«Ακόμη και με μια μέτρια αύξηση των δαπανών, ήτοι εάν τα νοικοκυριά χρησιμοποιούσαν περίπου το 1/3 της πλεονάζουσας αποταμίευσής τους για μεγαλύτερη κατανάλωση σε διάστημα δύο ετών, ας πούμε, θα πρόσθετε 2,5% στο ΑΕΠ και έως και 0,75% στον πληθωρισμό μέχρι το τέλος του δεύτερου έτους», σημειώνει το ΔΝΤ.
Οι μισές από τις πλεονάζουσες αποταμιεύσεις της ζώνης του ευρώβρίσκονται σε τραπεζικούς λογαριασμούς, πράγμα που σημαίνει ότι θα μπορούσαν, κατ' αρχήν, να είναι εύκολα προσβάσιμες και να δαπανηθούν μόλις αρθούν οι περιορισμοί για την πανδημία.
Και οι περισσότερες από τις αποταμιεύσεις ήταν αναγκαστικές, δηλαδή δημιουργήθηκαν λόγω της μη ύπαρξης δραστηριότητας, γεγονός που υποδηλώνει ότι μπορεί να δαπανηθούν σύντομα.
Ωστόσο, υπάρχουν τέσσερις λόγοι για τους οποίους το ΔΝΤ θεωρεί πως αυτές οι αποταμιεύσεις ενδέχεται να μην απελευθερωθούν βιαστικά στην πραγματική οικονομία.
Πρώτον, το είδος των δαπανών που αναγκάστηκαν να μη κάνουν τα νοικοκυριά αφορά σε μετακινήσεις και ταξίδια, έξοδα που δεν αντικαθίσταται εύκολα.
Δεύτερον, οι πλεονάζουσες αποταμιεύσεις συγκεντρώθηκαν κυρίως σε άτομα με υψηλά εισοδήματα. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, το πλουσιότερο 10% των νοικοκυριών αύξησε σημαντικά τις αποταμιεύσεις τους, ακόμη και όταν ορισμένες φτωχότερες οικογένειες μείωσαν τις αποταμιεύσεις τους.
Τρίτον, τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας σημαίνουν ότι πολλοί μπορεί να δυσκολεύονται να ξοδέψουν τις αποταμιεύσεις τους — ακόμα κι αν το επιθυμούν.
Τέταρτον, η εξάπλωση της παραλλαγής όμικρον σημαίνει ότι οι Ευρωπαίοι μπορεί να αναγκαστούν να αποταμιεύουν για λίγο περισσότερο.
«Η αβεβαιότητα γύρω από τις προοπτικές για την κατανάλωση παραμένει εξαιρετικά υψηλή. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να παρακολουθούν στενά τα επιτόκια αποταμίευσης, καθώς θα αξιολογούν την ισχύ της ανάκαμψης και, εάν είναι απαραίτητο, να προσαρμόσουν τη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική για να εξασφαλίσουν βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη και να διατηρήσουν τη σταθερότητα των τιμών», σημειώνει το ΔΝΤ.