Φορο-μπόνους έως και 2.200 ευρώ τον χρόνο μπορούν να κερδίσουν οι φορολογούμενοι με εισοδήματα από μισθούς, συντάξεις, επιχειρηματική δραστηριότητα ή ακίνητα, οι οποίοι πληρώνουν με ηλεκτρονικό χρήμα δαπάνες σε επαγγελματίες που βρίσκονται στην «κόκκινη ζώνη» της φοροδιαφυγής.
Το μέτρο των «χρυσών» αποδείξεων ενεργοποιήθηκε φέτος και θα ισχύει έως το 2025. Αυτό σημαίνει ότι οι φορολογούμενοι που ζητούν και παίρνουν αποδείξεις από 20 κατηγορίες επαγγελμάτων θα δουν την έκπτωση φόρου εισοδήματος στο εκκαθαριστικό της φορολογικής δήλωσης που θα υποβάλλουν από το 2023 έως το 2026.
Το ανώτατο όριο μείωσης του φορολογητέου εισοδήματος φτάνει στα 5.000 ευρώ, αλλά για να τo κερδίσει κάποιος φορολογούμενος θα πρέπει να έχει πραγματοποιήσει δαπάνες ύψους 16.667 ευρώ με πλαστικό χρήμα από τη λίστα των 20 επαγγελμάτων, ενώ για να κερδίσει την έκπτωση φόρου 2.200 ευρώ θα πρέπει να φορολογείται με συντελεστή 44% που σημαίνει πως δηλώνει εισοδήματα άνω των 40.000 ευρώ. Για χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, η μείωση φόρου είναι μικρότερη. Τα «κλειδιά» του φορο-μπόνους με τις ηλεκτρονικές αποδείξεις είναι τα εξής:
Επιπλέον έκπτωση φόρου για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές που πραγματοποιούν μπορούν να κερδίσουν μόνο τα φυσικά πρόσωπα και συγκεκριμένα όσοι αποκτούν εισόδημα από μισθωτή εργασία, συντάξεις, οποιαδήποτε μορφής επιχειρηματική δραστηριότητα ή από εκμίσθωση ακινήτου.
Οι δαπάνες που οδηγούν σε έξτρα έκπτωση φόρου αφορούν πληρωμές για κτηνιατρικές υπηρεσίες, εργασίες υδραυλικού, ψυκτικού, συντηρητή θέρμανσης, ηλεκτρολόγου, ξυλουργού, μόνωσης, τοιχοποιίας, σοβατίσματος, τοποθέτησης πλακιδίων, στέγης και παραθύρων λαμαρίνας κ.λπ., σκυροδέματος, υπηρεσίες ταξί, κομμωτήρια, κουρεία και καταστήματα ομορφιάς, υπηρεσίες κηδειών, μασάζ, φυσικής ευεξίας, καθαρισμού και οικιακές υπηρεσίες, ανάπτυξη φωτογραφιών, σχολές χορού, γυμναστήρια και δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου με συνδρομή, διάφορες υπηρεσίες ελεύθερου χρόνου, προσωπική φροντίδα και νοσηλεία (εξαιρούνται νοσοκομειακές δραστηριότητες), νομικές υπηρεσίες και υπηρεσίες φροντίδας παιδιών.
Οι δαπάνες θα πρέπει να πραγματοποιούνται με ηλεκτρονικά μέσα [χρεωστικές ή πιστωτικές κάρτες, προπληρωμένες κάρτες (prepaid cards), e-banking, ηλεκτρονικού πορτοφολιού (e-wallet), paypal].
Για κάθε φορολογικό έτος από το 2022 έως και το 2025 εκπίπτει από το εισόδημα ποσοστό ίσο με το 30% των ηλεκτρονικών πληρωμών που πραγματοποιούνται στις 20 κατηγορίες επαγγελμάτων με ανώτατο όριο τα 5.000 ευρώ ετησίως. Για δαπάνες 5.000 ευρώ η έκπτωση θα είναι 1.500 ευρώ, για 10.000 ευρώ θα ανέλθει στα 3.000 ευρώ και για 15.000 ευρώ στα 4.500 ευρώ.
Αν όμως κάποιος έχει δαπάνες ύψους 20.000 ευρώ δεν θα αφαιρεθεί το 30% δηλαδή 6.000 ευρώ αλλά το ποσό των 5.000 ευρώ που αποτελεί το ανώτατο όριο. Το ποσό που αφαιρείται δεν μπορεί να υπερβαίνει το συνολικό πραγματικό εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις, επιχειρηματική δραστηριότητα και ακίνητη περιουσία του φυσικού προσώπου. Δηλαδή αν κάποιος δηλώσει ετήσιο εισόδημα 4.500 ευρώ και το ποσό που πρέπει με βάση τις δαπάνες να εκπέσει ανέρχεται στα 5.000 ευρώ αυτό θα περιοριστεί αυτόματα στα 4.500 ευρώ.
Η έκπτωση φόρου ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος ανέρχεται:
- έως 450 ευρώ για ετήσιο εισόδημα μέχρι 10.000 ευρώ,
- έως 1.100 ευρώ για ετήσιο εισόδημα από 10.000 έως 20.000 ευρώ,
- έως 1.400 ευρώ για εισόδημα από 20.000 έως 30.000 ευρώ,
- ¢έως 1.800 ευρώ για εισόδημα από 30.000 έως 40.000 ευρώ και
- έως 2.200 ευρώ για ετήσιο εισόδημά πάνω από 40.000 ευρώ.
Την έκπτωση φόρου δεν δικαιούνται ακόμα και αν πληρούν τις προϋποθέσεις οι φορολογούμενοι που εντός του ίδιου έτους έχουν προχωρήσει σε υπηρεσίες επισκευής και συντήρησης κατοικίας για τις οποίες έχουν λάβει τη σχετική έκπτωση φόρου.
Η μείωση του φόρου αφορά αποκλειστικά τον φορολογούμενο που πραγματοποιεί τις δαπάνες και το τυχόν πλεονάζον ποσό δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον άλλο σύζυγο ή μέλος συμφώνου συμβίωσης όπως ισχύει με την κάλυψη από τις ηλεκτρονικές αποδείξεις του 30% του εισοδήματος. Για παράδειγμα αν η μείωση του φορολογητέου εισοδήματος με βάση τις δαπάνες είναι 6.000 ευρώ, δηλαδή ξεπερνά το ανώτατο όριο των 5.000 ευρώ ετησίως, το υπερβάλλον ποσό των 1.000 ευρώ δεν αφαιρείται από το εισόδημα του ή της συζύγου.