Από το μακρινό 1986 και τη Λατινική Αμερική, όταν το ΔΝΤ περίμενε την ομάδα των πιστωτών του Paris Club να παρέχει διευκολύνσεις για το χρέος του Μεξικού, προέρχεται η λύση που θυμήθηκαν Βερολίνο και Ταμείο για την Ελλάδα.
Η φόρμουλα αυτή, σχεδιασμένη τότε για μια χώρα του αναπτυσσόμενου κόσμου, θα επιτρέψει στο Ταμείο να μπει στο ελληνικό πρόγραμμα με το δικό του μνημόνιο (MEFP), χωρίς όμως να εκταμιεύει χρήματα μέχρι οι Ευρωπαίοι να υλοποιήσουν τη δέσμευσή τους για υλοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.
Η ξεχασμένη συνταγή την οποία θυμήθηκαν και ανέσυραν από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας φέρει ουσιαστικά την υπογραφή της συνεννόησης Σόιμπλε - Τόμσεν. Τριάντα και πλέον χρόνια μετά την τελευταία εφαρμογή της, την εποχή της κρίσης χρέους στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, η λύση αυτή προσφέρθηκε στην κυβέρνηση στο Eurogroup της 22ας Μαΐου και παραμένει στο τραπέζι ως βάση της συζήτησης για το επόμενο, στις 15 Ιουνίου.
H λογική του ΔΝΤ
Ασφαλώς η λογική του ΔΝΤ δεν είναι ότι υπάρχει μυστική συμφωνία με τον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας, παρότι μια τέτοια ερμηνεία δεν έχει πολύ από την πραγματικότητα. Η λογική (ή καλύτερα η δικαιολογία) για την εξέλιξη αυτή λέει ότι εφόσον δύο μέλη του ΔΝΤ, η Γερμανία και η Ελλάδα, συμφωνούν σε αυτή τη φόρμουλα -η οποία ιστορικά συγκαταλέγεται στο μενού των παρεχόμενων υπηρεσιών ήδη από το 1980-, τότε το ΔΝΤ δεν είναι σε θέση να αρνηθεί να προσφέρει αυτή την επιλογή. Βεβαίως η Ελλάδα αρνήθηκε στις 22 Μαΐου, ωστόσο προεξοφλείται ότι δεν θα υπάρχει άλλη επιλογή στις 15 του τρέχοντος μήνα και ως εκ τούτου η κυβέρνηση σκέφτεται ήδη το επικοινωνιακό «πακετάρισμα».
Στην Ελλάδα, όπως στο Μεξικό, το Ταμείο θα προσφέρει πρόγραμμα βοήθειας το οποίο τυπικά θα συνοδεύεται από χρηματοδότηση. Το πιθανότερο είναι ότι θα συνοδεύεται και από μια Εκθεση Βιωσιμότητας Χρέους (DSA) περίπου όμοια με αυτή που δημοσιεύτηκε φέτος τον Φεβρουάριο (στο πλαίσιο της διαβούλευσης του Αρθρου 4), η οποία θα λέει ότι το ελληνικό χρέος είναι εξαιρετικά μη βιώσιμο. Εξαιτίας του μη βιώσιμου χαρακτήρα του θα υπάρχει και ένας όρος που θα λέει ότι η επόμενη δόση θα ξεκλειδώσει όταν οι Ευρωπαίοι αναλάβουν δράση για το χρέος. Το πρόγραμμα αυτό αναμένεται να τεθεί προς έγκριση στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του Ταμείου τον Ιούλιο, η διάρκειά του θα είναι ένα έτος και θα ολοκληρώνεται μαζί με το ευρωπαϊκό μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018. Με δεδομένη τη θέση της Γερμανίας ότι πρέπει να τηρηθούν τα συμφωνηθέντα στο Eurogroup του Μαΐου του 2016, το οποίο ορίζει ότι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος θα ενεργοποιηθούν -αν χρειαστεί- μετά το τέλος του προγράμματος, το 2018, το πιθανότερο είναι ότι το ΔΝΤ δεν θα ξεκλειδώσει κάποια δόση στη διάρκεια του μονοετούς προγράμματός του που θα λήξει του χρόνου το καλοκαίρι.
Αυτό εξυπηρετεί τη στρατηγική του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος είχε δεσμευτεί έναντι του γερμανικού Κοινοβουλίου ότι το Ταμείο θα συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα, κάτι που φαίνεται να επιτυγχάνεται δίχως η Γερμανία να πληρώσει το τίμημα μιας απόφασης για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους στην ευαίσθητη πολιτικά περίοδο προ των εκλογών του Σεπτεμβρίου.
Το πρόγραμμα «σομπρέρο» είχε εφαρμοστεί σε υπανάπτυκτες χώρες πριν 30 χρόνια - Το ΔΝΤ θα μπει με δικό του μνημόνιο και χωρίς χρήματα
- Σε μόνιμη... σιέστα η οικονομία
Οι παρενέργειες
Και η Ελλάδα; Οπως παρατηρεί στέλεχος της Κομισιόν, η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) εξαρτάται από τις αποφάσεις που λαμβάνονται με πλήρη ανεξαρτησία από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ωστόσο η απουσία της σφραγίδας για τη βιωσιμότητα του χρέους από την πλευρά του ΔΝΤ καθιστά πολύ δύσκολη ως αδύνατη μια τέτοια απόφαση.
Στις Βρυξέλλες επικρατεί απογοήτευση για τα αποτελέσματα του Eurogroup της 22ας Μαΐου αλλά και με αυτά που βλέπουν μπροστά τους για το επόμενο. Το κλίμα έχει χαλάσει κυρίως προς την πλευρά των Γερμανών. «Η λύση καλή για Γερμανία, αδιάφορη για το ΔΝΤ και κακή για την Ελλάδα», λέει χαρακτηριστικά στο «ΘΕΜΑ» στέλεχος της Κομισιόν με καλή γνώση των διαπραγματεύσεων. Την ίδια ώρα στα κλιμάκια των θεσμών επικρατεί ανησυχία για το πόσο θα αντέξει η επί τα χείρω αναθεώρηση για την ανάπτυξη τη χρονιά που διανύουμε - από το 2,7% στο 1,8% του ΑΕΠ. Με δεδομένη την παράταση της αβεβαιότητας και την πιθανότητα να χαθεί το QE που θα απέφερε σημαντικά οφέλη, κυρίως σε επίπεδο κλίματος και εμπιστοσύνης, κάποιοι στις Βρυξέλλες θεωρούν ότι ακόμη και το 1,8% είναι αισιόδοξο.
Αν πάμε ακόμη πιο χαμηλά, αυτό θα δυσκολέψει την κατάρτιση του Προϋπολογισμού του 2018 σε συνεργασία με τους θεσμούς το φθινόπωρο. Υπενθυμίζεται ότι το ΔΝΤ επιμένει ότι η Ελλάδα δεν θα πιάσει τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018 (αναμένει μόλις 2,2% του ΑΕΠ), αλλά για την ώρα δεν ζητάει νέα μέτρα για την επόμενη χρονιά. Αυτό που ακόμη παίζεται στις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα και τους Ευρωπαίους είναι ο κόφτης που ήταν σε αγκύλη στο σχέδιο του μνημονίου του ΔΝΤ. Το Ταμείο δεν τον θέλει πια, όμως κάποιοι Ευρωπαίοι θέλουν να διατηρηθεί και για το 2018, κάτι που σημαίνει ότι αν υπάρξει απόκλιση από τον στόχο θα ενεργοποιηθεί τον Απρίλιο του 2019. Αλλαγή διατύπωσης θα χρειαστεί, τέλος, και στα προαπαιτούμενα για τα εργασιακά πριν το ΔΝΤ πάει το νέο του πρόγραμμα στο Board (το νωρίτερο αρχές Ιουλίου), καθώς υπάρχουν διαφωνίες με αυτά που ψηφίστηκαν στο πολυνομοσχέδιο.
Ούτε χρέος, ούτε QE
Μιλώντας στις Βρυξέλλες την περασμένη Παρασκευή, Ευρωπαίος αξιωματούχος τόνιζε ότι δεν υπάρχει άλλη πρόταση από αυτή που παρουσιάστηκε στο Eurogroup της 22ας Μαΐου. Παρότι «η τεχνική αξιολόγηση έχει κλείσει είναι ελάχιστα αυτά που έμειναν και θα τελειώσουν ως τις 15 Ιουνίου» τα άσχημα νέα σύμφωνα με την ίδια πηγή είναι ότι η ΕΚΤ δεν θα προχωρήσει σε δική της Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους (DSA) που θα ξεκλείδωνε το QE. «Τεχνικά θα μπορούσε, αλλά δεν θα ήταν καλό, δεν θα έδινε μήνυμα στις αγορές από τη στιγμή που το ΔΝΤ λέει ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο».
Δόση και συμπάθεια
«Ωστόσο, ακόμη και χωρίς χρέος, αν κλείσει η αξιολόγηση το κλίμα θα βελτιωθεί», σημειώνει ο ίδιος, ενώ το καλύτερο που θα μπορούσε να περιμένει η Ελλάδα είναι μια δόση 9,5 δισ. αντί για 7 δισ. ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, η δόση που θα εξασφαλίσει η Ελλάδα θα είναι «κάπου κοντά στα 7 δισ. ευρώ», ενώ «το ποσό για ληξιπρόθεσμα μπορεί να σπάσει και στα δύο. Αλλωστε έχει ξαναγίνει».