Προσδιοριστικός παράγοντας για την αύξηση του κατώτατου μισθού το 2024 είναι το ποσοστό που πληθωρισμού (3,5%) για τις περισσότερες εργοδοτικές οργανώσεις που υπέβαλλαν τα υπομνήματά τους, ενώ ορισμένοι φορείς προτείνουν υψηλότερες αυξήσεις που προσεγγίζουν το 4%-5%.
Από την άλλη πλευρά, το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ εισηγείται ο κατώτατος μισθός να φτάσει τα 908 ευρώ από 780 που είναι σήμερα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η αύξηση του προτείνει ο ΣΕΒ κινείται κοντά στο 4% ενώ το ίδιο ποσοστό αναφέρει στην έκθεσή της και η Τράπεζα της Ελλάδος. Υψηλότερη αύξηση 5% εισηγείται το ΣΕΤΕ.
Με τη σειρά τους οι μικρομεσαίοι εργοδότες (ΓΣΒΕΕ, ΕΣΕΕ) προτείνουν αυξήσεις κοντά στον πληθωρισμό (η αύξηση να μην υπολείπεται του 3,5% όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά) προκειμένου να ενισχυθούν τα χαμηλόμισθα νοικοκυριά. Ζητούν ακόμη μέτρα για την ενίσχυση των επιχειρήσεων και αλλαγές στο φορολογικό καθεστώς.
Αναλυτικά, οι εργοδοτικές οργανώσεις προτείνουν:
ΕΣΕΕ: Η εθνική συνομοσπονδία ελληνικού εμπορίου αναφέρει στο υπόμνημά της ότι η κατανάλωση μειώθηκε σε πολλούς κλάδους (ρούχα, έπιπλα) ενώ το νέο καθεστώς φορολόγησης βάσει τεκμηρίων με γνώμονα τον κατώτατο μισθό πλήττει της επιχειρήσεις οι οποίες δεν μπορούν να αντέξουν υψηλότερη αύξηση των κατώτατου μισθού.
Μάλιστα θεωρεί ότι οι χαμηλόμισθοι πρέπει να στηριχθούν από την κυβέρνηση με μέτρα κατά της ακρίβειας. Ακόμη ζητά η αύξηση να συνοδεύεται από επιδότηση των εργοδοτικών εισφορών, να επανεξεταστεί το φορολογικό καθεστώς και ληφθούν μέτρα για ελαφρύνσεις των επιχειρήσεων όπως είναι η πλήρη κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος.
ΓΣΕΒΕΕ: Οι επαγγελματοβιοτέχνες θεωρούν ότι το ποσοστό της αύξησης δεν πρέπει να υπολείπεται του πληθωρισμού. Από την άλλη μεριά μια σημαντική πέραν του ύψους του πληθωρισμού αύξησης του κατώτατου μισθού θα πρέπει να συνοδευτεί με ενισχυτικά μέτρα κυρίως προς τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Τέτοια μέτρα ενδεικτικά θα μπορούσαν να είναι η πλήρης και χωρίς προϋποθέσεις κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, η καθιέρωση ακατάσχετου επιχειρηματικού λογαριασμού και μια νέα γενναία ρύθμιση οφειλών προς το Δημόσιο. Επιπλέον, θα πρέπει να επανεξεταστεί ο νέος τεκμαρτός τρόπος φορολόγησης των ατομικών επιχειρήσεων, καθώς εκτός από την συνταγματικότητα του για την οποία ελέγχεται, η σύνδεση του με το ύψος του κατώτατου μισθού δημιουργεί έναν μόνιμο ανασχετικό παράγοντα για περαιτέρω μισθολογικές αυξήσεις.
Ειδικότερα, τα βασικά συμπεράσματα του υπομνήματος της ΓΣΕΒΕΕ είναι τα εξής:
Η ελληνική οικονομία τον πρώτο ενιάμηνο του 2023, κατέγραψε αύξηση του ΑΕΠ κατά 3.143 εκατ. € (+2,2%) σε σταθερές τιμές σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022.
Σημαντική συνεισφορά στην αύξηση του ΑΕΠ είχε η αύξηση των επενδύσεων οι οποίες αυξήθηκαν κατά +7,4% συνεχίζοντας την ανοδική τους πορεία των τελευταίων χρόνων μετά από μία μακρά περίοδο αποεπένδυσης που ακολούθησε την κρίση χρέους. Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου το 2023 για πρώτη φορά μετά από 12 χρόνια ξεπέρασε οριακά τις αποσβέσεις βάζοντας έτσι φρένο σε αυτή τη μακρά περίοδο αποεπένδυσης η οποία άφησε πίσω της ένα επενδυτικό κενό που αγγίζει τα 95 δισ. €. Ωστόσο ένα μεγάλο κομμάτι των επενδύσεων αφορά σε κατασκευές κατοικιών (οι οποίες έχουν ανακάμψει), λοιπές κατασκευές καθώς και μηχανολογικό εξοπλισμό που συμπεριλαμβάνει οπλικά συστήματα.
Μικρότερες αυξήσεις παρατηρήθηκαν επίσης στην καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών και στις δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης.
Όσον αφορά στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας όπως αυτή μετριέται από το Institute for Management Development (IMD), η Ελλάδα το 2023 έπεσε στην 49η θέση της κατάταξης από την 47η θέση το 2022 κυρίως λόγω πτώσης της κατάταξής μας στα πεδία της αποτελεσματικότητας των επιχειρήσεων και της συνολικής οικονομικής επίδοσης. Με βάση τα στοιχεία του ίδιου ινστιτούτου τα πιο ελκυστικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας εξακολουθούν να είναι το υψηλής ποιότητας ανθρώπινο κεφάλαιο και ο δυναμισμός της οικονομίας ενώ τα λιγότερα ελκυστικά είναι το φορολογικό καθεστώς, το νομικό πλαίσιο και η ποιότητα της εταιρικής διακυβέρνησης.
Ο πληθωρισμός που αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας μετά την πανδημία διαμορφώθηκε στο 3,5% το 2023 σημαντικά χαμηλότερος σε σχέση με το 2022. Ωστόσο, το επίπεδο τιμών έχει πλέον διαμορφωθεί σε ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο σε σχέση με τα εισοδήματα των καταναλωτών. Αν και υπήρξε μία σημαντική αποκλιμάκωση των τιμών στην ενέργεια η συνεχιζόμενη άνοδος των τιμών στα τρόφιμα δυσχεραίνει την κατάσταση των νοικοκυριών.
Η αύξηση των επενδύσεων έχει ήδη σημαντικό αντίκτυπο στην παραγωγικότητα της εργασίας στην ελληνική οικονομία η οποία από το 2021 αυξάνεται. Ωστόσο φαίνεται πως θα χρειαστούν αρκετά χρόνια για να γεφυρωθούν οι αποκλίσεις της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας που δημιουργήθηκαν κατά την περίοδο αποεπένδυσης με το μέσο επίπεδο παραγωγικότητας της ΕΕ.
Η ανεργία τον Δεκέμβριο του 2023 εξακολούθησε να μειώνεται φθάνοντας στο 8,9% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, από 12,4% τον Δεκέμβριο του 2022. Οι άνεργοι το 2022 έφτασαν τους 588,2 χιλιάδες.
Σε σύγκριση με την ΕΕ, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα, αποτιμώμενος σε ισοδύναμα αγοραστικής δύναμης, το 2023 βρέθηκε στην 11η θέση. Οι αυξήσεις δε, που δόθηκαν στην Ελλάδα από το 2019 ως το 2023 (18,2%) ήταν μικρότερες των μέσων ευρωπαϊκών (25,72%).
Με βάση την τρέχουσα διάρθρωση της αγοράς της μισθωτής εργασίας η αύξηση του κατώτατου μισθού, θα ωφελήσει περισσότερο τους εργαζόμενους νεότερης ηλικίας ενώ θα επιβαρύνει περισσότερο τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, καθώς και τους κλάδους εκείνους που παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά εργαζομένων που αμείβονται με βάση τον κατώτατο μισθό.
Από την άλλη μεριά η αγορά της μισθωτής εργασίας το 2023 παρουσιάζει σημαντική βελτίωση, αρχής γενομένης από την συνολική αύξησή της κατά 2,41%. Επιπλέον η πλήρης απασχόληση αυξήθηκε σε σχέση με την μερική/εκ περιτροπής, ενώ μειώθηκε ο αριθμός των εργαζομένων που αμείβονται με βάση τον κατώτατο μισθό. Επίσης, φαίνεται ότι το ύψος του μέσου μισθού δεν επηρεάζεται σημαντικά από τη μεταβολή του κατώτατου μισθού.
Τέλος, ο νέος τεκμαρτός τρόπος φορολόγησης των ατομικών επιχειρήσεων αποτελεί ένα νέο προσδιοριστικό παράγοντα και μάλιστα ανασχετικό για το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό που τουλάχιστον για τον Ιανουάριο του 2024 (3,1%) συνεχίζει να μην παρουσιάζει τάσεις αποκλιμάκωσης αποτελώντας ακόμα μια ένδειξη ότι οι τιμές εκτός ότι έχουν πλέον διαμορφωθεί σε ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο συνεχίζουν να αυξάνονται σε όλους σχεδόν του κλάδους της οικονομίας, θεωρούμε ότι ο πληθωρισμός θα πρέπει να είναι και το 2024 ο προσδιοριστικός παράγοντας για την αύξηση του κατώτατου μισθού. Και τούτο κυρίως ως μέτρο καταπολέμησης της φτώχειας των χαμηλόμισθων εργαζομένων των οποίων το εισόδημα αναλώνεται σε ομάδες αγαθών που παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες αυξήσεις τιμών. Ως εκ τούτου η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν θα πρέπει να υπολείπεται του πληθωρισμού του 2023. Από την άλλη μεριά μια σημαντική πέραν του ύψους του πληθωρισμού αύξησης του κατώτατου μισθού θα πρέπει να συνοδευτεί με ενισχυτικά μέτρα κυρίως προς τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Τέτοια μέτρα ενδεικτικά θα μπορούσαν να είναι η πλήρης και χωρίς προϋποθέσεις κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, η καθιέρωση ακατάσχετου επιχειρηματικού λογαριασμού και μια νέα γενναία ρύθμιση οφειλών προς το Δημόσιο. Επιπλέον, θα πρέπει να επανεξεταστεί ο νέος τεκμαρτός τρόπος φορολόγησης των ατομικών επιχειρήσεων, καθώς εκτός από την συνταγματικότητα του για την οποία ελέγχεται, η σύνδεση του με το ύψος του κατώτατου μισθού δημιουργεί έναν μόνιμο ανασχετικό παράγοντα για περαιτέρω μισθολογικές αυξήσεις.
ΙΝΕ/ΓΣΕΕ: Το ινστιτούτο της ΓΣΕΕ προτείνει αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 128 ευρώ, ώστε να φθάσει στα 908 ευρώ μεικτά το μήνα από 780 που είναι σήμερα.
Όπως αναφέρει στην πρόταση της, «για την προστασία της αγοραστικής δύναμης και του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων από την απληστία κερδών που ασταμάτητα τροφοδοτεί την ακρίβεια, θα πρέπει η προσαρμογή του κατώτατου μισθού για το 2024 να συμπεριλαμβάνει την ονομαστική του διόρθωση βάσει των επίσημων προβλέψεων για την εξέλιξη του πληθωρισμού το τρέχον έτος. Ιδανικά η διόρθωση αυτή θα έπρεπε να γίνει βάσει της εκτίμησης του πληθωρισμού που προσδιορίζει την αγορα- στική δύναμη του 1ου πεμπτημορίου στην κατανομή του εισοδήματος.
Το 2023 ο μεικτός διάμεσος μισθός πλήρους απασχόλησης εκτιμάται στα 1.443 ευρώ μηνιαίως, με το 60% του διάμεσου μισθού, που είναι το κατώφλι της σχετικής φτώχειας, να ανέρχεται στα 866 ευρώ. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας το 2023 και τον εκτιμώμενο πληθωρισμό για το 2024, ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να ανέλθει στα 908 ευρώ, ώστε να υπάρξει ουσιαστική προστασία των μισθωτών που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό από την ακρίβεια, να απεγκλωβιστούν από την παγίδα της σχετικής φτώχειας και να μη μεταβληθεί η θέση τους στη διανομή του εισοδήματος».
Επιπλέον, με δεδομένο τον υψηλό πληθωρισμό και τη μακροχρόνια και σωρευτική απώλεια αγοραστικής δύναμης και βάσει του μείζονος στόχου των συνδικάτων, που είναι η διασφάλιση συνθηκών στις οποίες κανένας εργαζόμενος που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό να μη βρίσκεται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας και να έχει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο ο ίδιος και η οικογένειά του, η ΙΝΕ ΓΣΕΕ αιτείται:
Aποκατάσταση των προστατευτικών ρυθμίσεων του ατομικού και του συλλογικού εργατικού δικαίου (καθολικότητα ισχύος των όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασσίας, πλήρης μετενέργειά τους, αρχή της εύνοιας στη «συρροή» τους και επέκταση της ισχύος τους).
Άρση θεσμικών και νομοθετικών εμποδίων για την αύξηση της κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (άνω του 80% των μισθωτών).
Ενίσχυση της Επιθεώρησης Εργασίας για αποτελεσματική αντιμετώπιση της εργοδοτικής παραβατικότητας.
Ρύθμιση και έλεγχος των ευέλικτων και των άτυπων μορφών εργασίας για την προστασία των κατώτατων ορίων αμοιβής και των συνθηκών εργασίας.