«Καταπέλτης» για το μέτωπο της ακρίβειας, τους χειρισμούς της κυβέρνησης πάνω σε αυτή, αλλά και την αισχροκέρδεια που έχει κατακλύσει την αγορά λόγω των κρατικών ελέγχων που είναι άφαντοι, εμφανίστηκε ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Καταναλωτών, Γιώργος Λεχουρίτης, μιλώντας στο Newsbomb.gr.
Ο κ. Λεχουρίτης περιέγραψε με μελανά χρώματα το μέλλον στην αγορά καθώς όπως τονίζει, βρίσκεται σε εξέλιξη μια νέα εκτίναξη των τιμών σε βασικά αγαθά τα οποία ήδη από το 2021 είχαν πάρει την «ανηφόρα», δυσκολεύοντας τα νοικοκυριά να ψωνίζουν ακόμη και τα πλεον απαραίτητα. «Αναμένεται νέα εκτίναξη, αυτό είναι διαπιστωμένο και επιβεβαιωμένο, όχι μόνο από την πλευρά του ΙΝΚΑ και των καταναλωτών, αλλά και των επιμελητηρίων και των επαγγελματιών», ανέφερε ο ίδιος, τονίζοντας ότι μέσα στο 2022 θα έχουμε μια περαιτέρω αύξηση του 30% η οποία θα είναι για τους ήδη πληγωμένους καταναλωτές, δυσβάστακτη.
Είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό το γεγονός, σύμφωνα με τον κ. Λεχουρίτη, ότι ταυτόχρονα διαμαρτύρονται τόσο οι παραγωγοί στον πρωτογενή τομέα, ότι δηλαδή πληρώνουν ακριβά την παραγωγή λόγω των αυξήσεων (στα λιπάσματα, φυτοφάρμακα και στα καύσιμα), όσο και οι καταναλωτές, οι οποίοι αγοράζουν ακριβά τα προϊόντα. Οι μοναδικοί που δεν διαμαρτύρονται σύμφωνα με τον ίδιο είναι οι μεσάζοντες. «Αυτό σημαίνει ότι μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών, υπάρχει ένα τεράστιο κέρδος, μια αισχροκέρδεια που η κυβέρνησ, ενώ την γνωρίζει, μένει απαθής και δεν παρεμβαίνει». «Όταν πουλάει ο παραγωγός 20 λεπτά το πορτοκάλι ή το λεμόνι και φτάνει στον καταναλωτή στο ένα ευρώ, δεν πρέπει να υπάρξει κάποιος έλεγχος;», διερωτάται ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Καταναλωτών.
Παρά την διαρκή έκρηξη της ακρίβειας, οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του κράτους -φαίνεται ξεκάθαρα από την αγορά- δεν μπορούν να βάλουν «φρένο» στις ανοδικές τιμές. «Το υπουργείο έχει μηχανισμούς που μπορούν να ελέγξουν με βάση τα δεδομένα που δηλώνει το υπουργείο Ανάπτυξης και αν παρατηρηθεί το φαινόμενο της αισχροκέρδειας θα πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις». Ο κ. Λεχουρίτης ανέφερε ότι κάτι παρόμοιο είχε συμβεί τα Χριστούγεννα με τις μάσκες προστασίας κατά του κορονοίού, όπου υπήρξε παρέμβαση του υπουργείου, όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι δεν μπορούν να υπάρχουν «δυο μέτρα και δυο σταθμά» στη αγορά.
Απαντώντας για το ποια προϊόντα θα εμφανίσουν νέες αυξήσεις μέσα στο 2022, ο κ. Λεχουρίτης, ήταν ξεκάθαρος αναφέροντας ότι θα δούμε σχεδόν παντού ανατιμήσεις προς τα πάνω. «Μέσα στη νέα χρονιά θα υπάρξουν σε όλα τα προϊόντα αυξήσεις. Το ψωμί ήδη από το 2021 πήρε μια αύξηση 40%, αυτό θα πάρει και άλλο ένα 20% με 30%. Ήδη από τον Ιανουάριο είχαμε μια αύξηση σε βασικά προϊόντα καταναλωτικών αγαθών, όπως ζυμαρικά, όσπρια, λάδι γάλα και αλεύρι, της τάξης του 5%». Αυτή η αύξηση σημειώθηκε από τον πρώτο μήνα του νέου έτους, με τον πρόεδρο του Ινστιτούτου Καταναλωτών, να μιλά πλέον για ένα φαινόμενο κατά το οποίο οι αυξήσεις των προϊόντων στα σούπερ μάρκετ να είναι πλέον ένα «καθημερινό φαινόμενο». «Ανεβάζουν τις τιμές κατά ένα με δυο λεπτά του ευρώ, επί καθημερινής βάσεως, είναι μια αύξηση που πληρώνουν οι καταναλωτές, και εντός του 2022 αυτό θα ενταθεί».
Η τιμή της βενζίνης που αγγίζει και ξεπερνά σε πολλές περιτπώσεις, τα δυο ευρώ στα αστικά κέντρα, αναμένεται επίσης να παίξει καθοριστικό ρόλο, φυσικά αρνητικό από την πλευρά του καταναλωτή. «Θα φέρει αναπόφευκτα νέες αυξήσεις στα προϊόντα. Το σιμιγδάλι στα 500 γραμμάρια που είχε 0.90 ευρώ τον Αύγουστο, τώρα έχει 1,23 ευρώ. Τα ζυμαρικά όπως το κριθαράκι είχε 1.05 ευρώ και τώρα έχει πάει στα 1,33 ευρώ. Οι φακές είχαν 1,50 ευρώ και έχουν ανέβει πλέον στα 2 ευρώ», τονίζει. Μεγάλο θέμα έχει προκύψει και με την παραπλάνηση των καταναλωτών. «Δεν είναι η ακρίβεια και οι τιμές στα ράφια αλλά οι "βαφτίσεις" προϊόντων που εισάγονται από Τουρκία, Περού και άλλες χώρες και τα βαφτίζουν ελληνικά. Στη συνέχεια τα πλασάρουν σε άλλες τιμές. Είναι δυνατόν να μην υπάρχει κρατικός έλεγχος;».
Παρά τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης ότι το κύμα των αυξήσεων στο καλάθι της νοικοκυράς θα ήταν παροδικό και πως η «κανονικότητα» στην αγορά θα επέστρεφε σύντομα μετά τα Χριστούγεννα, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να συμβαίνει, αλλά αντιθέτως όλοι οι δείκτες δείχνουν το ακριβός αντίθετο. Ο κ. Λεχουρίτης ήταν καυστικός γι αυτή την εξέλιξη στην αγορά σημειώνοντας χαρακτηριστικά πως «στην αναμπουμπούλα ο λύκος χαίρεται, δεν γίνεται να διαμαρτύρονται όλοι. Οι παραγωγοί ότι "πουλάμε" φτηνά προϊόντα ότι οι καταναλωτές ότι "αγοράζουμε" ακριβά προϊόντα, υπάρχει κάτι ενδιάμεσο».
Αναφορικά με το ενεργειακό, ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Καταναλωτών, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι τα τελευταία 40 χρόνια δεν θυμάται ποτέ στην Ελλάδα να υπήρχαν τέτοιες δυσθεώρητε τιμές στην ηλεκτρική ενέργεια, «εγώ δεν θυμάμαι τα τελευταία 40 χρόνια να είναι η Ελλάδα εξαρτημένη από την ηλεκτρική ενέργεια. Όταν υπήρχε ανάγκη από ηλεκτρικό ρεύμα το εισάγαμε, αν είχαν άλλοι ανάγκη -γειτονικές κυρίως χώρες- το εξάγαμε. Δεν θυμάμαι πότε να έχει φτάσει το ηλεκτρικό ρεύμα σε τέτοια δυσθεώρητα ύψη, 300% και 500% αύξηση στο ηλεκτρικό ρεύμα; Kαι 400% στο φυσικό αέριο;».
Ο κ. Λεχουρίτης είπε ότι για τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος πρέπει να δοθούν εξηγήσεις από την κυβέρνηση. «Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να είμαστε η πρώτη χώρα, η ακριβότερη χώρα στην Ευρώπη, στην ηλεκτρική ενέργεια, για ποιο λόγο; Εγώ περιμένω μια εξήγηση. Για ποιο λόγο είμαστε η ακριβότερη χώρα στη Ευρώπη δεν υπάρχει αιτιολογία», σημείωσε.
Επικριτικός για την στάση της κυβέρνησης και την μη λήψη απαραίτητων μέτρων για την προστασία του καταναλωτή και των παραγωγών, εμφανίστηκε ο κ. Λεχουρίτης και για την τιμή της βενζίνης, η οποία έχει ξεπεράσει τα δυο ευρώ το λίτρο. Αυτές οι ανοδικές ανατιμήσεις θα βάλουν νέα «φωτιά» σε βασικά αγαθά, υπογραμμίζει. Όπως σημειώνει «η αύξηση στην τιμή τη βενζίνης οφείλεται στην διεθνή αγορά, αλλά όταν ανεβαίνουν έτσι οι τιμές σαν χώρα έχεις την υποχρέωση μειώσεις τον ειδικό φόρο κατανάλωσης γιατί πλέον στα στα 10 ευρώ καυσίμων τα 8 είναι ο φόρος. Όσο αυξάνεται η τιμή του καυσίμου η τιμές στο φυσικό αέριο, αυξάνονται και τα έσοδα του κράτους. Αλλά όταν μειώνεται η κατανάλωση -λόγω της ακρίβειας- τότε μειώνεται και το κέρδος. Η κατανάλωση φέρνει το κέρδος», καταλήγει.