Αντιμέτωπα με νέες αυξήσεις τιμών στα ράφια τους επόμενους μήνες κινδυνεύουν να βρεθούν τα νοικοκυριά λόγω της συνεχιζόμενης διαταραχής στην εφοδιαστική αλυσίδα παγκοσμίως. Οι «πιέσεις» στους περισσότερους σχεδόν κλάδους της μεταποίησης παραμένουν ισχυρές, με συνέπειες τις ανατιμήσεις σε πρώτες ύλες και ενέργεια αλλά και τις μεγάλες αυξήσεις στα ναύλα και τα μεταφορικά κόστη.
Τα στοιχεία που δημοσίευσε την Παρασκευή η ΕΛΣΤΑΤ για τον γενικό δείκτη Τιμών Παραγωγού στη Βιομηχανία, ο οποίος δείχνει την πορεία των τιμών των βιομηχανικών προϊόντων για το σύνολο της εγχώριας και εξωτερικής αγοράς «προειδοποιούν» για ανατιμήσεις οι οποίες έρχονται το επόμενο διάστημα. Συγκεκριμένα τον Ιούλιο του 2021 ο δείκτης παρουσίασε αύξηση 13% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο του Ιουλίου 2020, έναντι μείωσης 7,9% που σημειώθηκε κατά τη σύγκριση των δεικτών του 2020 με το 2019. Συγκριτικά με τον Ιούνιο του 2020 δε, ο δείκτης παρουσίασε αύξηση 1,1%.
Σημειώνεται πως ο δείκτης για την εγχώρια αγορά, για τα προϊόντα που διακινούνται εντός της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 10,3% ενώ στην εξωτερική αγορά κατά 22%. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις στο Δείκτη Τιμών Παραγωγού Εξωτερικής Αγοράς σημειώθηκαν στους κλάδους: Παραγωγή οπτάνθρακα και προϊόντων διύλισης πετρελαίου κατά 59,7%, Παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ατμού και κλιματισμού κατά 53,4% και κατασκευή ηλεκτρολογικού εξοπλισμού κατά 25,1%. Τα αντίστοιχα ποσοστά αύξησης στην εγχώρια αγορά ήταν 51,4%, 35,4% και 16,2%.
Οι ανατιμήσεις που είδαν οι καταναλωτές στα ράφια άρχισαν περίπου τον περασμένο Μάιο με στελέχη της αγοράς να επισημαίνουν ότι γίνονται προσπάθειες να αποροφηθούν όσο είναι δυνατό κυρίως από τις μεγάλες επιχειρήσεις τροφίμων. Πρόκειται ωστόσο όπως επισημαίνουν για ένα παγκόσμιο φαινόμενο ενώ επισημαίνουν ότι είναι δεν μπορεί να προσδιοριστεί πότε θα ομαλοποιηθεί με δεδομένο τις απρόβλεπτες εξελίξεις λόγω της πορείας της πανδημίας τους επόμενους μήνες.
Ενδεικτικά πάντως της εικόνας στην αγορά είναι τα αναλυτικά στοιχεία από τον δείκτη τιμών καταναλωτή που δημοσιοποίησε πρόσφατα η ΕΛΣΤΑΤ και όσα προκύπτουν από τη σύγκριση τιμών τον Ιούλιο του 2021 με τον αντίστοιχο μήνα του 2020. Συγκεκριμένα, ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε σε 1,4% ενώ πέραν των σημαντικών ανατιμήσεων σε καύσιμα και ενέργεια που έτσι κι αλλιώς συμπαρασύρουν και τιμές των υπόλοιπων προϊόντων καταγράφηκαν ανατιμήσεις και σε βασικά είδη διατροφής. Για παράδειγμα σε αρνί και κατσίκι 13,21%, λαχανικά 8%, νωπά ψάρια 6,58%, νωπά φρούτα 5,19%, τυριά 3,54%, ελαιόλαδο 2,61%.
Αναζητούν εναλλακτικές οι επιχειρήσεις
Ήδη οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν αρχίσει να «μετρούν» τις επιπτώσεις από την κατάσταση που επικρατεί σε διεθνές επίπεδο αναζητώντας εναλλακτικές λύσεις, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με το δίλημμα, είτε να μετακυλίσουν μέρος των αυξήσεων στις τιμές των προϊόντων τους, είτε να απορροφήσουν την αύξηση μειώνοντας το περιθώριο κέρδους τους.
«Τυχόν συνεχιζόμενη αύξηση των τιμών των πρώτων υλών, η διατήρηση των ναύλων σε ιστορικά υψηλά επίπεδα αλλά και η αύξηση του κόστους ενέργειας επηρεάζουν αρνητικά τη λειτουργική κερδοφορία της εταιρείας» επεσήμανε χαρακτηριστικά κατά την πρόσφατη ανακοίνωση των οικονομικών της αποτελεσμάτων η Παπουτσάνης.
Παράλληλα αρκετές επιχειρήσεις και κυρίως εκείνες που προμηθεύονται από χώρες όπως η Κίνα, όπου εντοπίζεται και το μεγαλύτερο πρόβλημα σχετικά με το μεταφορικό κόστος και στρέφονται προς άλλες χώρες για της προμήθειες των προϊόντων τους, όπως η Τουρκία ή το Ισραήλ. Υπενθυμίζεται πως πρόσφατα ο Όμιλος Jumbo είχε καταγγέλλοντας «άτυπο καρτέλ» και «αθέμιτες πρακτικές και συμπράξεις μεταξύ των εταιρειών logistics ενώ νωρίτερα ο επικεφαλής της εταιρείας είχε ανακοινώσει την απόφασή του η εταιρεία να αλλάξει πλάνο στις αγορές της, σταματώντας τις παραγγελίες από την Κίνα.
Τέλος παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν τον κίνδυνο για έλλειψη προϊόντων του λιανεμπορίου το επόμενο διάστημα και κυρίως «φθηνότερων» ηλεκτρονικών προϊόντων. Η ραγδαία αύξηση του μεταφορικού κόστους, όπως επισημαίνουν, ουσιαστικά καθιστά ασύμφορη την εισαγωγή τους, ακόμη περισσότερο όταν πρόκειται για προϊόντα που καταλαμβάνουν μεγάλο όγκο και πωλούνται σε χαμηλή τιμή.