Σταθερή παραμένει κυβέρνηση στα σχέδιά της για δοκιμαστική έξοδο στις αγορές την επόμενη εβδομάδα έχοντας τη στήριξη των Ευρωπαίων και παρά τις πληροφορίες του Bloomberg ότι το ΔΝΤ θα συμπεριλάβει ένα πιεστικό «ταβάνι χρέους» για την Ελλάδα στις αποφάσεις που θα λάβει την Πέμπτη.
Επικαλούμενο τρεις ανώνυμες πηγές με γνώση των συζητήσεων το Bloomberg ανέφερε το βράδυ της Τρίτης ότι «η αναμενόμενη απόπειρα της Ελλάδας να επιστρέψει στις αγορές ομολόγων μετά από τρία χρόνια αντιμετώπισε καθυστερήσεις, εν μέρει εξαιτίας ενός ανώτατου ορίου για το ύψος του χρέους της χώρας που όρισε το ΔΝΤ».
«Ακόμη και μετά την αποπληρωμή των ομολόγων από την Ελλάδα, αυτή την εβδομάδα, οι περιορισμοί που προκύπτουν από το "ταβάνι" για το χρέος που έχει ορίσει το ΔΝΤ ίσως να μην επιτρέψουν στη χώρα μια νέα αύξηση του χρέους της που θα προκύψει από μια νέα έκδοση ομολόγων» ανέφερε ένας από τους αξιωματούχους που επικαλείται το Βloomberg.
Ωστόσο όπως αναφέρει το δημοσίευμα, η Ελλάδα μπορεί να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της, να αντικαταστήσει δηλαδή υφιστάμενο χρέος με νέα ομόλογα εφόσον δεν αυξάνεται το συνολικό ύψος του.
Στο μεταξύ δημοσίευμα του Reuters αναφέρει πως ακόμα και αν η Ελλάδα προβεί σε επιτυχημένη έκδοση ομολόγων σε όρους επενδυτικού ενδιαφέροντος και αποδόσεων, η χώρα δεν θα πρέπει να χαλαρώσει, καθώς για να πετύχει τον στόχο του ταμειακού αποθέματος θα πρέπει να βγει στις αγορές πάνω από μία φορά πριν από τον Αύγουστο του 2018 και με εκδόσεις πιο μακρινών ωριμάνσεων.
Όπως σημειώνει σε δημοσίευμά του το πρακτορείο, η επικείμενη επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές θα είναι ένα βήμα προς την επιτυχή έξοδο της χώρας από το πρόγραμμα διάσωσης, ωστόσο η κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει μέσα σε μια νύχτα.
Η διαδικασία, όπως σημειώνουν αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίοι μίλησαν στο Reuters υπό το καθεστώς της ανωνυμίας, θα απαιτήσει μία σειρά από επιτυχημένες πωλήσεις ομολόγων και το χτίσιμο ενός σημαντικού αποθέματος μετρητών.
Στη δημοσίευμα σημειώνεται ότι, κατά την Κομισιόν, η Ελλάδα θα πρέπει να διαθέσει περίπου 9 δισ. ευρώ για να καλύψει τις χρηματοοικονομικές ανάγκες των πρώτων δέκα μηνών μετά το τέλος του προγράμματος διάσωσης.