Στην έκθεσή του για τη Νομισματική Πολιτική 2021 που κατέθεσε στη Βουλή και το υπουργικό συμβούλιο τη Δευτέρα, περιλαμβάνεται πρόβλεψη για ανάπτυξη 4,2% εφέτος. Ωστόσο, ζυγίζοντας αρνητικά και θετικά, ο κ. Στουρνάρας θεωρεί πως εάν υπάρξει μεταβολή των εκτιμήσεων για εφέτος, αυτές θα είναι οριακά προς το καλύτερο, παρά τις μεταλλάξεις του κορωνοϊού
Ταυτόχρονα, η ΤτΕ προχώρησε σε προς τα πάνω αναθεώρηση της εκτίμησης για το 2022 (+5,30%), ενώ για το 2023 προβλέπει νέα αύξηση του ΑΕΠ κατά 3,90%.
Ο κ. Στουρνάρας εκτιμά ότι το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί μία πολύ μεγάλη ευκαιρία για τη χώρα, καθώς σε διάστημα 6 – 7 ετών, μπορεί να εισρεύσουν στη χώρα πόροι της τάξης των 75 δισ. ευρώ.
Λαμβάνοντας αυτό ως δεδομένο, ο κεντρικός τραπεζίτης δεν αποκλείει πλέον το σενάριο η χώρα να πετύχει μέση ετήσια ανάπτυξη 3,50% την επόμενη δεκαετία.
Οι κίνδυνοι για πισωγύρισμα
Στην έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική πάντως ο κ. Στουρνάρας αναφέρεται σε κινδύνους που σχετίζονται με την εξέλιξη της πανδημίας σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, στους οποίους υπόκεινται οι προβλέψεις για ταχεία ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας από εδώ και στο εξής.
Συγκεκριμένα, αναφέρει τα υγειονομικά ρίσκα παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Όπως υποστηρίζει, παρά το γεγονός ότι το εμβολιαστικό πρόγραμμα εξελίσσεται ομαλά, η εξάπλωση των μεταλλάξεων του κορωνοϊού αποτελεί πηγή αβεβαιότητας και τυχόν επιδείνωση της πανδημίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε υποτονική τουριστική περίοδο και να καθυστερήσει την επιστροφή στην κανονικότητα.
Μην διακόψετε τα μέτρα στήριξης
Επιπλέον, καλεί για μία ακόμη φορά την κυβέρνηση να μην βιαστεί με την απόσυρση των μέτρων στήριξης της οικονομίας, καθώς σε μία τέτοια περίπτωση είναι πιθανό το ενδεχόμενο αύξησης των πτωχεύσεων επιχειρήσεις και των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), καθώς επιδείνωσης της αγοράς εργασίας. Ένας επιπλέον κίνδυνος, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, πηγάζει από μια ενδεχόμενη καθυστέρηση στην απορρόφηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης.
Από την άλλη πλευρά, τονίζει ο κεντρικός τραπεζίτης, «η ταχύτερη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και η πλήρης απορρόφηση και αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη αύξηση των επενδύσεων και ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη κατά την περίοδο πρόβλεψης».
Υπογραμμίζει δε πως «λαμβάνοντας υπόψη την αξιοσημείωτη βελτίωση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης τους τελευταίους μήνες, στο προσεχές διάστημα είναι πιθανό τα νοικοκυριά να αυξήσουν την κατανάλωσή τους σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό του αναμενομένου, αξιοποιώντας τις αποταμιεύσεις που έχουν συσσωρεύσει για λόγους πρόνοιας και εξαιτίας της αναγκαστικής αναβολής καταναλωτικών δαπανών ως αποτέλεσμα των περιοριστικών μέτρων».
Η διασύνδεση τραπεζών – κράτους
Μεσοπρόθεσμα, ο κ. Στουρνάρας υποστηρίζει ότι η αυξημένη διασύνδεση κρατικού και τραπεζικού τομέα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο (μέσω της αυξημένης διακράτησης κρατικών ομολόγων εκ μέρους των τραπεζών, της παροχής κρατικών εγγυήσεων στο τραπεζικό σύστημα και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων) επιτείνει τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
«Η επανεμφάνιση των δίδυμων ελλειμμάτων και το υψηλό ιδιωτικό και δημόσιο χρέος (καθώς και το υψηλό απόθεμα ενδεχόμενων υποχρεώσεων του Δημοσίου λόγω της παροχής εγγυήσεων) αποτελούν παράγοντες κινδύνου και καθιστούν περισσότερο ευάλωτη την οικονομία σε μια νέα αρνητική εξωτερική διαταραχή» αναφέρει χαρακτηριστικά για το θέμα.
Εξάλλου, λέει πως πρόσθετο κίνδυνο σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα αποτελεί και το ενδεχόμενο τερματισμού των έκτακτων, λόγω της πανδημίας, μέτρων νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, πριν ανακτήσουν τα ελληνικά ομόλογα την επενδυτική βαθμίδα.
Σε αυτή την περίπτωση, εξηγεί ο διοικητής, τα ελληνικά ομόλογα θα καταστούν ευάλωτα σε ενδεχόμενες διαταραχές στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν από μια απότομη αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής στις ανεπτυγμένες οικονομίες ως αποτέλεσμα της ταχύτερης του αναμενομένου αύξησης του πληθωρισμού.
Τέλος, στο εξωτερικό περιβάλλον, τυχόν γεωπολιτικές εντάσεις στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου ενδέχεται να οξύνουν την προσφυγική κρίση και να επηρεάσουν το οικονομικό κλίμα και τις επενδύσεις.
Συμπερασματικά πάντως ο κ. Στουρνάρας εκτιμά ότι παρά τους κινδύνους και την αβεβαιότητα για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας, «τα θετικά αποτελέσματα που απορρέουν από την έγκαιρη και πλήρη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων θεωρούνται πιο πιθανά σε σχέση με τους καθοδικούς κινδύνους, τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Κατά συνέπεια, είναι εφικτή μια καλύτερη του αναμενομένου πορεία της οικονομίας την περίοδο 2021-2023».
Προσοχή στα κόκκινα δάνεια
Στην ίδια έκθεση ο κ. Στουρνάρας καλεί τις τράπεζες να επανεξετάσουν την επάρκεια των προβλέψεών τους για τον πιστωτικό κίνδυνο και ειδικότερα την ικανότητα αποπληρωμής δανείων από δανειολήπτες που επλήγησαν από την πανδημία, δεδομένου ότι τα κρατικά μέτρα στήριξης αλλοιώνουν την πραγματική εικόνα.
Κι αυτό διότι όπως εξηγεί, η συνεχιζόμενη πανδημία καθώς και η άρση των μέτρων στήριξης αναμένεται να επιδεινώσουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση ορισμένων επιχειρήσεων και νοικοκυριών που έχουν πληγεί από την πανδημία και να οδηγήσει σε νέα Μη εξυπηρετούμενα Δάνεια (ΜΕΔ).
Εξάλλου, αναφορικά με την εξέλιξη των μεγεθών έως το τέλος Μαρτίου 2021, ο κεντρικός τραπεζίτης τονίζει ότι μετά την υποχώρηση που εμφάνισε το υπόλοιπο των ΜΕΔ το 2020, κυρίως λόγω των πωλήσεων δανείων στο πλαίσιο αξιοποίησης του προγράμματος παροχής κρατικής εγγύησης σε τιτλοποιήσεις, γνωστού με την ονομασία «Ηρακλής», οριακή αύξηση παρατηρήθηκε το α΄ τρίμηνο του 2021.
Συγκεκριμένα, το υπόλοιπο των ΜΕΔ στο τέλος Μαρτίου του 2021 ανήλθε σε 47,3 δισεκ. ευρώ. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε υψηλός (30,3%) στο τέλος Μαρτίου του 2021, σχεδόν δωδεκαπλάσιος του αντίστοιχου λόγου για τις τράπεζες που εποπτεύονται από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό στη ζώνη του ευρώ.
Παράλληλα όμως, αναφέρει ο κ. Στουρνάρας, οι τράπεζες, κυρίως οι συστημικές, στοχεύουν σε πιο επιθετικές πολιτικές μείωσης των ΜΕΔ.
Ως αποτέλεσμα, εκτιμάται ότι ο δείκτης ΜΕΔ θα μπορούσε να μειωθεί σε μονοψήφιο ποσοστό σε επίπεδο τραπεζικού συστήματος μέχρι το τέλος του 2022, αν και ορισμένες τράπεζες, ιδίως μη συστημικές, δεν φαίνεται να ακολουθούν τη γενικότερη δυναμική μείωσης των ΜΕΔ.
Επιπλέον, επισημαίνεται ότι την 1η Ιουνίου 2021 τέθηκαν σε εφαρμογή οι διατάξεις του νέου πτωχευτικού κώδικα και πως η εξέλιξη αυτή θα συμβάλει στη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών.