Σημαντική αύξηση της ανεργίας της τάξεως του 20% βλέπει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ στο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων για τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορονοϊού στην ελληνική οικονομία.
Το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ αναλύει τρία σενάρια:
Στο πρώτο και ευνοϊκό σενάριο το ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 4% και η ανεργία θα αυξηθεί στο 19,2%
Στο δεύτερο και ενδιάμεσο σενάριο, το ΑΕΠ θα μειωθεί κατά 7% και η ανεργία θα ανέλθει στο 20,3%
Στο τρίτο και απαισιόδοξο σενάριο, η ύφεση θα φτάσει στο 10% και η ανεργία θα σκαρφαλώσει στο 21,6%.
Σε όλα τα σενάρια, το επιστημονικό Ινστιτούτο της τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης του ιδιωτικού τομέα προεξοφλεί πως η ανεργία θα αγγίξει εκ νέου τα επίπεδα της δημοσιονομικής κρίσης, στα οποία κυμαίνονταν τέλη του 2011 (πριν την κορύφωση του 2012 και 2013) όπως επίσης και τέλη του 2017 με πρώτο 6μηνο 2018, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ.
Υπενθυμίζεται πως το φράγμα του 20% έσπασε για πρώτη φορά μετά την κρίση, τον Απρίλιο του 2018, ενώ το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας που έχει δει η χώρα ήταν 27,9% τον Ιούλιο του 2013.
Σύμφωνα με το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, τα αμέσως επόμενα τρίμηνα η ελληνική οικονομία θα βρεθεί σε μια νέα φάση ύφεσης και αντιμέτωπη με τους χρόνιους αναπτυξιακούς, μακροοικονομικούς και δημοσιονομικούς περιορισμούς της.
Η αποτελεσματικότητα του μείγματος της δημοσιονομικής πολιτικής, θα κριθεί από το πόσο στοχευμένη θα είναι η στήριξη της κατανάλωσης και των επενδύσεων ως αποτέλεσμα της ενίσχυσης:
των νοικοκυριών και ειδικά των πιο ευάλωτων και εκείνων που θα πληγούν περισσότερο από τις συνέπειες της ύφεσης, και
των επιχειρήσεων που είναι αντιμέτωπες με μεγάλο ρίσκο χρεοκοπίας και αναστολής της λειτουργίας τους.
Η κατανομή των δημοσιονομικών πόρων και κυρίως οι εξελίξεις στον όγκο της απασχόλησης, στους μισθούς, στο σύστημα προστασίας των εργαζομένων από συλλογικές και κλαδικές συμβάσεις εργασίας θα είναι καθοριστικής σημασίας για τη διάρκεια και την ένταση της ύφεσης και την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στη σταθερότητα και τη μεγέθυνση.
Οι ερευνητές αναλύουν τις παθογένειες του αναπτυξιακού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας, υπενθυμίζοντας πως :
Ο τομέας των υπηρεσιών με αιχμή τον διευρυμένο κλάδο του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος, της αποθήκευσης και των μεταφορών εξακολουθεί να είναι ο πρωταρχικός αναπτυξιακός άξονας. Αυτός είναι ο βασικός λόγος της, εύλογα, μεγάλης ανησυχίας για τις συνέπειες στη δυναμική της οικονομίας το επόμενο διάστημα εξαιτίας της αναστολής της δραστηριότητας του κλάδου αυτού στο πλαίσιο της διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης.
η δαπάνη των νοικοκυριών ήταν το κύριο μακροοικονομικό μέγεθος που σταθεροποίησε τον πραγματικό τομέα της οικονομίας τα τελευταία χρόνια. Αντιθέτως, οι επενδύσεις των επιχειρήσεων κυμάνθηκαν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα καθιστώντας τον μακροοικονομικό ρόλο του συγκεκριμένου τομέα αποσταθεροποιητικό. Ενώ λοιπόν από την πλευρά των νοικοκυριών, η καταναλωτική δαπάνη, και συνεπώς η εγχώρια ζήτηση, διατηρήθηκε σε υψηλό επίπεδο μέσα από τη χρήση ιδίων πόρων, δεν ισχύει το ίδιο για την επενδυτική δραστηριότητα των επιχειρήσεων. Επιπλέον, το είδος των επενδύσεων που υλοποιούνται δεν συμβάλλει στη βελτίωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας.
Ο ρόλος της μείωσης απασχόλησης και αμοιβών
Η καταναλωτική δαπάνη, ωστόσο, εξαρτάται από το διαθέσιμο εισόδημα, τονίζουν με νόημα οι μελετητές.
Συνεπώς, μια μείωση της απασχόλησης και των αμοιβών και μια αύξηση της υποαπασχόλησης και των επισφαλών μορφών εργασίας θα μειώσουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και θα αποδομήσουν τη θετική επίδραση της καταναλωτικής δαπάνης και της εγχώριας ζήτησης στο ΑΕΠ.
Το αποτέλεσμα αυτό θα ενισχυθεί και από την ήδη αποφασισμένη χρονική μετάθεση της μεταβολής του κατώτατου μισθού για το 2021, προσθέτουν οι ερευνητές του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, παρατηρώντας πως ερωτηματικό παραμένει η επέκταση εκκρεμών κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Και προσθέτουν πως η πολύ πιθανή μείωση της κατανάλωσης θα προσδιορίσει όχι μόνο το βάθος της ύφεσης την τρέχουσα χρονιά, αλλά και τη χρονική έκταση και την ένταση της ανάκαμψης του ΑΕΠ από το 2021 και ύστερα...