουν διάθεση ανάληψη κινδύνου ξένων επενδυτών. Το περιβάλλον που διαμορφώνεται από την παραμονή σε υψηλά βασικά επιτόκια και το συνακόλουθο κόστος χρηματοδότησης σε συνδυασμό με το μειωμένο ρυθμό αύξησης της οικονομικής δραστηριότητας, το αυξημένο κόστος παραγωγής και το συμπιεσμένο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών θα εξακολουθεί να ασκεί πιέσεις στη χρηματοοικονομική κατάσταση νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Kάτι τέτοιο θα έχει ενδεχομένως δυσμενείς επιπτώσεις στην ποιότητα του χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών», είπε.