Με το βλέμμα στραμμένο στο Λουξεμβούργο, όπου ανακοινώνεται η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο, χιλιάδες δανειολήπτες από την Ελλάδα, αναμένουν ν’ ανοίξει η μοναδική «χαραμάδα» ελπίδας για τις δυσβάσταχτες πλέον δανειακές τους συμβάσεις.
Για πρώτη φορά το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλείται να αποφασίσει για το μείζον θέμα των δανείων σε ελβετικό φράγκο τα οποίο αφορά χιλιάδες νοικοκυριά στην Ελλάδα που καλούνται να αποπληρώσουν τα δάνειά τους, με βάση την τρέχουσα ισοτιμία και όχι εκείνη που ίσχυε κατά το χρόνο κατάρτισης των δανειακών τους συμβάσεων με την τράπεζα.
Την απόφαση αυτή υπολογίζεται ότι περιμένουν με αγωνία περίπου 65.000-70.000 δανειολήπτες που έχουν πάρει δάνεια ονομαστικής αξίας γύρω στα 7 δισεκατομμύρια ευρώ.
Παρά τη δικαστική τους ήττα στον Άρειο Πάγο, το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας, κατάφερε να αναπτερώσει τις ελπίδες τους, στέλνοντας την υπόθεση των δανείων σε ελβετικό φράγκο στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να επανεξεταστεί, με την υποβολή τεσσάρων προδικαστικών ερωτημάτων. Συγκεκριμένα, λίγους μήνες μετά την άρνηση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου στο αίτημά τους, ήρθε το Πολυμελές Πρωτοδικείο και ζήτησε ενημέρωση από το ΔΕΕ στα συγκεκριμένα ερωτήματα, δημιουργώντας ένα νομικό «ρήγμα» στο θέμα αυτό.
Έτσι, αν και η υπ’ αρ. 4/2019 απόφαση της Ολομέλειας των αρεοπαγιτών, κατά πλειοψηφία, έκρινε ότι ο όρος των δανειακών συμβάσεων για αποπληρωμή σε ευρώ ή ελβετικό φράγκο, με βάση την τρέχουσα ισοτιμία, είναι δηλωτικός όρος και άρα δεν υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας, το Πρωτοδικείο δεν συμφώνησε με την πλειοψηφία αυτή αλλά με τη μειοψηφία! Για το λόγο αυτό, στην υπ’ αριθμ. 1599/2020 απόφασή του ν’ απευθυνθεί στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Πολυμελές Πρωτοδικείο σημείωνε ότι έχει τη γνώμη πως τα Ελληνικά δικαστήρια μπορούν να προβούν σε έλεγχο καταχρηστικότητας και ρητρών οι οποίες απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού (και ενδοτικού) δικαίου.
Η εξέλιξη αυτή αποτέλεσε «νησίδα σωτηρίας» για τους Έλληνες δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο, μιας και οι δανειακές τους συμβάσεις …ταξιδεύουν εκτός συνόρων, στην έδρα του ΔΕΕ.
Όπως δήλωσε ο πληρεξούσιος δικηγόρος των δανειοληπτών που παραστάθηκε, ο κ. Βασίλειος Κοντογιάννης, «τα προδικαστικά ερωτήματα τα οποία τέθηκαν είναι νομικά - ερμηνευτικά, αφορούν την δυνατότητα ελέγχου από τα Εθνικά Δικαστήρια της καταχρηστικότητας ρητρών σε συμβάσεις δανείων σε Ελβετικό Φράγκο. Το ΔΕΕ δεν θα αποφασίσει για την ουσία της υπό κρίση Διαφοράς με την Τράπεζα Πειραιώς, αλλά μετά την αυριανή Απόφαση του ΔΕΕ, η υπόθεση θα επανεισαχθεί στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών για να εκδοθεί η οριστική Απόφαση. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η απάντηση του ΔΕΕ στα προδικαστικά ερωτήματα που έχουν τεθεί, θα θεωρηθεί δεσμευτική, όχι μόνο για το Δικαστήριο που απέστειλε το ερώτημα, αλλά για όλα τα Εθνικά Δικαστήρια που θα δικάσουν ή έχουν ήδη δικάσει συναφή ζητήματα.».
Τα προδικαστικά ερωτήματα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) είναι τα εξής:
1) Κατά την έννοια του άρθρου 8 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ που προβλέπει δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν αυστηρότερες διατάξεις για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή, μπορεί ένα κράτος μέλος να μην ενσωματώσει στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και να επιτρέψει τον δικαστικό έλεγχο και ρητρών που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού ή ενδοτικού δικαίου;
2) Είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι το άρθρο 1 παράγραφος 2 εδ. α και β της Οδηγίας 93/13/ΕΚ αν και δεν εισήλθε ρητά στο Ελληνικό δίκαιο εισήλθε έμμεσα σύμφωνα με το περιεχόμενο των άρθρων 3 παράγραφος 1 και 4 παράγραφος 1 της ανωτέρω Οδηγίας, όπως αυτό μεταφέρθηκε στην διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 22541/1994;
3) Στην έννοια των καταχρηστικών όρων και του εύρους τους όπως αυτοί ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 3 παράγραφος 1 και 4 παράγραφος 1 της Οδηγίας 93/13 περιέχεται η εξαίρεση του άρθρου 1 παράγραφος 2 εδ. α και β της οδηγίας 93/13;
4) Καταλαμβάνεται από τον έλεγχο της καταχρηστικότητας γενικού όρου συναλλαγής κατά τις διατάξεις της Οδηγίας 93/13/ΕΚ, ο όρος σε πιστωτική σύμβαση που συνάπτει καταναλωτής με πιστωτικό ίδρυμα, ο οποίος αποδίδει το περιεχόμενο κανόνα ενδοτικού δικαίου του κράτους μέλους, εφόσον ο σχετικός όρος δεν αποτέλεσε αντικείμενο χωριστής διαπραγμάτευσης;