Στο πλαίσιο της παρουσίας του στην ΔΕΘ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητοστάκης μιλώντας για την οικονομία, δήλωσε βέβαιος πως το Σύμφωνο Σταθερότητας θα αλλάξει, αναφέροντας μάλιστα πως η συζήτηση θα γίνει το 2022 και σημειώνοντας πως οι στόχοι του αφορούν σε αυτοτροφοδοτούμενες κρίσεις. “Θεωρώ δεδομένο ότι από το 2023 θα επέλθουμε σε ρυθμούς κανονικότητας και από την ανάγκη της ελληνικής κυβέρνησης να πετυχαίνει ρυθμούς πρωτογενών πλεονασμάτων” είπε.
Μήπως όμως λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο;
Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) θεσπίστηκε στο πλαίσιο της τρίτης φάσης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Σχεδιάστηκε για να διασφαλίσει ότι η προσπάθεια για υγιή δημοσιονομικά των χωρών της ΕΕ θα συνεχιστεί μετά την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος
Στην παρούσα φάση όμως η κατάσταση μοιάζει πιο ρευστή από ποτέ και μόνο...σταθερότητα δεν εμπνέει! Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε τη μείωση του προγράμματος επαναγοράς στις 9 Σεπτεμβρίου. Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι αυτή είναι μια λογική ιδέα δεδομένης της πρόσφατης αύξησης του πληθωρισμού στην ευρωζώνη στο υψηλότερο επίπεδο εδώ και μια δεκαετία και της δήθεν ισχυρής ανάκαμψης της οικονομίας. Ωστόσο, υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα. Η ανακοίνωση δεν είναι πραγματικά μειωμένη, αλλά απλώς προσαρμόζεται σε χαμηλότερη καθαρή προσφορά ομολόγων από κρατικούς εκδότες. Στην πραγματικότητα, λαμβάνοντας υπόψη τον ρυθμό που ανακοίνωσε η κεντρική τράπεζα, η ΕΚΤ θα συνεχίσει να αγοράζει το 100% του συνόλου των καθαρών εκδόσεων από κρατικούς οίκους.
Υπάρχουν πολλά προβλήματα σε αυτή τη στρατηγική.
Το πρώτο είναι ότι η ΕΚΤ αναγνωρίζει άθελά της ότι δεν υπάρχει πραγματική ζήτηση δευτερογενούς αγοράς για κρατικό χρέος των χωρών της ευρωζώνης σε αυτές τις αποδόσεις. Θα έπρεπε κανείς να σκεφτεί δύο ή τρεις φορές την τρέχουσα απόδοση για να δεχτούν οι επενδυτές πολλά ομόλογα της ευρωζώνης, εάν η ΕΚΤ δεν τα επαναγοράσει. Πρόκειται προφανώς για μια επικίνδυνη φούσκα.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι η ΕΚΤ αναγνωρίζει ότι η νομισματική πολιτική έχει μετατραπεί από εργαλείο που βοηθά στην εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων σε εργαλείο για την αποφυγή τους. Ακόμη και με την ισχυρή αναπήδηση του ΑΕΠ που προβλέπει η ΕΚΤ, λίγες κυβερνήσεις είναι πρόθυμες να μειώσουν τις δαπάνες και να περιορίσουν τα ελλείμματα με ουσιαστικό τρόπο. Οι εκτιμήσεις της ΕΚΤ δείχνουν ότι μετά τις μαζικές δαπάνες για το έλλειμμα του 2020, οι κρατικές δαπάνες της ευρωζώνης θα αυξηθούν ξανά κατά 3,4% το 2021 και θα μειωθούν κατά μέσον όρο κατά 1,2% το 2022. Αυτό σημαίνει ότι οι κρατικές δαπάνες της ευρωζώνης θα εδραιώσουν την αύξηση λόγω της πανδημίας του covid με μικρή βελτίωση στη δημοσιονομική θέση των περισσότερων χωρών. Πράγματι, χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία έχουν αυξήσει το διαρθρωτικό έλλειμμα.
Το τρίτο πρόβλημα είναι ότι τα αρνητικά επιτόκια και οι υψηλές εισφορές ρευστότητας σε συνδυασμό με τις αυξημένες κρατικές δαπάνες δεν έχουν δημιουργήσει πραγματικό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην ευρωζώνη. Πρέπει να θυμόμαστε ότι οι κύριες οικονομίες ήταν σε στασιμότητα ήδη στο τέταρτο τρίμηνο του 2019, πριν από την πανδημία και παρά τα μεγάλα σχέδια τόνωσης όπως το Σχέδιο Γιούνκερ, το οποίο κινητοποίησε εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ σε επενδύσεις.
Η τέταρτη πρόκληση για την ΕΚΤ είναι ότι αναγνωρίζει ότι έχει παγιδευτεί από τη δική της πολιτική, δεν μπορεί να σταματήσει το λάθος και να εξομαλυνθεί η κατάσταση επειδή οι κυβερνήσεις και οι αγορές θα υποφέρουν και δεν μπορεί να διατηρήσει τον τρέχοντα ρυθμό, επειδή ο πληθωρισμός ασκεί ακόμη μεγαλύτερη πίεση στην ανάπτυξη.
Η τελευταία πρόκληση για την ευρωζώνη και την ΕΚΤ είναι να συνεχίσουν να εφαρμόζουν πολιτικές που αγνοούν τα δημογραφικά στοιχεία και τα διαρθρωτικά βάρη για την ανάπτυξη. Η ευρωζώνη έχει έναν γηράσκοντα πληθυσμό και οι νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές φαίνεται να αγνοούν τα στοιχεία για την αλλαγή των καταναλωτικών προτύπων όταν οι πολίτες φτάσουν σε μια ορισμένη ηλικία ή συνταξιοδοτηθούν. Εάν προσθέσουμε στα δημογραφικά στοιχεία ένα φορολογικό σύστημα που πλήττει ολοένα και περισσότερο τις μεσαίες τάξεις, τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις, θα αντιμετωπίσουμε μια οικονομία που φαίνεται να ακολουθεί όλες τις λανθασμένες πολιτικές που εφάρμοσε η Ιαπωνία στις αρχές της δεκαετίας του '90.
Όπως έκανε η Ιαπωνία, η ευρωζώνη τα ποντάρει όλα σε κρατικές δαπάνες, αλυσίδες πακέτων κινήτρων που οδηγούνται από πολιτικές κατευθύνσεις και μαζική δημιουργία εσόδων από χρέη.
Ωστόσο, η ευρωζώνη δεν διαθέτει το πειθαρχημένο εργατικό δυναμικό που έχει η Ιαπωνία ούτε τα αυξημένα επίπεδα αποταμίευσης εταιρειών και νοικοκυριών που επιτρέπουν στη χώρα να συνεχίσει τη στασιμότητα για δεκαετίες.
Χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία ή η Ελλάδα δεν μπορούν να επιβιώσουν από τη στασιμότητα λόγω των αυξημένων επιπέδων ανεργίας και του μικρού μεγέθους του επιχειρηματικού ιστού. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ φαίνεται να αγνοεί τους κινδύνους διαιώνισης των στρεβλών κινήτρων για φούσκωμα των κρατικών δαπανών και του χρέους.