Αντίστροφη μέτρηση για μια… προαναγγελθείσα οικονομική κρίση αρχίζει στην Τουρκία μετά την επανεκλογή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Προεδρία της χώρας.
Ο Σουλτάνος εφαρμόζει πεισματικά από το 2021, που εμφανίστηκε διεθνώς, μια ανορθόδοξη οικονομική πολιτική, καθώς μείωσε τα επιτόκια, ενώ σε όλο τον κόσμο τα ανέβαζαν.
Τα «Ερντογανόμικς», όπως τα αποκαλούν ειρωνικά πολλοί δυτικοί αναλυτές, ισοδυναμούν με το να ρίχνει κάποιος βενζίνη στη φωτιά του πληθωρισμού, αλλά ο Τούρκος Πρόεδρος πέτυχε τον στόχο του, που ήταν να κινείται η αγορά και η οικονομία με χαμηλό κόστος χρήματος, με απώτερο σκοπό να κερδίσει τις εκλογές.
Εάν είχε εφαρμοστεί η οικονομική ορθοδοξία, τα επιτόκια θα έπρεπε να είχαν φτάσει γύρω στο 30%, η οικονομία θα είχε μπει σε βαθιά ύφεση και είναι πολύ πιθανόν ότι η γειτονική χώρα θα ήταν ένα βήμα από την προσφυγή στο ΔΝΤ.
Τα δύο τελευταία χρόνια, η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας μείωσε τα επιτόκια από 19% στο 8,5%, παρόλο που ο πληθωρισμός έφτασε πέρσι το καλοκαίρι στο 84% και τώρα κινείται γύρω στο 45% επισήμως, ενώ μετρησεις ορισμένων οικονομικών ινστιτούτων υπολογίζουν σε άνω του 100% τον τιμάριθμο σε βασικά αγαθά.
Η πολιτική αυτή, βέβαια, έχει οδηγήσει την οικονομία σε καθεστώς μόνιμης συναλλαγματικής κρίσης, καθώς η ισοτιμία της τουρκικής λίρας έχει καταρρεύσει, λόγω της φυγής κεφαλαίων, παρά το γεγονός ότι η κεντρική τράπεζα της χώρας έχει δαπανήσει άνω των 170 δισ. δολαρίων για να στηρίξει το νόμισμα.
Τα συναλλαγματικά αποθέματα έχουν εξαντληθεί, και οι ξένοι επενδυτές δεν αγγίζουν τίποτα που να γράφει «Τουρκία» πάνω. Οι θέσεις των ξένων σε τουρκικές μετοχές και ομόλογα έχουν πέσει στο ναδίρ, σε αντίθεση με την παλιά καλή περίοδο, πριν το 2016, όταν η Τουρκία ήταν το «αγαπημένο παιδί» των ξένων κεφαλαίων.
Ο Ερντογάν προχώρησε σε γενναίες παροχές και αυξήσεις μισθών για να στηρίξει τα χαμηλά και μεσαία στρώματα από την απώλεια εισοδήματος και εγγυήσεις που προκαλεί ο πληθωρισμός, ενώ επέβαλε και μεγάλους περιορισμούς στις κινήσεις συναλλάγματος -στην ουσία άτυπα capital control- για να εμποδίσει τη φυγή κεφαλαίων.
Το ερώτημα είναι τι πολιτική θα ακολουθήσει ο Σουλτάνος, τώρα που η πίεση των εκλογών πέρασε και έχει μπροστά του μια νέα θητεία και μάλιστα με την πλειοψηφία στη Βουλή.
Το «θαύμα» που έφερε τη νίκη στον Ερντογάν δεν μπορεί να διατηρηθεί επ’ άπειρον και οι περισσότεροι ξένοι και ανεξάρτητοι αναλυτές προβλέπουν νέα συναλλαγματική κρίση με απρόβλεπτες συνέπειες, αλλά και τον κίνδυνο της πτώχευσης και της μακροοικονομικής κρίσης να μεγαλώνει. Η πλειονότης των ξένων επενδυτικών εταιρειών και των εταιρειών αξιολόγησης προβλέπουν ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης ύστερα από την επανεκλογή Ερντογάν.
Η Τουρκία άντεξε αυτήν την περίοδο χάρη στα κεφάλαια που συγκέντρωσε ο Σουλτάνος από τη Ρωσία, το Κατάρ και άλλες φιλικές χώρες.
Η εναλλακτική θα ήταν να προσφύγει στο ΔΝΤ, αλλά κάτι τέτοιο φαίνεται αδιανόητο για τον Τούρκο Πρόεδρο, όχι μόνο πολιτικά, αλλά και γιατί κάτι τέτοιο θα τον έφερνε «αλυσοδεμένο» στη Δύση, τη στιγμή που οι γεωπολιτικές επιδιώξεις του είναι στην αντίθετη κατεύθυνση.
Ο στόχος του Ερντογάν είναι να γίνει η Τουρκία περιφερειακή δύναμη, με ίσες αποστάσεις από Δύση και Ανατολή και ισότιμος συνομιλητής με τη Ρωσία, την Κίνα και την Ευρώπη.
Το σχέδιο αυτό, μάλιστα, είναι εκείνο που επιβράβευσε η κοινή γνώμη υπερψηφίζοντας τον Ερντογάν, αφού εκεί εστίασε την προεκλογική του τακτική.
Επομένως, είναι πολύ πιθανόν ότι ο Ερντογάν θα συνεχίσει την «ανεξάρτητη» πολιτική απέναντι στη Δύση και την προσπάθεια απεξάρτησης της τουρκικής οικονομίας από τα δυτικά κεφάλαια, στον βαθμό που θα μπορεί να στηρίζεται στις άλλες, μη δυτικές, χώρες που τον υποστηρίζουν.
Απο την άλλη πλευρά, δεδομένου ότι δεν υπάρχει πλέον η εκλογική πίεση ίσως αναθεωρήσει κάποιες πτυχές της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής (επιτόκια) για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό.