Στην Ελλάδα, τη μεγαλύτερη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας απορροφούν η θέρμανση, η ψύξη και ο φωτισμός, με την χώρα μας να αυξάνει κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες την χρήση ηλεκτρισμού για θερμότητα την δεκαετία 2010-2020 ως αποτέλεσμα κυρίως του γηρασμένου κτιριακού αποθέματος που αυξάνει τις ενεργειακές ανάγκες λόγω απωλειών.
Εν αντιθέσει με τις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης που δεν παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση στην κατανάλωση ενέργειας για ψύξη λόγω κυρίως καιρικών συνθηκών στην Ελλάδα, αποτελούσε το 4,2% της κατανάλωσης το 2020.
Σημαντική θέση στο σύνολο της ενέργειας που καταναλώνουν τα νοικοκυριά κατέχει και ο φωτισμός, στον οποίο περιλαμβάνεται και η ενέργεια που καταναλώνουν οι συσκευές όταν βρίσκονται σε κατάσταση αναμονής χωρίς να χρησιμοποιούνται.
Από την ανάλυση των δεδομένων, προκύπτει ότι το ποσοστό κατανάλωσης από τις εν λόγο συσκευές υπολογίζεται στο 1/4 της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας ενός νοικοκυριού, κάτι που θα μπορούσε να μετριαστεί μέσα από πολιτικές εξοικονόμησης.
Τα παραπάνω είναι μερικά από τα ευρήματα της τελευταίας ετήσιας έκθεσης της Τράπεζας της Ελλάδας, που αναλύει την τελική κατανάλωση ενέργειας ανά τομέα της οικονομίας και ανά χρήση την τελευταία δεκαετία (2010-2020) σε σχέση με την Ευρωζώνη και κάνει προβλέψεις για την μελλοντική κατανάλωση.
Σημαντικό εύρημα της έκθεσης είναι η μείωση της κατανάλωσης ενέργειας για μαγείρεμα, κάτι που αποδίδεται στην αυξημένη, τα τελευταία χρόνια, κατανάλωση έτοιμου φαγητού.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας το 2013, η κατανάλωση ενέργειας για μαγείρεμα στην Ελλάδα αντιστοιχούσε στο 18,9%, η οποία το 2020 υποχώρησε στο 13,9%. Στην ΕΕ παρουσίασε αύξηση καθώς τα αντίστοιχα νούμερα ήταν 13,1% και 14,8%.
Αύξηση των αντλιών θερμότητας στην ΕΕ
Σε ότι αφορά τις υπόλοιπες μορφές ενέργειας, τα ελληνικά νοικοκυριά υποκατέστησαν τα προηγούμενα χρόνια έως ένα βαθμό τη χρήση πετρελαίου με το φυσικό αέριο (τάση που εκτιμάται ότι ανατρέπεται ξανά υπέρ του πετρελαίου λόγω ενεργειακής κρίσης). Εν αντιθέσει με τα νοικοκυριά της ευρωζώνης όπου παρατηρήθηκε αύξηση της κατανάλωσης ηλεκτρισμού και αντλιών θερμότητας που εντάσσονται στις τεχνολογίες των ΑΠΕ.
Στην Ελλάδα, οι κύριες πηγές ενέργειας για τα νοικοκυριά είναι ο ηλεκτρισμός και το πετρέλαιο, ενώ στην ΕΕ την πρώτη θέση κατέχει το φυσικό αέριο.
Είναι ενδεικτικό ότι για θέρμανση τα ελληνικά νοικοκυριά χρησιμοποιούν κυρίως πετρέλαιο (46,7% το 2020, έναντι 19,6% στην ευρωζώνη) και σε μικρότερο βαθμό φυσικό αέριο (16,9% το ίδιο έτος, έναντι 42% στην ευρωζώνη).
Σύμφωνα με την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, η θέρμανση αντιστοιχούσε στο 57,1% της οικιακής κατανάλωσης ενέργειας το 2020 έναντι 63% που ήταν στην Ευρωζώνη.
Η Ελλάδα εγκαταλείπει τα ρυπογόνα καύσιμα
Η Ελλάδα δεν συμβαδίζει σε πολλά σημεία με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ καθώς το μερίδιο των διαφόρων πηγών ενέργειας στην παραγωγή και την κατανάλωση ενέργειας διαφέρει.
Μέχρι το 2020 η παραγωγή ενέργειας βασιζόταν κυρίως στις ρυπογόνες μορφές ηλεκτρισμού (λιγνίτης) με διακυμάνσεις ανά έτος. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια της πανδημίας παρατηρήθηκε σταδιακή αύξηση της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, παίρνοντας προβάδισμα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το ποσοστό της πράσινης ενέργειας να ξεπεράσει εκείνο του λιγνίτη, το οποίο πέρσι ανήλθε σε 21,7% και ήταν πάνω από τον στόχο του 20% της ΕΕ.
Με τον τρόπο αυτό, η Ελλάδα καλύπτει ήδη τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης και δεν είναι τυχαίο, ότι έχει καταγράψει ήδη περιόδους που οι ΑΠΕ αποτελούν την κύρια πηγή ηλεκτρισμού.
Η ενεργοβόρα βιομηχανία
Η κατανάλωση ενέργειας από την ελληνική βιομηχανία συγκεντρώνεται σύμφωνα με την έκθεση της ΤτΕ κατά τα 2/3 σε τρεις κλάδους: τα μη σιδηρούχα μέταλλα, τα μη μεταλλικά ορυκτά και σε τρόφιμα-ποτά-καπνό.
Τον πλέον ενεργοβόρο κλάδο για την Ελλάδα αποτελούν τα μη σιδηρούχα μέταλλα (αλουμίνιο, χαλκός, νικέλιο κ.α), τα οποία αυξάνουν σταθερά το μερίδιό τους στην τελική κατανάλωση από το 2000, εκτοπίζοντας από την πρώτη θέση τον κλάδο των μη μεταλλικών ορυκτών (περιλαμβάνει όσα εξυπηρετούν την οικοδομική και κατασκευαστική δραστηριότητα).
Η ελληνική βιομηχανία χρησιμοποιεί περισσότερο ηλεκτρισμό (40% το 2020), έχοντας αυξήσει την κατανάλωσή του κατά 5,4 ποσοστιαίες μονάδες και έχοντας μειώσει την κατανάλωση του πετρελαίου και των παραγώγων του την περίοδο 2010-2020. Άνοδο παρουσιάζει η χρήση φυσικού αερίου.
Αντίθετα, στο σύνολο των χωρών της ζώνης του ευρώ το μεγαλύτερο ποσοστό στην κατανάλωση ενέργειας στη βιομηχανία αφορά το φυσικό αέριο (34,5% το 2020), γεγονός που τις καθιστά περισσότερο ευάλωτες στην τρέχουσα συγκυρία για τη διατήρηση της παραγωγής τελικών και ενδιάμεσων αγαθών.
Η πληγή των μεταφορών
Τον πλέον ενεργοβόρο τομέα της οικονομίας αποτελούν για την χώρα μας και το σύνολο των χωρών της ζώνης του ευρώ οι μεταφορές. Το μερίδιο των μεταφορών στην τελική κατανάλωση ωστόσο είναι μεγαλύτερο για την Ελλάδα καθώς αντιπροσωπεύουν το 35,5% της συνολικής εγχώριας κατανάλωσης, έναντι 28,6% στην ευρωζώνη. Ωστόσο μειώθηκε το μερίδιό τους στην κατανάλωση κατά 5,2 ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία δεκαετία.
Στις οδικές μεταφορές, την περίοδο 2010-2020 καταγράφεται στροφή από τη βενζίνη στο πετρέλαιο και το ντίζελ, το οποίο για την Ελλάδα αποτελεί την κύρια πηγή ενέργειας.
Ακολουθεί η βενζίνη, με μερίδιο για την Ελλάδα σχεδόν διπλάσιο από ό,τι για τις χώρες της ευρωζώνης το 2020, ενώ το υγραέριο αντιπροσώπευε μικρό μέρος της κατανάλωσης στις οδικές μεταφορές για την Ελλάδα και πολύ μικρότερο για τις χώρες της ζώνης του ευρώ.
Οι δημοσιονομικές επιπτώσεις
Σύμφωνα με την έκθεση, η μελλοντική κατανάλωση ενέργειας είναι συνάρτηση των δημογραφικών μεγεθών, της οικονομικής ανάπτυξης, του κόστους και της διαθέσιμης τεχνολογίας.
Σύμφωνα και με τους στόχους που προβλέπονται στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα αλλά και το ευρωπαϊκό πλαίσιο REPowerEU, η παρουσία των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα θα πρέπει να αυξηθεί και ο λιγνίτης να περιοριστεί με ταυτόχρονη αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας. Καθώς ο ορυκτός πλούτος του πλανήτη είναι πεπερασμένος, εντείνεται η ανάγκη αντικατάστασης με ΑΠΕ και βελτίωσης της αποτελεσματικότητας στη χρήση ενέργειας που οδηγεί σε μείωση της κατανάλωσης και μεγαλύτερη εξοικονόμηση.
Κατά την τελευταία δεκαετία είναι φανερό ότι η Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει σημαντικά βήματα, μεταβάλλοντας το ενεργειακό μίγμα και αναπτύσσοντας τη χρήση ΑΠΕ. Ωστόσο, παραμένει η εξάρτηση από ρυπογόνες πηγές ενέργειας, όπως το πετρέλαιο ενώ για το φυσικού αέριο, η τελική κατανάλωση είναι χαμηλότερη από εκείνη των χωρών της ζώνης του ευρώ.
Η έκθεση της ΤτΕ, επισημαίνει ότι οι αυξημένες χρηματοδοτικές ανάγκες λόγω της ενεργειακής κρίσης και της εκτίναξης των τιμών της ενέργειας εντείνουν την ευπάθεια της ελληνικής οικονομίας και οδηγούν σε αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών.
Ταυτόχρονα, η ανάγκη οικονομικής στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων για να ανταπεξέλθουν στο αυξημένο ενεργειακό κόστος απαιτεί δημοσιονομικούς πόρους που είναι δυνατόν να οδηγήσει σε άνοδο του δημόσιου χρέους.
Με αυτές τις παραδοχές, όπως αναφέρει ενισχύεται η άποψη ότι η κάλυψη της ζήτησης για ενέργεια θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μέσω αύξησης της χρήσης ΑΠΕ και με τεχνολογίες που ακόμη δεν έχουν ωριμάσει, όπως υδρογόνο, βιομάζα, κυματική ενέργεια, γεωθερμία και αποθήκευσης ενέργειας που θα καλύπτουν τις ανάγκες των τελικών χρηστών σε κάθε χρονική στιγμή.