Από την μία πλευρά, βρίσκεται η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), το ΙΟΒΕ και το ΚΕΠΕ, που θα προτιμούσαν οι όποιες αυξήσεις να είναι πιο «λελογισμένες». Από την άλλη, δείχνουν να συμπλέουν η ΓΣΕΒΕΕ, η ΕΣΕΕ και το ΣΕΤΕ που δεν κρύβουν ότι θέλουν οι όποιες αυξήσεις να είναι αισθητά υψηλότερες. Και φυσικά, υπάρχει και η ΓΣΕΕ που κάνει λόγο για αυξήσεις σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Σύμφωνα με το ΕΝΔΥΣΙ, αυτή είναι κατά βάση η διαστρωμάτωση των Φορέων που βάσει νόμου, γνωμοδοτούν επί των κατώτατων αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα. Με τη συζήτηση να έχει ανοίξει και επίσημα, τα σχετικά πορίσματα από τους επιστημονικούς φορείς, υποβλήθηκαν στο υπουργείο Εργασίας και τώρα ξεκινάει ο β’ γύρος των διαπραγματεύσεων, που θα ολοκληρωθεί την 1η Μαΐου με τις ανακοινώσεις της Κυβέρνησης.
Η πρόταση με την πιο περιορισμένη αύξηση προήλθε από την ΤτΕ, καθώς υποστηρίζει ότι επηρεάζονται και τα υπόλοιπα μισθολογικά κλιμάκια. Μάλιστα, θεωρεί ότι οι μισθοί που βρίσκονται κοντά στις κατώτατες αποδοχές του ιδιωτικού τομέα (πχ 800 – 900 ευρώ), θα δεχτούν πίεση για ανάλογη αύξηση. Γι’ αυτό και προτείνει ο κατώτατος μισθός να αυξηθεί από 2,7 – 3,4%.
Το ΙΟΒΕ εστιάζει το πόρισμά του στο σκέλος των εισφορών και υπογραμμίζει ότι παραμένουν υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Άρα, οι κατώτατες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα, θα πρέπει να προσαρμοστούν με αντίστοιχες παρεμβάσεις ώστε να μειωθούν οι εισφορές. Η πρόταση του ΙΟΒΕ είναι να υπάρξει ήπια αύξηση. Με τη θέση αυτή δείχνει να συμπλέει και το ΚΕΠΕ, που κάνει λόγο για «όχι υπερβολικά μεγάλη» αύξηση. Σημειώνει δε ότι, οι όποιες προτάσεις κατατέθηκαν λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Άρα, δεν έχουν συμπεριλάβει τις επιδράσεις από την εμπόλεμη κατάσταση που είναι άγνωστο πόσο θα διαρκέσει. Σημειώνεται ότι το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, έχει οριστεί ως ο φορέας, που θα συγκεντρώσει όλες τις προτάσεις και θα εκπονήσει την τελική του γνωμοδότηση προς τον υπουργό Εργασίας.
Ανάλογη παρέμβαση πραγματοποιεί και το ΙΝΕΜΥ – ΕΣΕΕ, επισημαίνοντας ότι η επιβάρυνση για μια επιχείρηση είναι συγκριτικά πιο μεγάλη, από την όποια ονομαστική αύξηση του μισθού. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι για καθαρές αποδοχές μισθωτού στα 664,3 ευρώ, οι μικτές αποδοχές του είναι αυξημένες κατά 109,2 ευρώ, λόγω εισφοράς εργαζόμενου στο ΙΚΑ και φτάνουν στα 773,5 ευρώ. Όμως η τελική επιβάρυνση ανά μήνα για την επιχείρηση είναι πολλαπλάσια, ακριβέστερα κατά 174,3 ευρώ αυξημένη, ποσό που αντιστοιχεί στις εργοδοτικές εισφορές. Έτσι, το τελικό ποσό που στοιχίζει ένας εργαζόμενος του συγκεκριμένου παραδείγματος, είναι 947,8 ευρώ το μήνα. Αντίστοιχα, σε ετήσια βάση, για καθαρές αποδοχές μισθωτού 7.971,6 ευρώ, προκύπτει επιβάρυνση της επιχείρησης αισθητά υψηλότερα, στα 11.373,6 ευρώ. Γι’ αυτό το ΙΝΕΜΥ – ΕΣΕΕ προτείνει αύξηση στα όρια του πληθωρισμού.
Το ΙΜΕ – ΓΣΕΒΕΕ εκτιμά ότι είναι πολύ σημαντική η επίδραση των αυξήσεων στις κατώτατες αποδοχές, σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας που έχουν δεχτεί ισχυρό πλήγμα από την υγειονομική κρίση. Ενδεικτικά αναφέρεται η εστίαση, καθώς εκτιμάται ότι πάνω από 6 στους 10 εργαζόμενους του εν λόγω κλάδου (65,4%), θα τύχουν ανάλογης προσαρμογής των αποδοχών τους, λόγω της αύξησης που προωθείται. Γι’ αυτό και προτείνει αύξηση στα επίπεδα του πληθωρισμού.
Ανάλογη είναι και η τοποθέτηση του ΙΝ-ΣΕΤΕ που εκτιμά ότι μια ενδεχόμενη αύξηση κατά 4% στις κατώτατες αποδοχές, θα επιφέρει ανάλογης αύξησης κατά 5% στους απασχολούμενους του κλάδου του τουρισμού. Η πρόταση του Ινστιτούτου είναι η όποια αύξηση να κυμανθεί από 5-6%.
Το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ προτείνει την μεγαλύτερη αύξηση από όλους τους επιστημονικούς φορείς στο 13,5%. Μια αύξηση που εκτιμάται ότι θα στηρίξει τα νοικοκυριά που ταλαιπωρούνται αυτή την περίοδο λόγω ακρίβειας.
Το ΕΙΕΑΔ αντίθετα, θεωρεί ότι οι κατώτατες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα, θα μπορούσαν να αυξηθούν έως και 7%. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε το Ινστιτούτο προκύπτει ότι ο κατώτατος μισθός των 650 ευρώ το μήνα, δηλαδή πριν από την αύξηση κατά 2% που δόθηκε την 1η Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους, αντιστοιχεί στο 51,5% του μέσου μισθού της χώρας.
Ο ΟΑΕΔ εστιάζει την τοποθέτησή του στο σκέλος της επιβάρυνσης που θα έχει ο Οργανισμός, λόγω αύξησης των επιδομάτων, που θα επιφέρει η αναμενόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού. Ακριβέστερα, στο ενδεχόμενο που συμφωνηθεί αύξηση κατά 1%, τότε η επιβάρυνση θα είναι 14,7 εκατ. ευρώ, ενώ φτάνει στα 88 εκατ. ευρώ ετησίως, για αύξηση κατά 6%