Περιγράφοντας τη δεινή πραγματικότητα με την οποία βρίσκονται αντιμέτωπες χιλιάδες γυναίκες επιχειρηματίες, ο Σύνδεσμος Επιχειρηματιών Γυναικών Ελλάδος(ΣΕΓΕ) ζητεί τη στήριξή τους από την κυβέρνηση, υπογραμμίζοντας ότι από την έναρξη της πανδημίας έως σήμερα έχουν αφεθεί στην τύχη τους.
Σε επιστολή της –που απευθύνεται στους υπουργούς Οικονομικών, Χρήστο Σταϊκούρα και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Ιωάννη Βρούτση- η πρόεδρος του ΣΕΓΕ, Λίνα Τσαλταμπάση, υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, πως «δεν υπήρξε καμία ενίσχυση στοχευμένη στις πραγματικές ανάγκες της γυναίκας επιχειρηματία η οποία αποτελεί το μεγαλύτερο ‘’θύμα’’ του Covid-19».
«Το νέο κύμα της πανδημίας σαρώνει ολόκληρη την κοινωνία και την πλειοψηφία του επιχειρηματικού κόσμου. Ωστόσο, οι γυναίκες επιχειρηματίες κινδυνεύουν περισσότερο από ποτέ, καθώς όλους τους τελευταίους μήνες βρέθηκαν στο ‘’μάτι του κυκλώνα’’ έχοντας επωμιστεί ακόμη περισσότερες ευθύνες», εξηγεί η πρόεδρος του ΣΕΓΕ τονίζοντας με έμφαση πως «η ανάγκη ενίσχυσης των γυναικών επιχειρηματιών με ειδικότερα μέτρα κρίνεται ζωτικής σημασίας για το ‘’αύριο’’ των ίδιων, των επιχειρήσεών τους, αλλά και των οικογενειών τους».
Τα αιτήματα του ΣΕΓΕ
Με την επιστολή της η πρόεδρος του ΣΕΓΕ ζητά:
Πρώτον, ενίσχυση των γυναικείων επιχειρήσεων, για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται από τις συνθήκες να διατηρούν τις επιχειρήσεις τους κλειστές και όχι μόνο για την περίοδο του lockdown. «Δεδομένου ότι δεν υπήρξε έως σήμερα καμία υποστήριξη στο ‘’μέτωπο’’ της οικογενειακής μέριμνας, θεωρούμε πως οι γυναίκες επιχειρηματίες δεν πρέπει να εγκαταλειφθούν στη μοίρα τους και εν μέσω του δεύτερου κύματος της πανδημίας», σημειώνει χαρακτηριστικά η Λ. Τσαλταμπάση προσθέτοντας πως το συγκεκριμένο αίτημα «απαντά στο ζήτημα της επιβίωσης των γυναικείων επιχειρήσεων. Και θωρούμε πως είναι χρέος της Πολιτείας να σταθεί αρωγός προς τη γυναίκα που ‘’παλεύει’’ εν μέσω πανδημίας να κρατήσει όρθια την οικογένειά της και την επιχείρησή της».
Δεύτερον, αναστολή των πληρωμών δόσεων τόσο προς τα τραπεζικά ιδρύματα όσο και προς το Δημόσιο έως το τέλος του 2021.
Πολλαπλά τα πλήγματα
Στην επιστολή της προς τους κ.κ. Χ. Σταϊκούρα και Ι. Βρούτση η κυρία Τσαλταμπάση, παραθέτει και τα αποτελέσματα ερευνών που διεξήγε ο ΣΕΓΕ αλλά και μελετών που έχει εκπονήσει. Τα αποτελέσματα αυτά «είναι κάτι περισσότερο από ανησυχητικά και καταδεικνύουν τα πολλαπλά πλήγματα που έχει δεχθεί η γυναικεία απασχόληση στην εποχή του κορωνοϊού».
«Οι γυναίκες έχουν επιφορτιστεί με περισσότερα βάρη, ενώ το lockdown έχει επιφέρει συρρίκνωση του προσωπικού χρόνου τους και μάλιστα όχι μόνο κατά τη διάρκεια της γενικής απαγόρευσης κυκλοφορίας. Η επιχειρηματικότητα χτυπήθηκε ευθέως και ο αριθμός των γυναικών που ανήκουν στην ομάδα του μη-ενεργού εργασιακά πληθυσμού αυξήθηκε ραγδαία. Πολλές γυναίκες αναγκάστηκαν να ασχοληθούν με την οικογενειακή μέριμνα, καθώς υπήρξε επιτακτική ανάγκη γι’ αυτό όταν έκλεισαν -λόγω κορωνοϊού- τα σχολεία, αλλά και τα κέντρα υποστήριξης ηλικιωμένων (ΚΑΠΗ-ΚΗΦΗ)», σημειώνει η πρόεδρος του ΣΕΓΕ.
«Γεγονός αδιαμφισβήτητο είναι πως η φροντίδα του σπιτιού, των παιδιών και των ηλικιωμένων βαρύνει περισσότερο τη γυναίκα, καθώς κατέχει τον κεντρικό ρόλο στο σπίτι με ένα πολύ μικρό ποσοστό των ανδρών να βοηθά. Άξιο αναφοράς είναι πως το 22% των γυναικών έχει αναλάβει τη φροντίδα των ηλικιωμένων έναντι του μόλις 6% των ανδρών. Επίσης, τα ποσοστά που καταγράφουν οι γυναίκες σε μεμονωμένους δείκτες οικογενειακής μέριμνας είναι σχεδόν τετραπλάσια σε κάθε δείκτη ξεχωριστά», τονίζει η πρόεδρος του ΣΕΓΕ και καταλήγει: «Σε συνδυασμό και με την πρόσφατη δημοσίευση της έρευνας του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα των Φύλων – EIGE, η οποία κατατάσσει την Ελλάδα στην τελευταία θέση ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ με ποσοστό μόλις 52,2%, δεν μπορεί κανείς να διαφωνήσει με το γεγονός ότι τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν συνολικά πως η γυναίκα είναι πολύ πιο ευάλωτη στον τομέα της απασχόλησης, καθώς παρά το πέρασμα των αιώνων οι στερεότυπες αντιλήψεις του διαχωρισμού άνδρας- γυναίκα παραμένουν στην ‘’καρδιά’’ της κοινωνίας, οδηγώντας, με κάθε αφορμή, σε άνοιγμα της ‘’ψαλίδας’’ της οικονομικής ανισότητας».